«Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από το να πας απόβραδο στο καφενείο της γειτονιάς σου και να παραγγείλεις τον καϊμακλίδικο καυτό ελληνικό καφέ σου. Να τον ρουφήξεις ηχηρά με την ησυχία σου, να νοιώσεις το άρωμά του και να παίξεις αργά με τις χάντρες του κομπολογιού σου».
Αυτά τα λόγια, ειπωμένα από τον ηλικιωμένο γκριζομάλλη ακαδημαϊκό (καθηγητή ιατρικής) λίγο πριν συνταξιοδοτηθεί, του έκαναν εντύπωση κι έμειναν στη μνήμη του. Πόσες φορές δεν τα σκέφτηκε την τελευταία οκταετία στην Ελλάδα της κρίσης όταν καθόταν με την παρέα του για καφέ.
Βέβαια, η μνήμη αρεσκόταν στην επανάληψη των λέξεων όταν στην παρέα βρίσκονταν ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, γονείς και φίλοι. Το κουβεντολόι τότε στρεφόταν πότε στην πολιτική κατάσταση, πότε στην οικονομική ένδεια, πότε στις ανθρώπινες σχέσεις. Αραιά-πυκνά, λόγω της ιστορικής έρευνας, συζητούσε μαζί τους και για παρελθοντικά ήθη, έθιμα, μουσικές και χορούς. Στο παιχνίδι των ερωταποκρίσεων περίμενε υπομονετικά τις απαντήσεις τους. Εν τω μεταξύ, κοιτάζοντας τα κάτασπρα μαλλιά, τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, τα καμπουριασμένα σώματα, τα ξύλινα μπαστούνια που οι ηλικιωμένοι συνομιλητές είχαν ακουμπισμένα δίπλα τους, σκεφτόταν…
Ποιος απορρόφησε και απορροφά τους καθημερινούς βιοποριστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς κραδασμούς της ελληνικής οικογένειας την εποχή της οικονομικής κρίσης;
Ποιος αποτελεί τη γέφυρα με το παρελθόν και μεταφέρει τη γνώση και την εμπειρία του παρελθόντος πολιτισμού;
Ποιος είναι η ρίζα της χώρας που λέγεται Ελλάδα;
Η απάντηση είναι η ίδια και στα τρία ερωτήματα: ο ηλικιωμένος συνταξιούχος, άντρας ή γυναίκα, που μόνο απόμαχος της ζωής δεν είναι.
Αυτός δίνει από τη σύνταξή του σε παιδιά και εγγόνια, ενώ ταυτόχρονα είναι ο συνδετικός κοινωνικός κρίκος των τριών ζώντων γενεών (παππούς-παιδί-εγγόνι). Είναι η ζώσα παράδοση και τώρα που υπάρχει ανάγκη, οικογενειακή και εθνική, δίνει το “παρών”, καθώς στη χώρα μας η οικογένεια αναπληρώνει την οποιαδήποτε κρατική απουσία.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο ηλικιωμένος γονέας-παππούς δεν είναι αδιάφορος για το κοινωνικό γίγνεσθαιˑ αντιθέτως ανησυχεί για το μέλλον, αλλά είναι αισιόδοξος διότι έχει ζήσει είτε κατοχή είτε χούντα, οπότε θυμόσοφα μονολογεί: «Μπόρα είναι θα περάσει.
Εδώ πέρασαν τόσα και τόσα, αυτό θα μας νικήσει;». Σε αυτά τα λόγια συναιρούνται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της χώρας μας. Γιατί, έτσι είναι οι ΕΛΛΗΝΕΣ κι αυτή είναι η ΕΛΛΑΔΑ!
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος