Τώρα που άρχισε να χειμωνιάζει και μίκρυναν οι μέρες και μεγάλωσαν οι νύχτες, και έξω κάνει κρύο, κλείνομαι περισσότερο μέσα στο σπίτι. Και αρχίζω να σκέφτομαι. Θυμάμαι τον κύριο Κοσμά, τύπο μελαγχολικό και νευρικό. Ήταν τότε ογδόντα χρονών.

Θεωρούσε τον εαυτό του πολύ γέρο και, όταν η κουβέντα το έφερνε, συνήθιζε να λέει ότι ο Θεός το αποφάσισε και του καθυστερούσε την αποχώρηση από τον κόσμο αυτόν.

Είχε ένα και μοναδικό παιδί. Ήταν τότε αγόρι δεκαοχτώ ετών. Ντίνο τον λέγανε. Τελείωνε το λύκειο. Στο κουτσομπολιό κυκλοφορούσε η πληροφορία ότι ήταν υιοθετημένος.

Ο Ντίνος γυναικόφερνε και στον τόνο της φωνής του και στα λόγια του, στην ομιλία του γενικά, και στις κινήσεις του σώματός του και στις χειρονομίες του και στον τρόπο που περπατούσε… Και ο κύριος Κοσμάς το είχε καημό μεγάλο.

Από την άλλη ο Ντίνος είχε ωραίο πρόσωπο, ωραία ξανθά μαλλιά – είχε και πυκνά γένια που τα ξύριζε συχνά – μεγάλα γαλανά μάτια, ωραίο παράστημα, ήταν ευθυτενής… Ήταν ένα ωραίο παλικάρι. Είχε και ωραία φωνή (κάπως γυναικεία), όταν τραγουδούσε.

Ήταν πολλά τα χαρίσματά του. Είχε όμως το κουσούρι της θηλυπρέπειας. Και αυτό στενοχωρούσε πολύ τον πατέρα του. Το θεωρούσε προσβολή. Και μάλωνε τον γιο του συχνά. Και αυστηρά. «Μη μιλάς, μη φέρεσαι σαν γυναίκα!» του έκανε συνεχώς την παρατήρηση, και μάλιστα μπροστά σε ξένους. Και αυτό πρόσβαλλε και στενοχωρούσε τον Ντίνο.

Μια φορά που περνούσαμε – εγώ, ο Ντίνος και ο πατέρας του – από κάπου που είχε κόσμο και γινόταν θόρυβος πολύς, άκουσα τον Ντίνο να λέει.

– Καλέ, τι φασαρία είναι αυτή!

Και ο πατέρας του θύμωσε. Και οργισμένος τον διόρθωσε.

– Θα λες «Ρε, τι φασαρία είναι αυτή!». Όχι «Καλέ, τι φασαρία είναι αυτή!» Άκουσες;

Ντράπηκε ο Ντίνος που του έκανε την παρατήρηση μπροστά μου. Στενοχωρήθηκα κι εγώ.

Ο πατέρας του μάλωνε και με την γυναίκα του, την κυρία Ευγενία, που κατά κάποιο τρόπο την θεωρούσε υπεύθυνη για το κουσούρι του γιου τους. Διότι ο Ντίνος ευαίσθητος και πρόθυμος να βοηθήσει την μαμά του, που, ηλικιωμένη, την έβλεπε να κουράζεται με τις δουλειές του σπιτιού, έσπευδε κάποιες φορές να την βοηθήσει.

Φορούσε λοιπόν ποδιά (δεν ντρεπόταν) και ξεσκόνιζε, έστρωνε το κρεβάτι του, έπλυνε κανένα ποτήρι… Και απολάμβανε τις ευχές της μαμάς του που την ξεκούραζε.

Ο πατέρας του μια φορά, που γυρνώντας ξαφνικά στο σπίτι τσάκωσε τον γιο του ντυμένο με ποδιά να κάνει κάτι τέτοιο, οργίστηκε. Τράβηξε με δύναμη την ποδιά από την μέση του Ντίνου, έσπασε τα κορδόνια της και προσπαθούσε να την σκίσει. Και φώναζε στην γυναίκα του.

– Άλλη φορά τέτοια ρεζιλίκια δεν θα τα ανεχθώ μέσα στο σπίτι. Εσύ, μ’ αυτά τα φερσίματά σου, έκανες το γιο σου γυναίκα αντί για άντρα. Ποδιά, μωρέ, πήγες να μου τον φορέσεις, για να σε βοηθήσει; Πλυντήριο πιάτων έχουμε! Γιατί μου τον έβαλες, με ποδιά, να πλύνει πιάτα;

– Καλέ, μόνος του, το φλιτζάνι σου με το πιατάκι του καφέ που ήπιες το πρωί ήθελε να πλύνει… Να μην είναι στον νεροχύτη… Για ένα φλιτζανάκι πλυντήριο θα έβαζα;

– Δικαιολογίες δεν θέλω! Και εσύ! είπε απευθυνόμενος στον γιο του, παντελόνια, ρε, θα φοράς… Όχι ποδιές! Και θα βρίζεις σαν άντρας. Άντρας είσαι, ρε. Όχι γυναίκα. Και οι δουλειές του σπιτιού είναι για τις γυναίκες. Κατάλαβέ το.

Έκλαιγαν και οι δύο, η Ευγενία και ο Ντίνος, που άκουγαν τον πατέρα να τους μαλώνει τόσο άγρια. Έτσι φερόταν ο κύριος Κοσμάς μέσα στο σπίτι του, κυρίως εξαιτίας του γιου του. Και δεν ήθελε να πάει σε έναν ειδικό, να ακούσει την γνώμη του, να πάρει την συμβουλή του. Γιατί, λέει, ντρεπότανε.