Τότε, δεν το ήξερε. Δεν μπορούσε να το ξέρει. Και ούτε το έμαθε ποτέ. Κανείς δεν του το είπε…
Στο χωριό. Έξω από τα Χανιά. Χρόνια, που η αστυφιλία είχε ρημάξει πια και όλα σχεδόν τα χωριά της Κρήτης και είχε ξεχειλίσει όλες τις μεγαλουπόλεις της Ελλάδας, ιδίως την Αθήνα.

Ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά. Πολύπειροι, αλλά ενεργοί μαχητές της ζωής. Που, παρά τα 80 τους χρόνια, ξανάνιωναν, οσάκις ερχόντουσαν από το μακρινό Κάστρο τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Που γιγάντευαν στα μάτια των εγγονών και αποχτούσαν υπερφυσικές δυνάμεις και απίστευτες γνώσεις. Για καθετί, κάθε ανθυποστιγμή, κάθε μέρα…

Η αυλή. Πλημμύριζε παιδικές φωνές. Κάθε καλοκαίρι. Αλλά και τζιτζίκια.
Τζίτζικες. Τραγουδιστές. Της λευτεριάς και της ανεμελιάς. Τα παιδιά, όμως, τρέχουν. Χάριν παιδιάς. Να τους σκλαβώσουν, να κόψουν το τραγούδι τους στη μέση.

Και ιδού, να ‘τος! Ένας τζίτζικας. Δε διέφερε φαινομενικά απ’ τους άλλους. Αργά το απόγεμα, προς το σούρουπο. Είχε απομείνει μόνος του να πετά πέρα – δώθε και ν’ άδει.

Τελευταία ημέρα τ’ Αυγούστου έδειχνε άψυχο το ημερολόγιο. Την επομένη, πρωτομηνιά του Σεπτέμβρη και νωρίς το πρωί, τα παιδιά με τους γονείς θα έφευγαν στην πόλη. Με τον πόνο του αποχαιρετισμού μέσα τους ήδη δυνατό. Ας όψονται τα σχολειά που θ’ άνοιγαν πάλι! Μετά την ψυχοσωματική ξεκούραση των καλοκαιρινών διακοπών…

Τελευταίο ηλιοβασίλεμα τ’ Αυγούστου. Ο τζίτζικας, λοιπόν, σε μια γωνιά, τραγουδούσε αμέριμνος. Στη γεμάτη με αγάπη αυλή του παππού και της γιαγιάς.
Ώσπου ένα παιδικό, αγορίσιο ζευγάρι μάτια τον εντόπισε. Και γρήγορα, ένα αγορίσιο χέρι τον γράπωσε. Και του διέκοψε το τραγούδι ατελείωτο και του φυλάκισε τη διάθεση να ξαναπετά ελεύθερος έκτοτε…

Εκείνος ο τζίτζικας. Τότε, δεν το ήξερε. Δεν μπορούσε να το ξέρει. Και ούτε το έμαθε ποτέ. Κανείς δεν του το είπε…

Ότι ήταν μοιροπλεγμένο του νάναι ο τελευταίος τζίτζικας, που είχε τραγουδήσει για τον παππού και τη γιαγιά στο χωριό, γιατί από τους επόμενους μήνες ο μεν παππούς, με την από χρόνια μονόχειρα μαστοριά του, θα φρόντιζε τον κήπο του Αγίου Πέτρου, η δε γιαγιά θα ετοίμαζε γλυκίσματα και φαγιά με την ξεχωριστή της παιδιόθεν τέχνη για τ’ αγγελούδια τ’ Ουρανού, προσευχόμενοι κι οι δύο στοργικά υπέρ των παιδέγγονών τους στον Κύριο και νυχθημερόν…