Το χωριό Αγία Παρασκευή ανήκει διοικητικά στον Δήμο Μινώα Πεδιάδας.
Είναι ένα από τα μικρά και όμορφα χωριά της Κρήτης, χτισμένο στους πρόποδες των Λασιθιώτικων βουνών. Τα σπίτια πέτρινα και λιτά, σε αρμονία με το περιβάλλον και τη σκληρή ζωή των κατοίκων του.
Στην Αγία Παρασκευή γεννήθηκε το 1912 ο Στυλιανός Φραγκιαδουλάκης, παιδί του Γεωργίου και της Μαρίας Φραγκιαδουλάκη. Αδέλφια του ήταν ο Αριστείδης και ο Γιάννης.
Ο Στυλιανός σε ηλικία 28 ετών, επιστρατεύτηκε και πήρε μέρος με την Πέμπτη Μεραρχία Κρητών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41. Στο μέτωπο και ο αδερφός του Αριστείδης.
Σήμερα είναι 108 ετών, o τελευταίος Έλληνας μαχητής του πολέμου με τους Ιταλούς.
Πριν από δεκαοκτώ (18) χρόνια, τον Ιούνιο του 2002, αφηγήθηκε για τον πόλεμο, τους Ιταλούς και τους ήρωες χωριανούς του τα παρακάτω:
«… με την επιστράτευση εφύγαμε από το χωριό και συγκεντρωθήκαμε στσι Αγιές Παρασκιές. Εκεί εντυθήκαμε στα στρατιωτικά κι εφύγαμε για τα Χανιά. Από τα Χανιά εμπήκαμε στα πλοία κι εφτάσαμε στην Αθήνα. Από την Αθήνα προπατάρηδες επήγαμε μέχρι την Αλβανία. Ένα μήνα επροπατούσαμε για να φτάξομε. Τη νύχτα.
Την ημέρα ήτανε τα ιταλικά αεροπλάνα και εκρυβόμαστε. Μόλις εξημέρωνε, όπου εβρίσκαμε τόπο εκοιμούματε, κάνα δυο ώρες, που να κοιμηθούμε με το κρύο. Μόλις βραδιάσει πάλι να συνεχίσομε. Εγώ ήμουνα στο λόχο του πυροβολικού. Μου χρεώσανε ένα μουλάρι και εκουβαλούσα όλη μέρα πυρομαχικά στα πυροβόλα μας. Τη δουλειά αυτή έκανα τρεις μήνες συνέχεια.
Εφόρτωνα το μουλάρι, επήγαινα στα πυροβόλα και ξεφορτώναμε τις οβίδες και ξανά πάλι πίσω την ίδια δουλειά, μέρα νύχτα. Τρεις μήνες συνέχεια. Στις διαδρομές που έκανα πολλές φορές έβλεπα σκοτωμένους ιταλούς στην άκρα του δρόμου. Τη νύχτα εμαζευόμαστε μερικοί και τσι θάβαμε.
Μια μέρα ένα αεροπλάνο Ιταλικό μας έριξε βόμβες εκεί που είχαμε τα τσαντίρια μας. Άκουσα ένα σφύριγμα και έπεσε μια βόμβα δίπλα στη σκηνή μου. Ήτανε ζήτημα να έπεσε δέκα μέτρα μακριά. Ίσα ίσα που πρόλαβα και έπεσα χάμω. Τα βλήματα επήρανε τη σκηνή και την κάνανε κουρέλια.
Νερό δεν είχαμε. Άμα θέλαμε να πιούμε νερό και μεις και τα μουλάρια, εβγάναμε ένα λάκκο και περιμέναμε να μαζώξει νερό. Επίναμε πρώτα εμείς και ύστερα εσιμώναμε τα μουλάρια να πιούνε. Εγώ έφταξα μέχρι ένα χωριό που λέγεται Ψάρι. Από το Ψάρι και μέσα δεν επήγε το πυροβολικό μας. Τα υψώματα μπροστά τα είχε πιάσει το πεζικό. Οι Ιταλοί είχανε οχυρωθεί στο Τεπελένι και δεν εμπορούσαμε να τσι βγάλομε από κει.
Το πιο μεγάλο κακό που εσυνάντησα στον πόλεμο ήτανε οι ψείρες. Ούτε ο πόλεμος μας φόβισε τσι Έλληνες, ούτε οι κακουχίες, η πείνα, το κρύο, ούτε οι Ιταλοί, ούτε τίποτα δε μας ένοιαξε. Μόνο οι ψείρες. Χιλιάδες ψείρες ήτανε απάνω μας.
Τα ίδια παθαίνανε και οι Ιταλοί. Όταν τσι πιάναμε αιχμαλώτους, είχανε κι αυτοί το ίδιο βάσανο.
Όταν έσπασε το μέτωπο εγυρίσαμε όλοι μαζί πίσω. Επεράσαμε ένα μεγάλο ποταμό, τον Αώο. Γέφυρα δεν είχε. Την είχανε χαλάσει οι Ιταλοί. Εμείς εφτιάξαμε μια γέφυρα με βάρκες και πέρασε ο Ελληνικός στρατός. Εφτάξαμε στο Αγρίνιο. Εβρήκαμε μια αποθήκη του στρατού και είχε κουβέρτες. Πήραμε κουβέρτες, μια ο καθένας, και συνεχίσαμε στην Πελοπόννησο, στο Ναύπλιο.
Μέχρι το Ναύπλιο εκατέβασα και το μουλάρι που είχα στο μέτωπο. Στο Ναύπλιο μου το κλέψανε. Από το Ναύπλιο επήγαμε στην Αθήνα. Στην Αθήνα εκάναμε ένα μήνα. Οι Γερμανοί δε μας επιτρέπανε να κατεβούμε στην Κρήτη. Λαθραία εμείς εβρίσκαμε καΐκια και φεύγαμε.
Εγώ, ο αδερφός μου ο Αριστείδης και τρεις από την Κασταμονίτσα, ο Σταματογιώργης, ένας Ψαράκης Γιάννης και ένας Καλαϊτζάκης, εμπήκαμε σε ένα καΐκι και μας κατέβασε μετά από πολλές δυσκολίες στη Σητεία. Από τη Σητεία με τα πόδια εγυρίσαμε πίσω στα χωριά μας. Οι Γερμανοί είχανε καταλάβει την Κρήτη. Πρέπει να ήτανε αρχές του Ιούνη του 1941.
Από τσι χωριανούς που επήγαμε στην Αλβανία δεν εγυρίσανε τέσσερις. Ο Βαγγέλης, ο Χουρδάκης ο Μανόλης και δυο Χουλάκηδες.
Ο χωριανός μου ο Χουρδάκης ο Μανόλης ετραυματίστηκε και έμεινε μια μέρα σε ένα χαντάκι. Δεν τον επήρανε αμέσως. Όταν τον επήγανε στο νοσοκομείο ήτανε αργά. Είχε χυθεί όλο του το αίμα…»ª.
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, η Αγία Παρασκευή θρήνησε τέσσερα παλικάρια. Τον Βαγγέλη Καινουριάκη, τον Γεώργιο Χουλάκη, τον Μανόλη Χουρδάκη και τον Κωστή Χουλάκη.
Καινουριάκης Βαγγέλης τ. Παύλου. Μετά την κατάρρευση του μετώπου της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1941, οι στρατιώτες της Κρήτης πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Από τα βουνά της Αλβανίας, όχι με το κεφάλι σκυφτό, αλλά με υπερηφάνεια ότι έπραξαν το καθήκον τους, κατευθύνθηκαν οι περισσότεροι στην Αθήνα. Από τον Πειραιά, όσοι βρήκαν πλοιάριο τράβηξαν για την Κρήτη.
Ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών μας πέρασε στην Πελοπόννησο. Όλοι έψαχναν μέσον να περάσουν στον τόπο τους, στην αγαπημένη τους Κρήτη. Αλίμονο όμως, οι Γερμανοί καραδοκούσαν.
Όργωναν με τα υποβρύχια και τα καράβια τους το Αιγαίο Πέλαγος.
Ο Καινουριάκης Βαγγέλης του Παύλου μπήκε μαζί με άλλους σε ένα καΐκι.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος, με προορισμό τον νομό Χανίων, ένα γερμανικό σκάφος το βύθισε παρασύροντας τους επιβαίνοντες στον βυθό. Ήταν αρχές του Μάη του 1941.
Χουλάκης Γεώργιος τ. Μιχαήλ. Στρατιώτης του 43ου Συντάγματος Πεζικού. Έπεσε στο ύψωμα 1116 βορειοανατολικά της Κλεισούρας, στις 13 Φεβρουαρίου 1941.
Στο χωριό του την Αγία Παρασκευή, λένε ότι ο Γιώργης ήταν ένας νέος χωρίς φόβο.
Πρώτος στο σημάδι, ριψοκίνδυνος, με γενναία ψυχή.
Αυτή η παλικαριά, ήταν και η αιτία του θανάτου του. Δεν φυλαγόταν.
Τι να φοβηθεί, έλεγε στους συντρόφους του. Τους Ιταλούς που το βάζανε στα πόδια;
Χουρδάκης Μανόλης τ. Ιωάννου. Ένας ακόμη ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Τραυματίστηκε από βόμβα ιταλικού αεροπλάνου στις 3 Μαρτίου 1941.
Τα βλήματα της βόμβας του έκοψαν και τα δυο πόδια.
Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ιωαννίνων και στις 5 Μαρτίου πέθανε.
Ο συγχωριανός και συμπολεμιστής του στην Αλβανία Φραγκιαδουλάκης Στέλιος μαρτυρεί πως καθυστέρησαν να πάρουν τον τραυματία Μανόλη. Είχε μείνει μια ολόκληρη μέρα χτυπημένος σε ένα όρυγμα.
Χτυπήθηκε πρωί και μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν τη νύχτα.
Ο αδερφός του Μανόλη, Χουρδάκης Γιώργης, λέει για τον αδερφό του: «…είπανε του πατέρα μας ότι ο Μανόλης μας επέθανε στα Ιωάννινα και τον έχουνε θάψει στο νεκροταφείο της πόλης.
Κάποια μέρα θα πάμε να τόνε φέρομε εδώ στο χωριό. Άλλοι στρατιώτες που πολεμούσαν μαζί με τον Μανόλη, μας είπανε πως μια μέρα σε μια μάχη, Ιταλοί είχανε οχυρωθεί σε ένα σπίτι.
Οι δικοί μας δεν μπορούσαν να τσι βγάλουν από μέσα. Εδέθηκε ο αδερφός μου με ένα σκοινί και κατέβηκε από τον ανηφορά με το αυτόματο. Μόλις επάτησε τα πόδια του κάτω έριξε μια ριπή και σκότωσε μερικούς και οι υπόλοιποι Ιταλοί παραδοθήκανε. Αυτός ήτανε ο αδερφός μου ο Χουρδάκης ο Μανόλης…ª».
Χουλάκης Κωνσταντίνος τ. Νικολάου. Ο Χουλάκης Κωστής πήρε μέρος σε όλες τις μάχες που έδωσε η πέμπτη Μεραρχία Κρητών στην Αλβανία. Ακολούθησε η οπισθοχώρηση και βρέθηκε στην Πελοπόννησο να αναζητά σκάφος για να κατεβεί στην Κρήτη. Τελικά ο Κωστής κατέληξε, άγνωστο πώς, να μπει με άλλους στρατιώτες μας μαζί σε ένα καΐκι το οποίο μετέφερε στην Κρήτη και πάνοπλους Γερμανούς.
Το καΐκι συναντήθηκε με ένα ελληνικό υποβρύχιο, το οποίο το σταμάτησε για έλεγχο. Οι Γερμανοί άρχισαν να ρίχνουν με τα όπλα τους στο υποβρύχιο και ο καπετάνιος του υποβρυχίου, μη γνωρίζοντας ότι το καΐκι μεταφέρει και Έλληνες στρατιώτες, το βούλιαξε. Έτσι χάθηκε ο Κωστής Χουλάκης.
Ο αδερφικός φίλος του, Χουρδάκης Μανόλης του Γεωργίου, που διέσωσε και τη μοναδική φωτογραφία που εικονίζεται ο Κωστής, αφηγείται:
«…ο Κωστής ήταν άτυχος. Πριν επιβιβαστεί στο καΐκι που τελικά βούλιαξε και τον παρέσυρε στον βυθό, είχε μπει σε ένα άλλο καΐκι.
Όμως είχε ξεχάσει τη χλαίνη του σε σπίτι γειτονικό του λιμανιού και πηγαίνοντας να την πάρει αναχώρησε ο καπετάνιος του καϊκιού. Δεν τον περίμενε. Έτσι μπήκε στο επόμενο που βρήκε για να τον συναντήσει ο Χάρος…».
Ο καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης και τραυματίας του Μικρασιατικού μετώπου +Μιχαήλ Εμμανουήλ Παπαδάκης ή Χουρδάκης, από το χωριό Αγία Παρασκευή, σε χειρόγραφο σημείωμά του χωρίς ημερομηνία, γράφει:
«28 Οκτωβρίου 1940. Ευρίσκομαι εν Καστελλίω και εν τω γραφείω του Γυμνασίου έτοιμος ίνα εισέλθω εις την τάξιν ότι φθάσας ο Επιστάτης του Γυμνασίου ανήγγειλεν ότι αυτήν την στιγμήν το ραδιόφωνον είπε ότι η Ιταλία εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ελλάδος και ήδη τα Ιταλικά στρατεύματα εισέβαλον εις τα Ελληνικά εδάφη και διεξάγεται φοβερός αγών επί του Ελληνικού εδάφους μετά των Ελλήνων Ακριτών.
Συγχρόνως εκπέμπεται ραδιοφωνικώς Διάγγελμα του Βασιλέως Γεωργίου καθώς και του τότε Κυβερνήτου Ιωάννου Μεταξά καταγγέλοντες την άδικον επίθεσιν των Ιταλών κατά της μικράς Ελλάδος και συγχρόνως επιστράτευσιν 11 ηλικιών.
Εντός δυώρου ειδοποιήθησαν άπαντες οι επίστρατοι και την επομένην 29 Οκτωβρίου 1940 είχον παρουσιασθή άπαντες εις το Κέντρον Επιστρατεύσεως εν Πεζά Πεδιάδος.
Οι κάτοικοι του χωρίου μου Αγία Παρασκευή Πεδιάδος με ενθουσιασμόν απερίγραπτον εδέχθησαν την επιστράτευσιν και άπαντες έσπευσαν οι στρατευόμενοι χωρίς ουδείς να λιποτακτήση αλλά εγκαταλείψαντες τας οικογενείας των, τας εργασίας των έσπευδον να καταταγώσι ίνα τιμωρήσωσι τον άδικον εισβολέα όστις ξαφνικά και κατά τα εξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 εντός τριώρου προθεσμίας εζήτησε την παράδοσιν της Ελλάδος χωρίς λόγον, χωρίς καμμία αιτία διότι κατά την γνώμην του έπρεπε να μη υπάρχει Ελλάς διότι δεν είχε το δικαίωμα α ζη καθ’ότι μικρά.
Ο τότε Κυβερνήτης Ι. Μεταξάς και η Α. Μ. ο Βασιλεύς του απήντησαν με το Μολών Λαβέ ως άλλοτε Λεωνίδας.
Και τα στρατεύματα τα Ελληνικά με ηρωισμούς και αυτοθυσίαν επολέμησαν εις την Αλβανίαν και νικηφόρον περιήγαγον την Ελληνικήν σημαίαν εις τα Αλβανικά όρη και κατέφεραν μεγάλας απωλείας εις τον εχθρόν.
Τόσον ενθουσιωδώς οι κάτοικοι του χωρίου εδέχθησαν την Επιστράτευσιν ώστε αμέσως έσπευδον και οι μη στρατευθέντες κάτι να προσφέρουν εις τον στρατόν. Παν όπλον το οποίον είχον προσέφερον εις τους κατά τόπους Αστυνομικούς Σταθμούς Καστελλίου-Γερακίου-Αρκαλοχωρίου.
Προσέφερον περί τα 18 κλινοσκεπάσματα άτινα τα κορίτσια του χωριού έκαστον με τον εργάτην του, με τας οικονομίας του είχε υφάνει, ευχαρίστως το προσέφερε. Κατά την διάρκειαν του Ελληνικού αγώνος εν Αλβανία δεν έπαυσαν να πλέκουν πουλόβερ, χειρόδια, φανέλλες, κασκόλ κτλ. είδη ρουχισμού άτινα καταλλήλως συσκευαζόμενα απεστέλλοντο ταχ/κώς εις τους ακρίτας μας καθώς και άλλα είδη, τσιγάρα, μανδηλάκια, σουγιαδάκια, γλυκά κλπ.
Εις τον αγώνα αυτόν της Αλβανίας έλαβον μέρος η εύελπις νεότης του χωρίου μας. 1) Λοχίας Χουρδάκης Δημήτριος του Μιχ. 2) Στυλιανός Γεωργ. Φραγκιαδουλάκης στρατ. 3) στρατ. Φραγκιαδουλάκης Αριστείδης του Γεωργίου 4) στρατ. Εμμαν. Γ. Στεφανάκης 5) Ζαχαρίας Εμμαν. Χουλάκης στρατ. 6) Γεώργιος Νικ. Χουρδάκης Δεκανεύς 7) Γεώργιος Μιχ. Χουλάκης στρατ. κλάσ. 1938 όστις γενναίως μαχόμενος εφονεύθη κατά την 13ην Φεβρουαρίου 1941 εις τα βουνά της Αλβανίας υπηρετών εις τον 5ον Λόχον του 43ου Συντ/τος Πεζικού 8) στρατ. Εμμαν. Ιωάν. Χουρδάκης κλάσ. 935, υπηρετών εις τον 2ον Λόχον του 43ου Συντ/τος Πεζικού εφονεύθη την 3η Μαρτίου 1941 βληθείς υπό βόμβας εχθρικού αεροπλάνου και ενταφιασθείς εις το Ελληνικόν Νεκροταφείον του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων την 5ην Μαρτίου 1941 9) Κωνσταντίνος Νικ. Χουλάκης στρατιώτης εξαφανισθείς κατά τινας πληροφορίας πνιγείς εις την θάλασσαν κατά τον Νοέμβριον 1941 επιβιβασθείς ιστιοφόρου εξ Αθηνών δια Κρήτην και 10) Ευάγγελος Βουρλιδάκης ή Καινουργιάκης στρατ. υποστάς την αυτήν τύχην ήν και ο Κωνστ. Ν. Χουλάκης, άπαντες οι λοιποί επανήλθον εις τας εστίας των ύστερα από πολλάς κακουχίας και βάσανα.
Κατά την διάρκειαν των Αλβανικών αγώνων άπαντες επολέμησαν με αυτοθυσίαν και ηρωισμόν μέχρι της καταλήψεως της Ελλάδος υπό του κακού δαιμόνος της αμαρτίας Χίτλερ.
Λύπη και πένθος επικράτησε εις το χωρίον ότε επληροφορήθησαν ότι το Αλβανικόν Μέτωπον έπεσε και οι Ακρίται ήδη ευρίσκοντο αιχμάλωτοι και ο πόλεμος πλέον περιορίζετο εις Κρήτην. Άπαντες ήσαν έτοιμοι να αγωνισθώσι κατά των Ούννων και κατά την 18η Μαΐου 1941 τα εχθρικά αεροπλάνα εβομβάρδιζον ανηλεώς τα αεροδρόμια Κρήτης χωρίς αποτέλεσμα.
Τέλος αρχίζουν τον βομβαρδισμόν των χωρίων, βομβαρδίζοντες τα χωριά Καστέλλι, Γεράκι, Παναγιά, Αρκαλοχώρι και τέλος ρίπτουν αλεξιπτωτιστάς εις Ηράκλειον. Όλος ο κόσμος έτρεξε κατά των αλεξιπτωτιστών και οι παραμείναντες συνέλεγον τρόφιμα και φυσίγγια και τα έστελνον εις τους πολεμιστάς. Ο αγών υπήρξε σκληρός.
Ο εχθρός μαίνεται κυριολεκτικώς μη δυνάμενος να κατορθώση τίποτε παρά απωλείας συσσωρεύων, ύστερα από τόσες δυνάμεις. Τέλος όμως κατά την 29η Μαΐου 1941 ο εχθρός επιβλήθη και εγένετο η παράδοσις της Κρήτης υπό του Στρατηγού Λιναρδάκη παραμένοντος τότε μετά του επιτελείου του εις Αρχάναις. Εις τον πόλεμον αυτόν έλαβε ενεργόν μέρος ο ομοχώριός μας Εμμανουήλ Αντ. Χουρδάκης στρατιώτης, κλάσεως 1940 β.
Μετά την κατοχήν και την εγκατάστασιν τούτων εν Καστελλίω προς επιδιόρθωσιν του αεροδρομίου απήτησαν την παράδοσιν των πολεμικών όπλων επί απειλή θανάτου, ουδείς όμως των κατοίκων του χωρίου υπήκουσε εις την Διαταγήν των.
Αμέσως μετά την εγκατάστασί των εν Καστελλίω διέταξαν τους Προέδρους των Κοινοτήτων να αποστέλλουν ωρισμένον αριθμόν εργατών εις το αεροδρόμιον και ανάλογον αριθμόν ζώων, κατά την εποχήν δε της συλλογής του ελαιοκάρπου και ωρισμένον αριθμόν γυναικών. Το χωρίο μας ηναγκάζετο να πέμπη καθ’εκάστην 15-17 εργάτας και επτά όνους ή ημιόνους και εξ 6 γυναίκας δια την συλλογήν ελαιοκάρπου και δια την οδοποιίαν.
Η αγγαρεία αύτη εδιπλασιάσθη ότε κατά την… μία πυροβολαρχία ήλθε και εγκατεστάθη προς φύλαξιν του αεροδρομίου αποτελουμένη από 250-300 στρατιώτας με Όρχον αυτοκινήτων και είχον τρεις καταυλισμούς ένα εις το Δυτικό μέρος του χωρίου, Καμπολάκους, εις απόστασιν 500 μέτρων όπου η έδρα της Πυροβολαρχίας και τέσσερα κανόνια και εξ 6 ταχυβόλα με προβολείς κλπ. ακουστικά.
Δια συρματοπλεγμάτων περιέβαλον χώρον άνω των 150 στρεμμάτων καταστρέψαντες παν ότι ευρίσκετο εντός του χώρου τούτου, ελαιόδενδρα σπαρτά, οπωροφόρα δένδρα κλπ. Ο δεύτερος καταυλισμός ευρίσκετο εις το Δυτικό μέρος εις απόστασιν 150 μέτρων και εις θέσιν Χάκκο όπου ήτο ο Όρχος αυτοκινήτων και η Επιμελητεία της Πυροβολαρχίας.
Δια συρματοπλέγματος περιέβαλον χώρον περί τα 20 στρέμματα εγκαταστήσαντες εκεί μόνιμον καταυλισμόν. Τρίτος καταυλισμός εντός του χωρίου Αγίας Παρασκευής όπου τα μαγειρεία, υποδηματ. φαρμακεία κλπ. επιτάξαντες τα καλύτερα σπίτια. 1) Εμμαν. Γεωργίου Χουρδάκη 2) Εμμαν. Ι. Χατζάκη 3) Νικολάου Εμ. Χουρδάκη 4) Γεωργίου Ελ. Χουρδάκη 5) Στυλιανού Ν. Παπαδάκη ή Κοκκολάκη
6) Εμμανουήλ Γ. Στεφανάκη 7) Καφενείον Εμ. Παζουράκη όπερ εχρησιμοποιήουν δια αποθήκην πυρομαχικών 8) οικίαν Γεωργίου Ν. Χουρδάκη.
Από την εγκατάστασίν των εν τω χωρίω η αγγαρεία εις ανθρώπους και ζώα επολλαπλασιάσθη. Η ύδρευσις των καταυλισμών και των τριών εγένετο από το μοναδικό φρέαρ του χωρίου Αγία Παρασκευή καθώς και η ύδρευσις των κατοίκων Λιλιανού διότι το φρέαρ του χωρίου είχε εγκλεισθή εις τα συρματοπλέγματα του αεροδρομίου».
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού