Η ταχύτατη μετάδοση γεγονότων και ειδήσεων, ανέτρεψε παλιές και καθιερωμένες για τόσους αιώνες ανθρώπινες αντιδράσεις και  συμπεριφορές. Ειδικά η τηλεόραση, τις τελευταίες δεκαετίες,  άλλαξε την έννοια της ενημέρωσης όσο κανένα άλλο μέσο ποτέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ετούτος ο πόλεμος, η εισβολή στην πραγματικότητα της  Ρωσίας στα εδάφη της Ουκρανίας.

Οι εικόνες που μας έρχονται συνεχόμενα και το σπουδαιότερο τη στιγμή που  διαδραματίζονται τα γεγονότα, δραματικές και αποκαλυπτικές του ολέθρου, του πόνου, της απώλειας δομών αλλά κυρίως ανθρώπινων  ψυχών, κυρίως νέων στην ηλικία.  Δίπλα σε αυτούς οι δύσμοιρες γυναίκες, ξεσπιτωμένες, με τα παιδιά και λίγα απαραίτητα υπάρχοντα στα χέρια αποχαιρετούν, αν προλάβουν, τους άντρες τους και κατευθύνονται σε παραπλήσιες χώρες, παίρνοντας  τον δρόμο της προσφυγιάς

. Βλέπουμε νεαρά κορίτσια της Ουκρανίας να αποχαιρετούν τον τόπο τους και με δάκρυα στα μάτια να εξιστορούν βιαιότητες πάσης φύσεως από τους εισβολείς.  Άλλες Ουκρανές να βρίσκονται κρυμμένες,  μήνες πια, σε βαθιά υπόγεια πολυκατοικιών και χαλάσματα βομβαρδισμένων κτιρίων, όπως κρύβονταν σε κατακόμβες και σε πολύ μακρινές εποχές οι πρώτοι χριστιανοί, προσπαθώντας τώρα στη μαρτυρική Ουκρανία να περισώσουν ό,τι είναι δυνατόν και κυρίως τη ζωή, την προσωπικότητά τους και τα μικρά τους παιδιά.

Είδαμε και συνεχίζουμε να βλέπουμε τον πόνο των γυναικών σε σύντομες και μαζικές ταφικές εκδηλώσεις σε κήπους σπιτιών, άδεια οικόπεδα  και άλλους πρόχειρους  τόπους, αλλά δεν είδαμε όμως  το θρήνο των Ρωσίδων μανάδων που έχασαν τα δικά τους παιδιά, τουλάχιστον εκείνων που γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους νεκρά και διαμελισμένα μέσα σε φέρετρα από τα πολεμικά μέτωπα, γιατί πολλά απ’ αυτά δεν θα  πραγματοποιήσουν ποτέ  το συγκεκριμένο και τελευταίο τους φυσικά ταξίδι.  Προφανώς για τους γνωστούς λόγους δεν μεταδίδεται τίποτα από την απέραντη χώρα! Άκρα του τάφου σιωπή, εκεί, θυμίζει κάπως τους ‘Ελεύθερους Πολιορκημένους’  του Διονύσιου Σολομού:

 

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει/λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει/…

… Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:/«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

Στις εσχατιές λοιπόν της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, υπάρχει μόνο σιωπή. Κάθε αντίθετη φωνή, απομονώνεται, φυλακίζεται, εξοστρακίζεται. Γυρίζω αναγκαστικά πίσω, πάνω από μισό αιώνα, στην παιδική μου ηλικία στην πόλη των  Τρικάλων και σε κάποια ορεινά χωριά της Πίνδου.

 

 

‘’Ευαγγελίδης Γεώργιος’’. Ο πρώτος στην κατάσταση νεκρός του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Νικ. Σχορετσανίτη*

 

Θυμάμαι τον παππού μου, από τη μεριά του πατέρα μου,  να αναφέρει τα αδέλφια του που χάθηκαν στην μικρασιατική εκστρατεία,  κάποιες ηλικιωμένες γυναικείες μορφές σκαμμένες από τα βάσανα και τον πόνο να μοιρολογούν τις όποιες απώλειες είχαν σε εκείνον τον άτυχο πόλεμο και δεν αντίκρυσαν ποτέ, έναν αιώνα πριν, μέσα στην οικογένειά τους, αλλά περισσότερο απ’ όλα  τη γιαγιά μου από την πλευρά της μάννας μου και τη μάνα μου, φυσικά, οι οποίες   περίμεναν πότε θα γίνει η ετήσια τελετή, μνημόσυνο μάλλον, για να παραστούν σε εκείνη την εκδήλωση και να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, ωσάν να επιτέλεσαν το καθήκον της για το γιό που χάθηκε άδικα στο Λιτόχωρο, στη γνωστή επίθεση που έγινε στο αστυνομικό τμήμα της κωμόπολης της Πιερίας από τους αριστερούς, στις 31 Μαρτίου του 1946, η οποία βέβαια σημάδεψε και την απαρχή του ελληνικού αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου.

Αργότερα βέβαια, συνέβησαν πολλά ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα  τμήματα του πληθυσμού της χώρας μας, στις απόκρημνες και αφιλόξενες οροσειρές της Πίνδου.

Φόνοι ανεξέλεγκτοι, πολλοί αγωνιστές και από τις δυο πλευρές χάθηκαν χωρίς να βρεθούν ποτέ, και που στη συνέχεια οδήγησαν σε πολύχρονους θρήνους γυναικών σε αμφότερα στα στρατόπεδα των εμπολέμων. Οι γυναίκες πίσω, έζησαν μαζί με την ανάμνηση των δικών  τους  χρόνια και ίσως με κάποιο τρόπο ανακουφίζονταν με τα κλάματα, τη θλίψη, το παράπονο  και τα μοιρολόγια! Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα,  έγιναν και γάμοι ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, ένα είδος πολιτικού, ας πούμε, σασμού εκείνης της εποχής, μια λέξη που γνωρίζουμε καλά από την τηλεόραση τον τελευταίο καιρό και σε τούτα τα χώματα.

Είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα ζώντας τόσα χρόνια, έστω στις παρυφές εκείνων των γυναικείων βιωμάτων σε χωριά και πόλεις της μακρινής γενέτειρας περιοχής. Ιστορίες συγκλονιστικές, τραγικές, επώδυνες,  χαραγμένες στη μνήμη μου από τους απεγνωσμένους γυναικείους θρήνους, οι οποίες βέβαια ανάγονται στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική και την ορθόδοξη ειδικότερα  παράδοση, η παρουσία και οδύνη των γυναικών με τα δακρύβρεχτα μάτια  τους είναι γνωστή διαχρονικά. Τα κείμενα που αναφέρονται σε αυτά τα περιστατικά, αφθονούν.

Από αρχαιοτάτων χρόνων, βεβαίως, η ίδια τακτική. Οι γυναίκες στα μετόπισθεν των πολεμικών μετώπων και αναμετρήσεων, ασχολούνταν με το πένθος της απώλειας, τους θρήνους των χαμένων παιδιών ή συζύγων τους, πόνος άδικος και αβάσταχτος, αλλά απερίγραπτα λυτρωτικός. Όμως, στη ρωσική ύπαιθρο, σε  χωριά, και πόλεις, δεν μπορεί να γίνεται διαφορετικά! Και αυτές οι γυναίκες θα θρηνούν τις απώλειες αγαπημένων προσώπων τους. Γιατί ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος σίγουρα αγαπούσε τη χώρα αυτή και τους ανθρώπους της, και τον οποίο ο γράφων γνώρισε κάποια εποχή συζητώντας πολλές ώρες μαζί του, έγραφε κάποτε:

 

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους/τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους/την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει/σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο. Πάντα εκεί

…………………………………….

Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι/κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο/και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο/που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ’ τη στέρηση/μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια/κραυγή στον ύπνο τους/είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

 

* Ο Γιώργος Σχορετσανίτης είναι χειρουργός και διευθυντής του  χειρουργικού τομέα στο ΠΑΓΝΗ