Ήδη, από τον Ιούνιο του 1940, η Ιταλία, αν και εξεδήλωνε δήθεν φιλειρηνικές διαθέσεις για την Ελλάδα, ταυτοχρόνως ενεργούσε επιθετικές πράξεις εις βάρος της.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Τσιάνο κάλεσε τον Έλληνα πρεσβευτή και του ανακοίνωσε ότι αγγλικά πολεμικά χρησιμοποιούν τα ελληνικά λιμάνια, ισχυριζόμενος ότι η Ιταλία φοβάται πως η Ελλάδα ετοιμάζει πόλεμο εναντίον της.
Οι Ιταλοί δεν αρκέσθηκαν, όμως, στις προφορικές διακοινώσεις.
Στις 12 Ιουλίου, τρία ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το βοηθητικό πλοίο του Ελληνικού Ναυτικού “Ωρίων”, στη Γραμβούσα.
Το ίδιο έπραξαν και στο αντιτορπιλικό “Ύδρα”. Στις 30 Ιουλίου, ιταλικό αεροπλάνο έριξε βόμβες στον Κορινθιακό κόλπο κατά του αντιτορπιλικού “Βασιλεύς Γεώργιος” και “Βασίλισσα Όλγα”.
Στις 2 Αυγούστου, ιταλικό αεροπλάνο έριξε έξι βόμβες στο ελληνικό καταδιωκτικό της Αστυνομίας κατά του λαθρεμπορίου, μεταξύ Αίγινας και Σαλαμίνας.
Η μεταξική κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα αρκούνταν στο να κάνει χημικές αναλύσεις των θραυσμάτων των βομβών που ερρίπτοντο από τα ιταλικά αεροπλάνα, να προβαίνει σε φραστικά διαβήματα προς την ιταλική κυβέρνηση για τα επεισόδια, ακολουθώντας την “άψογον στάσιν” του 19ου αιώνα. Εκείνο που την απασχολούσε περισσότερο ήταν η διατήρηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης της 4ης Αυγούστου, οι εξορίες στα ξερονήσια των αντιφρονούντων πολιτικών του φασιστικού καθεστώτος και η παραπέρα διατήρησή του.
Kορύφωση των ιταλικών ενεργειών υπήρξε ο τορπιλισμός του πολεμικού πλοίου “Έλλη”, το πρωί της 15ης Αυγούστου, του ίδιου έτους.
Αν και “από λεπτομερή εξέταση των θραυσμάτων των τορπιλών αποδείχθηκε ότι το υποβρύχιο που εκτόξευσε τις τορπίλες ήταν ιταλικό” (Επίτομη Ιστορία του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου, έκδοση ΓΕΣ, Αθήνα 1985, σ. 21), η ελληνική “Κυβέρνηση” ακολούθησε την ίδια “άψογον στάσιν”, όπως και προηγουμένως.
Ο τορπιλισμός της “Έλλης” ξεσήκωσε μεν τον παγκόσμιο τύπο και οι γερμανικές εφημερίδες εξέφρασαν τη συμπάθειά τους για την Ελλάδα, που αρκέστηκε όμως στη μετακίνηση στρατευμάτων στο εσωτερικό της χώρας και στη μηνιαία εκπαίδευση εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών στις 11 Σεπτεμβρίου.
Ο λαός, καταπιεσμένος από τη φασιστική κυβέρνηση, “τήρησε ηρεμία”, που ξεσηκώθηκε μόνο μετά την κήρυξη του πολέμου, ένα μήνα αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου.
Η ιστορία, όπως συνηθίζουμε να λέμε οι ιστορικοί, δεν επαναλαμβάνεται, σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες που τα ίδια αίτια φέρνουν τα ίδια αποτελέσματα. Στις ανθρωπιστικές, ιδίως στην Ιστορία, πολλές φορές ισχύει η σχέση αιτίου και αποτελέσματος, που, κατ’ αναλογίαν, δεν αποκλείεται να έχουμε όμοια αποτελέσματα.
Εκλεκτική συγγένεια, λοιπόν, αιτίου και αποτελέσματος, του 1940, υπάρχει με τα σύγχρονα ελληνικά γεγονότα, μετά τα Ίμια του 1996, με την παρατήρηση ότι σαφώς δεν συγκρίνουμε πολιτικά καθεστώτα, τότε και σήμερα.
Μετά τα Ίμια, ακολούθησαν οι τουρκικές αεροπορικές και ναυτικές παραβιάσεις στο Αιγαίο, αρκούμενοι από πλευράς Ελλάδας σε απλές αναχαιτίσεις. Έπεται η rota του τουρκικού casus belli, αν η Ελλάδα αναπτύξει τα θαλάσσια σύνορά της, αποδεχόμενη σιωπηλά την θρασύδειλη απειλή.
Ακολουθεί η διεκδίκηση των νησίδων του Αιγαίου, χωρίς πάλι σοβαρή αντίδραση, ενώ σε μία επικαιροποιημένη “άψογον στάσιν” η κυβέρνηση προσκαλεί τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν στην Αθήνα, για να αμφισβητήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, από ελληνικό έδαφος.
Στις 12 Φεβρουαρίου, τέλος, αντί για τορπιλισμό, έχουμε τον εμβολισμό του πλοίου του λιμενικού σώματος από τους Τούρκους, με την καθυστερημένη κυβερνητική εντολή “να μην υπάρξει άμεση και επιθετική απάντηση στους Τούρκους”, γιατί “δεν… γνωρίζουν γεωγραφία”!
Αυτό που, δυστυχώς, ενδιαφέρει εκ νέου την ελληνική Κυβέρνηση, κατ’ αναλογίαν του 1940, είναι η εσωτερική πολιτική κατάσταση, η εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων, με την υπόθεση “Νovartis”, και η διάσπαση της αντιπολίτευσης με μονόπλευρες ενέργειες, που διχάζουν, για το λεγόμενο “Μακεδονικό” και την ονοματολογία του.
Με τέτοιους, όμως, χειρισμούς, ο λαός είναι διασπασμένος και αδρανής, ενώ κινδυνεύει από τη λαίλαπα που με μεγάλες πιθανότητες έρχεται από τις μικρασιατικές ακτές.
* Ο κ. Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος είναι επ. καθηγητής Ιστορίας της Π.Α.Ε.Α.Κ.-συγγραφέας