Το έργο του Θουκυδίδη στη διάρκεια των αιώνων έχει σχολιαστεί και μελετηθεί απ’ όλους τους μεγάλους φιλολόγους και δίκαια θεωρείται όχι μόνο μια ευχάριστη στιγμιαία απόλαυση, αλλά αιώνιος θησαυρός «κτήμα ες αεί», όπως ήταν η πρόθεση του συγγραφέα.
Κάθε φορά που ανατρέχουμε στις σελίδες του η σκέψη μας μεταβάλλεται και κατανοούμε διαφορετικά, όχι μόνο τον άνθρωπο και τις δυνάμεις που διαμορφώνουν την ιστορική εξέλιξη, αλλά και την ανθρώπινη φύση, που όπως υποθέτει παραμένει ίδια ή αλλάζει ελάχιστα χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε τις αδιόρατες επιφανειακές μεταβολές. Τα γεγονότα, υποστηρίζουν αρκετοί, είναι πράξεις και αποτελέσματα επιλογών, μόνο που κάθε εποχή και κάθε άνθρωπος τα σημασιοδοτεί διαφορετικά.
Διδάχτηκα το έργο από τον εξαιρετικό καθηγητή Στυλιανό Καψωμένο, το δίδαξα αρκετά χρόνια σε νέα παιδιά, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, συσχετίζοντας το παρόν με το τότε και επιδιώκοντας πάντα να ερεθίσω τον προβληματισμό τους, ώστε να αποκτήσουν μια καθαρότερη θέση του παρόντος και των διεθνών σχέσεων.
Το έργο του όμως πάντα παραμένει ανοιχτό για μένα και με κάθε αφορμή επιστρέφω σ’ αυτό. Μια τέτοια ευχάριστη αφορμή υπήρξε η έκδοση από τον οίκο GUTENBERG της μελέτης «ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ» του W. Robert Connor ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Princeton με πολλούς ακαδημαϊκούς τίτλους σε αρκετά προσεγμένη μετάφραση της Παναγιώτας Δαούτη.
Την επιμέλεια του όλου έργου και έναν εμπνευσμένο πρόλογο είχε ο Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και επιγραφικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Χαρακτηρίζω εμπνευσμένο τον πρόλογο γιατί εντοπίζει με οξυδέρκεια και γνώση τις αρετές μιας πρωτότυπης μελέτης που απασχόλησε τον συγγραφέα πολλά χρόνια.
Φυσικά σήμερα και η αντίληψή μας για την ιστορία και η μεθοδολογία και η τεχνική της γραφής έχουν αλλάξει. Όμως παρά τις αλλαγές το έργο του Θουκυδίδη παραμένει κλασικό, διδάσκεται σε όλο τον κόσμο και προκαλεί τους αναγνώστες του να εντοπίσουν αδυναμίες, αναθεωρήσεις και λανθασμένες εκτιμήσεις. Σωστά παρατηρεί ο συγγραφέας ότι κάθε αναγνώστης «είναι εν μέρει προϊόν του ίδιου του κειμένου». Κάθε λέξη και κάθε φράση ερμηνεύεται διαφορετικά ανάλογα με τη συγκυρία.
Όταν οι Αθηναίοι αποφασίζουν να εξοντώσουν όλους τους Μυτιληναίους ο Διόδοτος επιδιώκοντας να τους πείσει να αλλάξουν γνώμη θα πει ότι οι άνθρωποι συχνά παρανομούν, επειδή τους κατέχει «ελπίς τε και έρως επί παντί», σφοδρή επιθυμία για κάτι και ελπίδα ότι θα επιτύχουν αυτό που ποθούν.
Αντίστοιχα ο έρως αυτός κατέχει όλους τους Αθηναίους νέους, ηλικιωμένους, πλούσιους και φτωχούς για την εκστρατεία στη Σικελία που θα φέρει την καταστροφή και την ανθρώπινη τραγωδία που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη με δραματικό τρόπο.
Διακρίνουμε ότι επαινεί τη δημοκρατία, αλλά φαίνεται ότι προτιμά ένα μικτό πολίτευμα δημοκρατίας και αριστοκρατίας. Πολύ σωστά επισημαίνεται η μεγάλη λογοτεχνική αξία του έργου. Έχει στοιχεία του τραγικού λόγου, της αφηγηματικής δεξιοτεχνίας και της ρητορικής. Υπάρχουν σπέρματα ψυχολογίας, κοινωνιολογίας και υψηλής φιλοσοφικής και ηθικής θεώρησης. Παρουσιάζονται πολλά πρωταγωνιστικά πρόσωπα. Κυρίαρχη είναι η μορφή του Περικλή που μετέβαλε τη δημοκρατία σε αρχή του άριστου ηγέτη, κατείχε ελευθέρως το πλήθος με το τραγικό του τέλος και τη διάψευση των προσδοκιών του.
Ο Θουκυδίδης δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Άδικα εξορίστηκε από την πατρίδα του, αλλά έγραψε το λαμπρότερο ύμνο γι’ αυτήν. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξόριστος κι αυτός μεταφράζει το έργο με πλούσια σχόλια.
Σήμερα που η διεθνής ατμόσφαιρα είναι θολή και η ανθρωπότητα δοκιμάζεται, αξίζει νομίζω να ανατρέξουμε στις σελίδες του Θουκυδίδη και να παρακολουθήσουμε το ανθρώπινο δράμα. Φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα των ίδιων δυνάμεων που οδήγησαν όλο τον ελληνισμό σε μια τραγωδία που συγκλόνισε τον τότε κόσμο. Η λαμπρή ανάγνωση του έργου από τον καθηγητή W. Robert Connor στην τόσο επιμελημένη έκδοση είναι μια καλή αφορμή να ξαναδιαβάσουμε τον μεγάλο ιστορικό, να απολαύσουμε τη λογοτεχνική αξία του έργου, ιδιαίτερα εκείνοι που τον διδάσκουν στα σχολεία μας.