Καθώς συμβαίνουν όλα αυτά που βλέπουμε και ακούμε καθημερινά στη χώρα μας και μάλιστα σε μια εποχή μεγάλων κινδύνων και προβλημάτων, ο κάθε σκεπτόμενος και λογικός άνθρωπος  δεν μπορεί παρά να διερωτάται πού βαδίζει ο τόπος του, η χώρα του. Αναφέρομαι στο άρρωστο πολιτικό κλίμα των ημερών μας, όπου ο ένας πολιτικός στρέφεται κατά του άλλου, το ένα κόμμα κατά του άλλου: πόλεμος πάντων κατά πάντων.

Το μίσος και η ασυνεννοησία, η ανελέητη πολιτική σύγκρουση, τα πολιτικά πάθη (ευτυχώς προς το παρόν μόνο σε επίπεδο προσώπων και κομματικών μηχανισμών) και η αδιαφορία για το «κοινόν των Ελλήνων» δεσπόζουν στην πολιτική ζωή της πατρίδας μας, την ώρα που γύρω μας ο κόσμος βρίσκεται σε αναβρασμό: οι διεκδικήσεις και το πολεμικό κλίμα που διατηρούν οι Τούρκοι στο Αιγαίο, το «Σκοπιανό», οι αλβανικές «διεκδικήσεις» (όλα τά  ‘χει η Μαριορή…), τα οικονομικά προβλήματα, η αστάθεια στον ευρύτερο χώρο της Μ. Ανατολής.

Όλη αυτή η αρρωστημένη κατάσταση έφερε στο νου μου το μεγάλο δάσκαλο της πολιτικής σκέψης, τον Θουκυδίδη. Συγκεκριμένα, η σημερινή κατάσταση στη χώρα μας με τις μηνύσεις και τις προανακριτικές επιτροπές μοιάζει με όσα συνέβησαν στην Κέρκυρα το 427 π. Χ.

Πρόκειται για μια πολιτική αρχικά σύγκρουση μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών, η οποία κατέληξε σε ένα φρικτό εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο ο Θουκυδίδης περιγράφει με ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναλύοντας μάλιστα τα γεγονότα και καταθέτοντας μερικές σκέψεις για την ανθρώπινη φύση παντελώς απαισιόδοξες. Σ’ αυτή την εμφύλια διαμάχη των Κερκυραίων σημαντικός ήταν ο ρόλος που έπαιξαν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, η Αθήνα και η Σπάρτη.

Οι Κερκυραίοι ήταν μοιρασμένοι σε φιλοαθηναίους δημοκρατικούς και σε φιλολακεδαίμονες ολιγαρχικούς. Τα κίνητρά τους ήταν  πολιτικά, ἠταν και προσωπικά: το κάθε κόμμα προσπαθεί να επιτύχει τη συμμαχία με τη μεγάλη δύναμη στην οποία πρόσκειται, θέλει όμως ταυτόχρονα να εξοντώσει και τους αντιπάλους του.

Το σημαντικό είναι ότι το κοινό συμφέρον περιθωριοποιείται, όταν ο φανατισμός και τα πολιτικά  και προσωπικά πάθη τυφλώνουν τους πολιτικούς, οι οποίοι, στη συνέχεια, παρασύρουν και το λαό στη δίνη των πολιτικών συγκρούσεων.

Ας δούμε όμως το κείμενο του Θουκυδίδη: «Ταυτόχρονα, οι άλλοτε αιχμάλωτοι (οι ολιγαρχικοί), έκαμαν καταγγελία εναντίον του Πειθία, που ήταν αυτοδιορισμένος πρόξενος των Αθηναίων κι αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, κατηγορώντας τον ότι θέλει να υποδουλώσει την Κέρκυρα στους Αθηναίους.

Ο Πειθίας αθωώθηκε και με τη σειρά του κατάγγειλε πέντε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πλουσιότερους, κατηγορώντας τους ότι κόβουν στηρίγματα για τα κλήματά τους από τα ιερά άλση του Δία και του Αλκίνοου. Το πρόστιμο που προβλεπόταν από το νόμο για κάθε στήριγμα ήταν ένας στατήρας. Οι πλούσιοι καταδικάστηκαν, κι επειδή το πρόστιμο ήταν πολύ μεγάλο, κάθισαν ικέτες στους ναούς, ζητώντας να πληρώσουν με δόσεις.

Ο Πειθίας όμως, που ήταν επίσης και μέλος της βουλής, την έπεισε να εφαρμόσει το νόμο. Οι πέντε καταδικασμένοι, επειδή και νόμιμες δυνατότητες δεν είχαν και ταυτόχρονα πληροφορούνταν πως ο Πειθίας, όσο ακόμη θα ήταν μέλος της βουλής, θα προσπαθούσε να πείσει τους συμπολίτες του να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Αθηναίους, συνωμότησαν με τους ομοϊδεάτες τους, κι οπλισμένοι με στιλέτα όρμησαν ξαφνικά μέσα στη βουλή και σκότωσαν τον Πειθία κι άλλους, εξήντα περίπου, βουλευτές κι ιδιώτες. Λίγοι από τους ομοϊδεάτες του Πειθία κατόρθωσαν να καταφύγουν στο αθηναϊκό καράβι που βρισκόταν ακόμη στο λιμάνι» (Ιστοριών, βιβλ. Γ΄, κεφ. 70).

Τι λέει το κείμενο; Κατηγορίες της μιας παράταξης εναντίον της άλλης, δίκες και δικαστήρια, ώσπου έφτασαν στις άγριες βιαιοπραγίες. Σκοπός τους η πολιτική επικράτηση, εξαιτίας της οποίας όσοι είχαν την εξουσία εύρισκαν ακόμη και μια μικρή αφορμή, για να «καθίσουν στο σκαμνί» τους πολιτικούς τους αντιπάλους, στερώντας τους και τη νομική δυνατότητα απολογίας.

Μα, μήπως, σ’ ένα βαθμό, αυτό δεν μοιάζει με τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα στη χώρα μας; Μήπως το ένα κόμμα δεν έχει στραφεί με σφοδρότητα εναντίον του άλλου; Μήπως αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία δεν κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι έλαβαν παράνομα μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως οι Κερκυραίοι ολιγαρχικοί που έκοψαν παράνομα στηρίγματα για τα αμπέλια τους από ένα απαγορευμένο τόπο;

Και μήπως οι κατηγορούμενοι δεν ξεκίνησαν μια δικαστική διαδικασία εναντίον των κατηγόρων τους, που, όπως είπαν, «θα φτάσει μέχρι το τέλος», όπως έγινε και στην Κέρκυρα;  Έχουν άραγε ρόλο ξένοι παράγοντες στο στήσιμο αυτού του σκηνικού; Κανείς δεν ξέρει, όπως ήξερε ο Θουκυδίδης για την αρχαία Κέρκυρα. Εκείνο που όλοι ξέρουμε και βιώνουμε είναι ένα κλίμα σύγκρουσης και διχόνοιας στην πολύ δύσκολη συγκυρία.

Η πολιτική σύγκρουση στην Κέρκυρα του 427 π. Χ. οδήγησε στην εμφύλια διαμάχη, διότι εκεί οι ξένες δυνάμεις (Αθηναίοι και Σπαρτιάτες) επεμβαίνουν ανοιχτά υπέρ της μιας ή της άλλης παράταξης. Μια τέτοια κατάσταση σαφώς (και ευτυχώς) δεν υπάρχει σήμερα στην πατρίδα μας. Υπάρχει, όμως, η διχόνοια, υπάρχουν τα πολιτικά μίση, υπάρχουν οι συγκρουσιακές καταστάσεις, που λειτουργούν διαλυτικά για την ενότητα του λαού και την ομοψυχία του.

Ίσως διερωτηθεί κάποιος: Πρέπει, δηλαδή, να μη διερευνηθούν τα σκάνδαλα και να μείνουν ατιμώρητοι οι πολιτικοί που τυχόν πάτησαν τον όρκο τους; Βεβαίως και όχι.

Τα σκάνδαλα πρέπει να διερευνηθούν, αλλά, αφενός, το καθετί πρέπει να γίνεται στην ώρα του και, αφετέρου, οι κατηγορίες που αποδίδονται στους κατηγορούμενους να είναι επαρκέστατα θεμελιωμένες. Ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια, Β,6). έλεγε πως, για να είναι μια πράξη σωστή, πρέπει να γίνεται «όταν πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με αυτούς που πρέπει και για την αιτία που πρέπει και όπως πρέπει» («ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ»).

Από την κυβέρνησή μας εγέρθηκε ένα ζήτημα που σκοντάφτει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στο «όταν πρέπει» και στο «όπως πρέπει», δηλαδή στο χρόνο και στον τρόπο. Στο χρόνο, λόγω όλων των τεράστιων προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζει τούτη την περίοδο η χώρα μας, τα οποία απαιτούν τη σφυρηλάτηση της εθνικής ενότητας, και στον τρόπο, επειδή το κατηγορητήριο στηρίχτηκε σε μάρτυρες για τους οποίους υπάρχουν αμφιβολίες.

Έχει γραφεί πολλές φορές πως ο πλούτος των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων δεν υπάρχει απλώς για να «καμαρώνουμε» γι’ αυτούς και να τους αγνοούμε στη συνέχεια, αλλά για να τους μελετούμε και να διδασκόμαστε από αυτούς που βρίσκονται στη βάση της σκέψης όλων των Ευρωπαίων και αποτελούν τα αρχέτυπά της. Ένας τέτοιος συγγραφέας είναι ο Θουκυδίδης.

Ο Ελ. Βενιζέλος τον μετέφρασε στην κοινή νεοελληνική κι αυτό λέει πολλά. Οι δικοί μας, αντί να τρώγονται σαν τα κοκόρια, ας αναλογιστούν γιατί τάχα ένας Βενιζέλος ασχολήθηκε μαζί του και τι του προσέφερε ίσως αυτή η πολιτική σοφία που άντλησε από τον μεγάλο ιστορικό.

Ίσως αυτό τους βοηθήσει να πράττουν για το «κοινόν»των Ελλήνων και όχι για το κομματικό ή το προσωπικό τους συμφέρον.