Το Δημοτικό Σχολείου Αμαριανού είναι χτισμένο στο νότιο άκρο του χωριού, απέναντι από τον ναό του Αγίου Ευσταθίου. Στον κάμπο του Καστελλίου, οκτώ περίπου χιλιόμετρα δυτικά από το Αμαριανό, βρισκόταν το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου, με δράση τα χρόνια 1942-1944. Καθημερινά, το αεροδρόμιο του Καστελλίου γίνονταν στόχος των συμμαχικών αεροπλάνων. Συνήθως προσέγγιζαν πετώντας ανατολικά, πάνω από τα Λασιθιώτικα βουνά και την κορυφή Αφέντης.
Μόλις οι πιλότοι αντίκριζαν το αεροδρόμιο, άφηναν τις βόμβες των αεροπλάνων τους. Πολλές φορές όμως, είτε από βιασύνη, είτε από το πλήθος των γερμανικών αντιαεροπορικών, είτε από μικρή εμπειρία, οι συμμαχικές βόμβες χτυπούσαν τις περιοχές γύρω από το αεροδρόμιο Καστελλίου.
Για τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, ο Καστελλιανός γιατρός Κλεάνθης Ζαχ. Βελημπασάκης γράφει: ´…ήταν τόσο συχνές οι συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές, που ο κόσμος έφτασε στο σημείο να ξεχωρίζει τα συμμαχικά αεροπλάνα από τα γερμανικά, από τον ήχο και μόνο. Κι όταν κάποτε έπεσαν βόμβες από αεροπλάνα με…γερμανικό ήχο, διαδόθηκε την επομένη, ότι ήταν πράγματι γερμανικό, που είχε περιέλθει σε συμμαχικά χέρια…».1
Το πρωινό της 6ης Οκτωβρίου 1943, οι βόμβες των συμμαχικών αεροπλάνων έπληξαν το χωριό Αμαριανό. Οι μαθητές του σχολείου βρίσκονταν στην τάξη με τον δάσκαλό τους Δημήτρη Κατσούλη. Μία βόμβα έπεσε δίπλα στο σχολείο, στην κεντρική θύρα του γειτονικού σπιτιού του Αριστείδη Κορναράκη. Ο Αριστείδης Κορναράκης επισκεύαζε την σκεπή και η βόμβα τον σκότωσε.
Συγχρόνως γκρέμισε την ξύλινη στέγη, τα παράθυρα, την είσοδο του Δημοτικού Σχολείου και ένα βοηθητικό κτίσμα στον προαύλειο χώρο του. Οι μητέρες των μαθητών έτρεχαν αλαφιασμένες, με μεγάλα ξεφωνητά, μη γνωρίζοντας τι θα αντικρίσουν. Μέσα από το πλήθος των γυναικών, ξεχώριζε μια φράση «Άη Στάθη μου βοήθησε ! Αη Στάθη μου θαυματουργέ πρόφταξε !».
Στο εσωτερικό του σχολείου βρίσκονταν 76 περίπου παιδιά. Ελάχιστοι μαθητές είχαν επιπόλαια τραύματα. Έξι μαθητές τραυματίστηκαν βαρύτερα. Ο Θεοχάρης Ευσταθίου Δετοράκης, η Αικατερίνη Γεωργίου Φραγκιαδάκη, η Μαρία Ζαχαρία Κυριακάκη, ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Ζαϊμάκης, ο Ιωάννης Μιχαήλ Λαμπράκης και ο Γεώργιος Εμμανουήλ Δετοράκης.
Η σκεπή του βοηθητικού χώρου στην είσοδο του σχολείου γκρεμίστηκε, καταπλάκωσε τη Μαρία Ιωάννου Ανδριανάκη ή Χατζάκενα, (περνώντας βρήκε εκεί καταφύγιο), αλλά σαν από θαύμα δεν τραυματίστηκε.
Ο δάσκαλος Δημήτρης Κατσούλης, τραυματίστηκε στο πρόσωπο από τα θραύσματα των υαλοπινάκων του Σχολείου. Μετά την έκρηξη συγκέντρωσε τους μαθητές.
Παίρνοντας τη σημαία και τους γονείς, οδήγησε τα παιδιά στον ναό του Αγίου Ευσταθίου. Ακολούθησε δοξολογία για τη διάσωση των μαθητών, διάσωση που αποδόθηκε στον θαυματουργό Άγιο Ευστάθιο.
Μια άλλη βόμβα έπεσε δυτικά του Αμαριανού, πολύ κοντά στο χωριό, στη θέση «Καμαράκι». Η βόμβα σκότωσε τρεις Ρώσους στρατιώτες αιχμάλωτους και τον Μιχάλη Ψαράκη ή Σωμαρά. Οι Γερμανοί είχαν οδηγήσει τους Ρώσους σε καταναγκαστική εργασία κι έκοβαν τεράστιες βελανιδιές, για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής.
Λίγο πριν, ο Ελευθέριος Τζουανάκης από το Αμαριανό, αντάρτης στα Λασιθιώτικα βουνά, πρόλαβε και έσωσε δυο παιδιά τα οποία δεν παρακολουθούσαν τα μαθήματα του σχολείου (ήταν ακόμη μικρά σε ηλικία), αλλά κάθονταν στο περβάζι και περίμεναν τους άλλους μαθητές να κάνουν διάλειμμα. Τον γιο του Μανόλη Τζουανάκη και τον Εμμανουήλ Δετοράκη.
Το ένα από τα δύο παιδιά, ο μετέπειτα γιατρός Εμμανουήλ Ευσταθίου Δετοράκης, γράφει για τη διάσωσή του: «…ήταν πρωί της 6ης Οκτωβρίου του 1943.
Στο δημοτικό σχολείο Αμαριανού Πεδιάδος, ο αείμνηστος δάσκαλος Δημήτριος Κατσούλης προχωρούσε κανονικά στο ημερήσιο πρόγραμμα διδασκαλίας. Εγώ και ο συνομήλικος και αχώριστος φίλος μου Μανώλης Ελ. Τζουανάκης, δεν πηγαίναμε ακόμη σχολείο.
Όμως εκεί κοντά τριγυρίζαμε περιμένοντας το διάλειμμα για ν’ανταμώσουμε με τ’άλλα παιδιά. Καθόμαστε θυμάμαι στη σκιά του βορεινού τοίχου του σχολείου, όπου ήταν κάτι σαν χαμηλό πεζούλι από αστρακάσβεστο, δηλαδή σε απόσταση αναπνοής από την αίθουσα διδασκαλίας.
Βόρεια ακριβώς σε απόσταση μέτρων, ορθωνόταν η εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου, ο Αη Στάθης με το κλασσικό καμπαναριό και τα πολυάριθμα περιστέρια. Εκείνο το πρωινό της 6ης Οκτωβρίου του 1943, παρατηρούσαμε μια ασυνήθιστη δραστηριότητα των αεροπλάνων, πάνω από το χωριό μας, μεταξύ της κορυφογραμμής του Αφέντη και του αεροδρομίου του Καστελλίου.
Έχει ειπωθεί εύστοχα, πως τα παιδιά στον πόλεμο μεγαλώνουν γρήγορα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, ο δάσκαλος συνέχιζε το μάθημα κανονικά κι εμείς εξακολουθούσαμε να καθόμαστε απτόητοι στη σκιά του βορεινού τοίχου του σχολείου. Και τότε πετιέται ξαφνικά μπροστά μας πάνοπλος ο πατέρας του Μανώλη, που ήταν αντάρτης στο βουνό. Χωρίς λέξη, μας άρπαξε ένα με κάθε του χέρι και μας έτρεχε στο εσωτερικό του χωριού. Εγώ που ήμουν αισθητά κοντύτερος από τον γιο του, θυμάμαι πως κρεμόμουν σαν σταφύλι από το χέρι του και πότε πότε άγγιζαν τα γυμνά του μου πέλματα στο καλντερίμι (που παπούτσια τότε !) κι όταν φτάναμε κοντά στο σπίτι μας, φώναξε στη μάνα μου, Μαρία, πάρε τονε !
Κι αφήνοντάς με κυριολεκτικά μετέωρο, εξακολούθησε να τρέχει προς το σπίτι του, με το δικό του Μανώλη. Δεν είχα προλάβει να διανύσω τα λίγα μέτρα που με χώριζαν από την αυλόπορτα του σπιτιού μας, όταν ακούστηκε ένα εκκωφαντικός θόρυβος προς τη μεριά του Αη Στάθη. Η γη σείστηκε κι ο κόσμος χάθηκε μέσα σ’ένα μαύρο πυκνό κι αποπνιχτικό σύννεφο σκόνης και σεντίτιδας…ª”.2
Ο δάσκαλος Δημήτριος Κατσούλης τραυματίστηκε στο πρόσωπο. Λίγο πριν εκραγεί η βόμβα, έσωσε τη ζωή όλων των παιδιών. Δεν τους επέτρεψε να βγουν έξω στην αυλή, όπως του ζήτησαν, όταν άκουσαν το θόρυβο από τα δεκάδες αεροπλάνα που περνούσαν πάνω από το χωριό. Ο Κορναράκης Ιωάννης του Αντωνίου, μαθητής τότε της Α΄ τάξης, αφηγείται για τον δάσκαλό του Δημήτρη Κατσούλη:
´”…μόλις νεδιάζανε τα αεροπλάνα από τον Αφέντη, εχτυπούσε η σειρήνα στο αεροδρόμιο του Καστελλίου. Αμέσως αρχινούσανε τα αντιαεροπορικά και οι αεροπόροι αφήνανε τσι βόμβες. Εμείς εκάναμε μάθημα, επήγαινα στη πρώτη τάξη. Και ακούσαμε τα αεροπλάνα και λέμε του δασκάλου να βγούμε έξω να τα δούμε. Αυτός είπε όχι, να μη πάει κανείς όξω. Και άνοιξε το παραθύρι ο δάσκαλος να δει ήντα είναι η φασαρία.
Κι εκείνη τη στιγμή έσκασε η βόμβα. Και σπούνε τα τζάμια του παραθύρου και εγέμισε αίματα ο δάσκαλος, ο Δημήτρης ο Κατσούλης. Εμείς τα κοπέλα εσκεπαστήκαμε από τσι τάβλες και τσ’ ασβέστες. Εγκρεμίστηκε η σκεπή και καταπλακωθήκαμε. Ευτυχώς που ο δάσκαλος δεν μας άφησε να βγούμε. Αν ήθελα βγούμε θα εσκωτονόμαστε όλοι. Θυμούμαι ότι είχα αφήσει απάνω στο θρανίο τη πλάκα που γράφαμε, από πάνω το κοντύλι και από πάνω το αναγνωστικό. Και όταν μας εβγάλανε και μας εξεσκεπάσανε, είδα το βιβλίο τρυπημένο αλλά η πλάκα δεν είχε σπάσει…”ª.
Λίγο πριν το βομβαρδισμό, πολλοί μαθητές όπως αφηγούνταν αργότερα, παρατήρησαν στην έδρα του δασκάλου μια οπτασία την οποία θεώρησαν ως τον Άγιο Ευστάθιο που προστάτεψε το σχολείο. Η Μαρία Ψαράκη – Ανδριανάκη, μαθήτρια τότε της Α΄ τάξης, διηγείται:
«…εκείνο το πρωί έβλεπα ένα παιδί πάνω στην έδρα του δασκάλου, με απλωμένα τα χέρια του να μας ξανοίγει. Αυτό το είδανε κι άλλα παιδιά και το λέγαμε μετά που γκρεμίστηκε το σκολειό του δασκάλου. Κι αυτός μας έλεγε ότι ήταν ο Άγιος Ευστάθιος..ª.
Για το γκρέμισμα του σχολείου, ο Μανόλης Δετοράκης συνεχίζει στο άρθρο του στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, στις 28 Σεπτεμβρίου 1995:
«…τα παιδιά άρχισαν να ξετρυπώνουν κάτω από τα θρανία και της τάβλες της στέγης που είχε καταπέσει, να ξετινάσσουν τη σκόνη, να τρίβουν τα μάτια και να οδεύουν προς την έξοδο. Μαζί τους, σκονισμένος κι ο δάσκαλος, με αιμόφυρτο το πρόσωπό του από τα τζάμια που το είχαν ξεσκίσει, με αγωνία και ευθύνη κοίταζε τα παιδιά ένα ένα, αν ήσαν αμάλαγα, μέχρι και το τελευταίο από τα 76 παρόντα…».
Στον προαύλειο χώρο του σχολείου υπήρχε ένα βοηθητικό καμαράκι που χρησιμοποιούνταν κυρίως ως αποθήκη. Περνώντας από εκεί η Μαρία Ιωάννου Ανδριανάκη ή Χατζάκενα, ακούγονταν τις βόμβες να πέφτουν, κρύφτηκε στο εσωτερικό του. Το καμαράκι γκρεμίστηκε και η εγγονή της Ευσταθία Φραγκιαδάκη – Ανδριανάκη που ήταν μαθήτρια της ΣΤ΄ τάξης, λέει για τη γιαγιά της τα εξής:
“…ετρέχαμε τα παιδιά να βγούμε έξω στην αυλή του σχολείου. Σκονισμένα, άλλα με αίματα, είχαμε φοβηθεί. Όπως εβγαίναμε έξω, κάποια πατήσανε τα ξύλα και τσι τάβλες τση αποθήκης. Κι όπως κάποιο παιδί επάτησε μια τάβλα, αυτή εκούνησε, εμετακινήθηκε και βλέπω να προβάλει από κάτω η γιαγιά μου η Χατζάκενα. Δεν είχε πάθει τίποτα, δεν ετραυματίστηκε…».
Για τον θάνατο του Αριστείδη Κορναράκη, του Μιχαήλ Ψαράκη και των τριών Ρώσων, ο Εμμανουήλ Δετοράκης συνεχίζει στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ:
«…ο άτυχος Αριστείδης Κορναράκης, που βρέθηκε στην αυλόπορτα του σπιτιού του, διαλύθηκε κυριολεκτικά. Οι δικοί του μάζεψαν τις σάρκες του σε ένα σεντόνι, όσες στάθηκε μπορετό να βρεθούν.
Την επομένη βρέθηκε και ένα του χέρι σε αρκετή απόσταση και η μακάβρια είδηση: Βρήκανε τη χέρα του Αριστή !!! Πιο κάτω , ένας άλλος άτυχος, ο Μιχαήλ Ψαράκης, ο επικαλούμενος «Σωμαράς», ήταν το δεύτερο τραγικό θύμα της βόμβας.
Την επομένη, κάποια παιδιά μας φώναξαν να δούμε κι άλλους σκοτωμένους.
Ήσαν τρεις Ρώσοι αιχμάλωτοι, που κείτουνταν νεκροί ανάσκελα, δίπλα δίπλα, κοντά στο χείλος ενεός πηγαδιού, κάτω από ένα θεόρατο πλάτανο στη θέση “Καμαράκι”, πολύ κοντά στο σχολείο..ª.
Στο αεροδρόμιο του Καστελλίου είχαν μεταφερθεί πολλοί Ρώσοι αιχμάλωτοι του πολέμου. Καθημερινά υποχρεώνονταν από τις κατοχικές δυνάμεις να εκτελούν τις πιο δύσκολες και απάνθρωπες εργασίες. Με ελάχιστη τροφή, την οποία τις περισσότερες φορές πρόσφεραν οι κάτοικοι της περιοχής. Ένα από τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, ήταν και η αποκοπή των αιωνόβιων δέντρων, κυρίως βελανιδιών, (ντρυάδων). Τα δέντρα σέβονταν οι κάτοικοι και υπήρχαν εκατοντάδες απ’αυτά με κορμούς που «δεν τους αγκάλιαζαν δέκα άντρες μαζί».
Όλα αυτά κόπηκαν από τους Ρώσους στη διάρκεια των ετών 1942-1944 και χρησιμοποιήθηκαν ως καύσιμη ύλη στις σόμπες και τα γερμανικά μαγειρεία. Οι Ρώσοι που σκοτώθηκαν στο Αμαριανό, με ένα μεγάλο πριόνι έκοβαν τους ντρυάδες. Κοντά τους ήταν ο Μιχάλης Ψαράκης με τον γιο του Μανόλη. Μια βόμβα έπεσε δίπλα τους και σκότωσε τους τρεις Ρώσους και τον Μιχάλη Ψαράκη. Ο γιος του πρόλαβε και καλύφθηκε πίσω από έναν χοντρό κορμό και διασώθηκε.
Ο Εμμανουήλ Κορναράκης, γιος του Αριστείδη Κορναράκη ή Αριστή, με μια συγκλονιστική περιγραφή, διηγείται τον θάνατο του πατέρα του. Είχε τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο και στις 6 Οκτωβρίου 1943 ήταν στο διπλανό χωριό Μαθιά για να κουβαλήσει υλικά, (κοκκινόχωμα), για τη μόνωση του δώματος του σπιτιού τους. Στο γυρισμό, από τον διπλανό λόφο παρακολούθησε τον βομβαρδισμό και την καταστροφή του σπιτιού τους. Ο ίδιος αφηγείται:
«… ήτανε τσ’έξε του Οχτώβρη του 1943. Περίπου δέκα με έντεκα η ώρα το πρωί. Εγώ ήμουνε το πρώτο παιδί του πατέρα μου του Αριστείδη Κορναράκη. Η μάνα μου ελέγουντανε Μαρία Παπαδοκωστάκη. Από τη Κασταμονίτσα. Είμαστε τέσσερα αδέρφια. Πρώτος εγώ ο Μανόλης.
Δεύτερος ο Γιώργης δάσκαλος, μετά οι δυο μου αδερφές Χρυσούλα και Γεωργία. Ετότες είχανε το συνήθεια οι γονείς και μας απασχολούσανε τα παιδιά, καθένα σε κάποια δουλειά. Όταν εγίνηκε ο βομβαρδισμός, εγώ είχα τελειώσει το σχολειό. Ο αδερφός μου επήγαινε στο Γυμνάσιο. Οι αδερφές μου μαθήτριες του Δημοτικού, ήτανε μέσα στο σκολειό. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, τότε το σπίτι εδώ, όχι όλο, ήτανε σκεπασμένο με κεραμίδες.
Το δε άλλο σπίτι ήτονε αποθήκη, το μέρος που βάναμε τα ζώα, ήτανε με το χώμα. Τη μέρα εκείνη εγώ είχα πάει στη Μαθιά όπως και άλλοι χωριανοί να φέρομε χώμα, λεπίδα το λέγαμε, να το βάνομε στο δώμα να διώχνει το νερό. Τη περιοχή στη Μαθιά τη λέγανε «Στσι Χωματολάκους», εκεί που είναι τώρα οι μύλοι, λίγο πιο πέρα. Είχαμε τότες ένα μουλάρι, είχα πάει έσκαβα το χώμα και το φόρτωνα στο μουλάρι.
Όταν ερχόμουνε στο χωριό, εκούσαμε τ’αεροπλάνα, εκούσαμε και τσι βόμβες και λέω βόμβα θα πέσει στο χωριό. Και έτρεχα να’ρθω να δω τα αποτελέσματα. Μόλις νέδιασα στο υψωματάκι, δε βλέπω σπίτι. Εκακόβαλα αμέσως. Έτρεχα, εστραμπούληξα τα πόδια μου και έφταξα και τι να δω. Σπίτι δεν υπήρχε. Τίποτα σπίτι. Τον πατέρα μου δεν επρόλαβα να τόνε δω σκοτωμένο.
Τον είχανε μαζέψει. Ετρελάθηκα. Τόνε μαζώξανε και τόνε κηδέψαμε κομμάθια. Και μάλιστα το ένα του πόδι το βρήκε ο Τσιρόγαλος που λέγαμε, και το τραβούσανε οι σκύλοι. Το σπίτι τότε είχε ονταδάκι με σοφά και από κάτω είχε δυο κρασοβάρελα και πιθάρια με λάδι. Όπως έπεσε το σπίτι, τα δοκάρια, απάνω στα δοκάρια είχαμε βάλει καλάμια και κεραμίδες. Τα ξύλα αυτά σκορπίσανε πάνω στα βαρέλια και βρέθηκε η μάνα μου από κάτω. Ετραυματίστηκε και τση καρφώσανε ταβλιά στα πόδια. Ύστερα τη βάλανε στη βρύση.
Η βόμβα έπεσε ακριβώς εκεί που΄ναι η πόρτα του σπιτιού μας τώρα. Ήτανε επιφανειακή και έπεσε ακριβώς εκεί που’ναι τώρα η πόρτα που μπαίνομε μέσα στο σπίτι. Ο πατέρας μου ήτανε απάνω στο δώμα κι έφτιαχνε τσι κεραμίδες. Μόλις είδε τα αεροπλάνα που ερχότανε, γιατί με τα αντιαεροπορικά που τοσε βάνανε εκατεβαίνανε τα βλήματα κι ήτανε επικίνδυνα, μόλις τα’δε είπενε λέει αυτός κακορίζικα παιδιά εχαθήκαμε!”
Ήκαμε ύστερα η μητέρα μου στο Πανάνειο Νοσοκομείο φαίνεται αρκετό καιρό. Το ευτύχημα ήτανε ύστερα ότι είχαμε από δω ένα χωριανό κι ήτανε αστυνομικός, Μιχάλης Δετοράκης. Αυτός εφρόντισε για τη μάνα μου. Εφρόντισε για τα πάντα στο Πανάνειο σα να’τανε παιδί της.
Το σκολειό εχάλασε ένα μέρος. Πριν να μπούμε στο σχολειό ήτανε μια αίθουσα μικρή. Αυτή εχάλασε. Το δε υπόλοιπο δεν εχάλασε αλλά έφυγε η σκεπή, ένα μέρος και τα παράθυρα. Ο δάσκαλος ήτανε ο Κατσούλης ο Δημήτριος. Είχε πολλούς μαθητές μέσα.
Τα χρόνια αυτά το σχολειό είχε ογδόντα μαθητές. Τον πατέρα μου τον εξαφάνισε η βόμβα. Ότι βρήκανε το μαζέψανε και τα βάλανε σε ένα πανί. Όταν είδα το πανί και τα κομμάθια του πατέρα μου, επήγα εδώ από τη πίσω μεριά σ’ένα πηγάι να πέσω. Και μ’έπιασε ο θείος μου ο Κορναραντώνης. Κι έχασα τη φωνή μου για πολλές μέρες. Κι επόμεινα βουβός, δεν εμπόρουνα να μιλήσω.
Την ημέρα αυτή επέσανε πολλές βόμβες. Από δω πάνω αρχίξανε και πέσανε πολλές. Δε ξέρει κανείς. Επειδή ήτανε ένα συνεργείο γερμανοί με Ρώσους και κόβγανε ντρυάδες. Εδώ απέναντι από το σπίτι μας. Τα αυτοκίνητα τα γερμανικά είχανε σταματήσει πιο κάτω. Είδανε φαίνεται τα αυτοκίνητα ή επειδή τοσε βάλανε από κάτω από το αεροδρόμιο. Ερίξανε πολλές βόμβες. Και μάλιστα την ημέρα εκείνη εσκοτώθηκε και μια γυναίκα από το Ξυδά στον Ατσιπαρά.
Εσκοτωθήκανε και δυο Ρώσοι που κόβανε ντρυάδες με μια άλλη βόμβα πιο κάτω. Μαζί με τσι Ρώσους εσκοτώθηκε και ένας χωριανός, Ψαράκης Μιχάλης. Ήτανε με τσι Ρώσους, ήτανε ηλικιωμένος και τ’άρεσε να κουβεδιάζει μαζί ντως. Μετά εμείς δεν είχαμε τίποτα. Εμέναμε δίπλα στη Κασταμονίτσα, από κει ήτανε η γιαγιά μου, εκεί μέναμε. Εκεί εμέναμε όλοι. Και μετά που εγύρισε η μάνα μου από το Πανάνειο, εκεί εμέναμε. Που να πάμε ; Ό,τι φορούσαμε αυτό μας έμεινε. Τίποτα δεν επόμεινε. Ούτε ρούχα, ούτε πιάτα, ούτε πιρούνια, τίποτα. Και λέω πως εζήσαμε…”3.
1 Κλεάνθης Βελημπασάκης, Προσκύνημα στις ρίζες, Ηράκλειο 1999.
2 Εμμανουήλ Δετοράκης, εφημερίδα «Πατρίς», Ηράκλειο, 28 Σεπτεμβρίου 1995.
3 Εμμανουήλ Αριστείδη Κορναράκης, μαγνητοφωνημένη συζήτηση, Αμαριανό, 24 Ιουλίου 2008
* Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος