Το σημερινό μου κείμενο αποτελεί αναφορά σε έναν σταθμό της τοπικής ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (για να σπάσει η μονοτονία της επικαιρότητας – των Σκοπίων, της Μέρκελ, των ΑΝΕΛ κ.λπ.). Μια αναφορά στην άφιξη στον Τσούτσουρο του μεγάλου συμμαχικού υποβρυχίου, που με χίλιους κινδύνους απ’ τη φοβερή θαλασσοταραχή στις 14/1/1942 έφερε όπλα πολλά για να εξοπλιστούν οι αντάρτες, δύο Βρετανούς λοχαγούς, ένα Βρετανό ασυρματιστή και τέσσερεις Έλληνες κατασκόπους.

Τα όπλα ξεφορτώθηκαν στη μεγάλη σπηλιά, 500 μέτρα δυτικά της πηγής του Τσουτσούρου από αυτόκλητους, δυστυχώς, βοηθούς που έτυχε να είναι κοντά, με αμοιβή ένα τουφέκι και πολλά φυσίγγια.  Τις επόμενες μέρες οι Γερμανοί έμαθαν την άφιξη των όπλων, καθώς και τη μεταφορά τους στις κρυψώνες απ’ όπου θα έφευγαν για τους αντάρτες. Από εδώ ξεκίνησε η εξάρθρωση της οργάνωσης του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου «Κρητική Εθνική Επαναστατική Επιτροπή» (ΚΕΕΕ), που συντελέστηκε με πολλά μαρτύρια και αίμα.

Όσοι μελετούμε αυτή την περίοδο και τη δράση της θαμμένης ως τώρα οργάνωσης αυτής, που ξεκίνησε ανοργάνωτα και αυθόρμητα από τους αγνούς πατριώτες της Βιάννου, του Ανατολικού Μονοφατσίου και των Αστερουσίων και απλώθηκε σ’ όλο τον νομό και ύστερα σ’ όλη την Κρήτη, έχοντας επικεφαλής τέσσερεις ανώτερους αξιωματικούς της περιοχής και τέσσερεις Ελλαδίτες κατώτερους αξιωματικούς, εθελοντές της Μάχης της Κρήτης, υπηρετούμε την ιστορία του τόπου μας, ο οποίος όσο μένει άγνωστη αδικείται. Υπηρετούμε την ιστορική δικαιοσύνη.

Η ανταπόκριση στην αποκάλυψη της ιστορίας κάποιων χωριών των Αστερουσίων είναι συγκινητική. Η δημιουργία μνημείων στον Αχεντριά (στο Γιαλό), στο χωριό Φιλίππω και στις Τρεις Εκκλησές συντελεί στη γνώση και στη συνειδητοποίηση, στην ενδυνάμωση της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας.

Οι μέρες αυτές αποτελούν την 77η επέτειο της μεταφοράς από την Αίγυπτο στον Τσούτσουρο των όπλων του Συμμαχικού Στρατηγείου, τα οποία προορίζονταν για τους αντάρτες του νομού Ηρακλείου (14/1/1942), ενάμιση μήνα μετά την υπογραφή του Β’ Πρωτόκολλου της οργάνωσης “Κρητική Εθνική Επαναστατική Επιτροπή” (ΚΕΕΕ), την οποία και η περιοχή Αρκαλοχωρίου (όπου ανήκει και το χωριό Σκινιάς) στήριξε στο μέγιστο βαθμό με τη συμμετοχή επίλεκτων μελών της, τροφοδοτώντας και ενισχύοντας παντοιοτρόπως το έργο της.

Με το παρόν δημοσίευμα ένα χρέος ιερό πραγματώνεται: Η τιμητική αναφορά στον σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε μέσα στην ΚΕΕΕ, αλλά και κατά τη διάρκεια όλης της Κατοχής, η ομάδα των αγωνιστών του Σκινιά, που είχε επικεφαλής τον γενναίο και αγνό πατριώτη, ανάπηρο ταγματάρχη Ανδρέα Γαλανάκη, που ο Β’ Παγκόσμιος τον βρήκε σε πολεμική διαθεσιμότητα, καθώς άφησε το ένα πόδι του στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τιμώντας τον Ανδρέα Γαλανάκη, τιμούμε και την ομάδα του: τον Αριστόδημο Χαλαμπαλάκη, τον Ιωάννη Σημισακάκη, τον Μιχάλη Χανιαλάκη, τον Μιχάλη Παπαϊωάννου και βέβαια τον Απόστολο Κατσιρντάκη, διοικητή του Σταθμού Χωροφυλακής Σκινιά, που στην πρώτη δυσκολότατη περίοδο της Κατοχής διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο.

Ο Ανδρέας Γαλανάκης, συνάδελφος του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, με τη σοβαρότητα και τον πατριωτισμό του, κέρδισε την εμπιστοσύνη του συναδέλφου του και γρήγορα τον πλησίασε ως παράγοντα της περιοχής. Στο Β’ Πρωτόκολλο, που μεγάλο μέρος του συζητήθηκε στο σπίτι του Α. Γαλανάκη και στο Σταθμό Χωροφυλακής, βρίσκεται η υπογραφή του Α. Γαλανάκη, ο οποίος έκτοτε, ως την εξάρθρωσή της, υπηρέτησε την οργάνωση ολόψυχα.

Μετά το καλοκαίρι του 1942 τα μέλη της ομάδας του Σκινιά δόθηκαν στον αγώνα και βοήθησαν στο αντάρτικο της Δίκτης, μπαίνοντας μετά τη διάσπαση στην ΕΟΚ.

Ο Α. Γαλανάκης έφυγε για τη Μέση Ανατολή μετά τις πιέσεις του αδερφού του, γιατρού Εμμανουήλ Γαλανάκη, που φοβόταν πως λόγω της αναπηρίας του θα συλληφθεί από τους Γερμανούς.

Ο Α. Γαλανάκης, παρά την αναπηρία του, έδωσε με αυταπάρνηση ό,τι ήταν δυνατό και πέθανε το 1948, μόλις 52 χρονών, αφήνοντας πίσω τέσσερα παιδιά: τον Δημήτρη, τον Γιάννη, τη Μαρία και τον Κωνσταντίνο.

Τη στάση του Ανδρέα Γαλανάκη και όλων των αγωνιστών του Σκινιά (κατά την Κατοχή) τιμώντας, δημοσιεύομε την αφήγηση του γυιου του Δημήτρη, την οποία κατέγραψα στο σπίτι του, στον Σκινιά, στις 16/9/2010.

Η αφήγηση του Δημήτρη Γαλανάκη του Ανδρέα

«Ο πατέρας μου ήτανε στρατιωτικός. Τραυματίστηκε στη Μάχη του Σκρα. Έχασε το αριστερό του πόδι και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα. Παντρεύτηκε την Αγγελική Χαλαμπαλάκη και έκαναν τέσσερα παιδιά (Δημήτρης, Μαρία, Κωστής και Γιάννης).

Θυμάμαι ότι δεν ζούσε στο σπίτι μας στην Κατοχή ο πατέρας μας, αλλά πάντα κοιμόταν έξω. Πήγαινε στη Μαχαιρά, στου Κανδεράκη του Νίκου, του στρατηγού, και συνήθως στου «Κουρμού το Κεφάλι». Ήταν ένα οικογενειακό κτήμα, που κατέληγε σ’ ένα ύψωμα, απ’ όπου έβλεπε τα πάντα και κανείς δεν τον έβλεπε. Εκεί, κάτω από μιαν αργουλίδα είχε χτίσει ένα σπιτάκι-μάντρα. Σ’ αυτό κοιμόταν, έμενε, συνεδρίαζαν και κατά καιρούς έβγαζαν τα σχέδια παράλληλα με τη Μέση Ανατολή. Στο εδώ μας σπίτι έγινε το Β’ Πρωτόκολλο, που συντάχθηκε στην Άνω Βιάννο.

Ο πατέρας μου ήταν στενότατος συνεργάτης του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου και δεν εγινόταν τίποτε στην περιοχή που να μην είναι πίσω ο πατέρας μου από τον καιρό της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης των αξιωματικών. Ο πατέρας μου ήταν εφτά χρόνια αξιωματικός. Για τον τραυματισμό του έμαθα όταν ήμουν έντεκα χρονών. Ούτε ο θείος μου ο γιατρός, ο Γαλανάκης, δε μου είχε πει. Ο γιατρός πήγε στη Θεσσαλονίκη, στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όταν ακρωτηριάστηκε ο πατέρας μας και πάντοτε έκλαιγε όταν μιλούσε γι’ αυτό.

Ο θείος μου είχε, όπως θα ξέρετε, μεγάλο κύρος. Ως το 1979 έγραφε στην «Πατρίδα». Εκείνος και ο Μυκωνιάτης όριζαν τα πολιτικά πράγματα του Ηρακλείου. Και όταν ο Τζεβελέκης τον καθαίρεσε από πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου, ο Μπριτζολάκης ο Γιώργος τού έστειλε αυστηρή επιστολή και έτσι τον ξανάφερε.

Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολο να σπουδάσεις, αλλά ήταν θείος τους ο Αμβρόσιος Γαλανάκης, Αρχιμανδρίτης στη Νεάπολη, ο οποίος και τους σπούδασε. Τον ένα στην Ιατρική και τον άλλο στο Μετσόβιο. Ο πατέρας μου έφτασε ως το πτυχίο, αλλά δεν το πήρε. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν δοσμένος ψυχή και σώμα στην Αντίσταση. Ασχολήθηκε και με το ελαιοτριβείο.

Με τον Μπαντουβά αντάλλαξαν γράμματα κι ο πατέρας μου του ’γραφε ότι, αν περάσουν στον Ομαλό, μπορεί να τροφοδοτεί όχι τριακόσιους (300), αλλά χίλιους τριακόσιους (1.300). Είχε δύο εργοστάσια, ένα στη Γαρίπα και ένα στον Σκινιά. Και έναν αλευρόμυλο. Από τους εράνους άλεθε τους καρπούς και ό,τι είχε ο ίδιος. Το αλεύρι το πήγαιναν στη Σύμη, όπου ζύμωναν για τους αντάρτες. Συγκέντρωναν καρπούς και λάδια με την ευθύνη του Σημισακού.

Στη Γαρίπα ήταν πολύ σεβαστός και είχε έμπιστους στον Αγώνα. Τέτοιος ήταν ο πρόεδρος ο Πεπονάκης, που έπαιζε ωραία διπλό ρόλο. Πλήρη εμπιστοσύνη είχε στον Κ. Ταμιωλάκη, που τον έκανε επίτηδες σύντεκνο. Έτσι δούλευε. Κρατούσε κι αυτό το χωριό και τα Καστελλιανά και όλη την περιοχή. Όταν πήγαν οι Γερμανοί να ανατινάξουν τον αλευρόμυλο στη Γαρίπα, μεσολάβησε ο πρόεδρος Πεπονάκης και δεν τον ανατίναξαν.

Συχνά, τον θυμάμαι που έλεγε: «Εγώ είμαι μεγάλος, εσείς θα συνεχίσετε τον Αγώνα». Συνεργάτης του ήταν ο Μιχάλης ο Χανιαλάκης, άριστος αγγελιαφόρος σε αποστολές, έγγραφα και μηνύματα. Ήταν ανθρώποι τοπάρχες, κρατούσαν όλη την περιοχή και εξασφάλιζαν την απόλυτη εχεμύθεια. Ο Κατσιρντάκης ο Απόστολος ήταν ενωμοτάρχης τότε, επί Γερμανών, όμως μπορούσε και έδρασε. Οι Άγγλοι στην αρχή ακούμπησαν στο βενιζελικό στοιχείο. Να μην ξεχάσω και τον Μιχάλη Παπαϊωάννου, το διαμάντι, το «μικρό στρατιωτάκι» στα Τ.Τ.Τ. στο Αρκαλοχώρι.  Τι πρόσφερε ο άνθρωπος αυτός! Ύστερα πήγε στη Μέση Ανατολή. Τους πήρε όλους ο Γαλανάκης. Κι ο Μιχελάκης ο Σήφης, ο γιατρός, ήταν στη λίστα να φύγει και δεν πρόλαβε. Ύστερα ήρθαν στην Απελευθέρωση και, καθώς ο πατέρας μου δεν ανακατώθηκε στον Εμφύλιο, από τότε και μετά μόνο τον έζησα ως πατέρα.

Έφυγε στη Μέση Ανατολή, ενώ δεν το ήθελε. Αλλά ο θείος μου ο γιατρός γνώριζε τον Αλέξη και του λέει: «Είναι επικηρυγμένος και, καθώς είναι με το ένα πόδι, θα τον βρούνε. Μάζεψέ τον…».

Στη Μέση Ανατολή, στο Κάιρο, υπηρέτησε σε γραφείο. Στην ελληνική παροικία είχαν το «Σπίτι του Στρατιώτη». Οι ομογενείς τούς περιποιήθηκαν. Ο πατέρας μου φρόντισε αυτούς που μπήκαν στα Σύρματα, όπως ο Λουλάκης ο Μηνάς, ο Νικολαΐδης ο Δημήτρης, ο Βαγγέλης ο Νοικοκυράκης, ο Μιχάλης ο Παπαϊωάννου, που πολέμησαν και στο Ρίμινι.

Όταν πήραν τον Καλαϊτζάκη τον Γιάννη, ήμασταν στου Κοκολάκη το καφενείο και παίζαμε τάβλι. Τον πήραν από κει, μας αποχαιρέτησε και μου παράγγειλε να βοηθώ με το φορτηγό τις αδερφές του. Η Αστυνομία μού έκανε παρατήρηση, γιατί έκανα παρέα με τον Καλαϊτζάκη. «Πρέπει να φορούμε το χακί όλοι;» τους είπα. Και μου χτύπησαν τον ώμο.

Στη δεκαετία του ’60 ήμασταν στον Τσούτσουρο. Είχα ένα καφάσι ψάρια και κρασί. Τα ψήναμε μια δεκαριά νομάτοι και τα τρώγαμε. Ήταν δίπλα και καθόταν ένας ρακένδυτος άνθρωπος που τον λοιδορούσαν οι άλλοι. Εγώ, με μια φέτα ψωμί και δυο ψάρια και το ποτήρι μου, του ’δωσα και έφαε. Ήταν ο Ξηρουχάκης ο Γιάννης, παλιός ταχυδρόμος από τον Αχεντριά, απάντρευτος. Τον είχαν παρανομιάσει «Κούκλα». Αυτός μού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία: Στον Αχεντριά ήταν ο Γούμενος.

Πλούσιος, μ’ ένα μύλο που άλεθε αλεύρι. Χάλασε η μηχανή. Ο πατέρας μου ήταν μηχανολόγος. Έστειλαν του Μυλωνά το παιδί. Κεραμιδάς Μιχάλης λεγόταν. Τώρα ζει στο Μεσοχωριό. Τον έστειλαν να πάρει από τη Μαχαιρά, όπου κρυβόταν, τον πατέρα μου, για να επισκευάσει τον αλευρόμυλο του Γουμένου, που ήταν και φίλος του. Ο πατέρας μου ξώμεινε εκεί. Το πρωί κύκλωσαν οι Γερμανοί τον Αχεντριά.

Τέσσερεις έως πέντε Αχεντριανοί βρήκαν τρόπο φυγής, μαζί και ο Γιάννης ο Ξηρουχάκης και πήραν μαζί τους τον Γαλανάκη σ’ ένα μουλάρι και ξεκίνησαν προς τον Άγιο Νικήτα. Σ’ ένα σημείο το ζώο δεν μπορούσε στα κατσάβραχα να περπατήσει άλλο. Τως-ε λέει ο πατέρας μου: «Αφήσετέ με εμένα εδώ και φύγετε να σωθείτε». Κρατούσε το πιστόλι και μια χειροβομβίδα. Εκεί κοντά ήταν ένας βράχος, που τον έχτισαν γύρω-γύρω και έφυγαν. Ο Ξηρουχάκης πέρασε απέναντι σε μια πλαγιά και με τα κιάλια παρακολουθούσε να δει τι θα γίνει.

Πέρασαν οι Γερμανοί, αλλά δεν τον αντιλήφθηκαν. Ο Γιάννης στο ζοριλίκι του επάνω έταξε αρτοπλασία στον Άγιο Νικήτα. Γύρισαν οι Γερμανοί και οι Αχεντριανοί πήραν τον Γαλανάκη. Ο Γιάννης είχε τάξει την αρτοπλασία. Τότε μου λέει ο Ξηρουχάκης: «Μωρέ Δημητρό, εγώ δε μπορώ να κάμω την αρτοπλασία. Κάμε την εσύ να την πάμε στον Άγιο Νικήτα». Εξομολογημένη αμαρτία, δεν την έκανα.

Κάποτε, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έπρεπε ο πατέρας μου να πάει από τη Μαχαιρά στο σπιτάκι. Τον συνόδευε καβαλάρη σε ένα γάιδαρο ο Θεόφιλος Χανιαλάκης. Εδώ κοντά δυο Γερμανοί τούς κυνηγούσαν. Λέει στο Θεόφιλο: «Δε θα βιαζόμεθα, αργό βηματισμό».  «Μα, οι Γερμανοί θα μας φτάσουν».

«Θα προσποιηθούμε πως είμαι άρρωστος και με πάτε στον γιατρό στο Σκινιά. (Φορούσε ένα παλτό). Εσύ θα κλουθάς δυο μέτρα πίσω από το ζώο. Θα με παρακολουθείς προσεκτικά. Αν με δεις να τρίψω τη μύτη μου, θα πέσεις κάτω και εγώ με το πιστόλι θα τους προλάβω και τους δύο». Πιο κάτω οι Γερμανοί έστριψαν αλλού. Ο Θεόφιλος, αν και παιδί, κατάλαβε ότι ο πατέρας μου είχε δυνατή ψυχή και ευθυβολία.

Θυμάμαι από εκείνη την εποχή πολλά πράματα και πρόσωπα. Μα πιο πολύ τον Μπουτζαλή, που ερχόταν στο σπίτι μας. Ήταν μια αθρώπα-γίγαντας, που μ’ έβαζε στα γόνατά του, αλλά με πείραζαν τα γένια του. Είχε Τίμιο Ξύλο, άναβε λιβάνι, σταύρωνε το χαμαΐλι του και το φορούσε.

Όταν περνούσαν οι Γερμανοί προς τη Βιάννο, το Σεπτέμβρη του 1943, στο κρησφύγετο αποφάσισαν να ανατινάξουν τη γέφυρα στη Χαρακόβρυση, παραμέσα στη Μάρθα, για να δώσουν χρόνο στα χωριά να εκκενωθούν. Αλλά δεν άφησε ο ενοματάρχης Θωμαδάκης, για να μη γίνουν αντίποινα στην Έμπαρο».