Πριν από τρία χρόνια είχα πάει στην Θεσσαλονίκη. Το είχα μεράκι να δω πώς είναι σήμερα το παλιό σπίτι μας στην οδό Σκαλάκια της Ευαγγελιστρίας, στην απ’ εδώ όχθη της ρεματιάς που κατεβαίνει από το Σέιχ Σου, όπου έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια.

Τα βρήκα όλα αλλαγμένα. Άλλοι άνθρωποι, άγνωστοι σ’ εμένα, που παραξενεμένοι με έβλεπαν να εξετάζω περίεργα τον τόπο, αλλιώτικα τα σπίτια, αλλιώτικος ο τόπος… Κι όλα μου φαίνονταν πιο μικρά. Παράξενο κι αυτό. Κοίταζα το παλιό μας σπίτι. Δεν το αναγνώριζα. Και στον κήπο μπροστά είχαν χτίσει κάτι που έμοιαζε με αποθήκη. «Πάει και η ακακία που είχα φυτέψει εκεί και σκαρφάλωνα στα κλαδιά της» σκέφτηκα.

Στο καφενείο της παρακάτω γειτονιάς συνάντησα τον Στράτο, παλιό «Ευαγγελιστριώτη», πλουσιόπαιδο. Έπινε καφέ. Ο πατέρας του, παλιός Κωνσταντινουπολίτης, είχε τότε αποθήκες ζωοτροφών στην Σίνδο. Ο Στράτος δεν με αναγνώρισε. Εγώ τον θυμήθηκα και του συστήθηκα.

Κάθισα να ξεκουραστώ και να συζητήσουμε. Τον κοίταξα, φαίνεται, παράξενα. Τον έβλεπα αξύριστο και ατημέλητο. Στα νιάτα του ο Στράτος ήταν πάντοτε φρεσκοξυρισμένος, ντυμένος στην τρίχα, πάντοτε γραβατωμένος και με μαντιλάκι στο τσεπάκι του σακακιού του. Ήταν κοκέτης. Αυτός κατάλαβε την απορία μου.

– Κάποτε η αξυρισία θεωρούνταν βρομιά. Σήμερα το να είσαι αξύριστος είναι της μόδας, μου είπε.

Ο Στράτος είχε δυσάρεστες περιπέτειες στην ζωή του. Παντρεύτηκε μια κατάξανθη Γερμανίδα (πού την βρήκε!). Έκανε ένα αγοράκι μαζί της. Αλβέρτο το βαφτίσανε. Η Γερμανίδα πεθερά του σε μια επίσκεψή της στην Ελλάδα, όταν ο Αλβέρτος ήταν πέντε ετών, παρατήρησε ότι τα ούρα του μικρού ήταν κάπως κοκκινωπά. Της φάνηκε παράξενο. Έγιναν εξετάσεις και βρέθηκε ότι ο μικρός είχε καρκίνο στο αριστερό νεφρό! Από τότε άρχισαν τα βάσανα και ο αβάσταχτος πόνος στην οικογένεια.

Με έξοδα του πατέρα του ο Στράτος πήγε το παιδί του στο καλύτερο νοσοκομείο της Γερμανίας. Εκεί ο καιρός περνούσε με θεραπείες. Θεραπείες χωρίς αποτέλεσμα. Και τα έξοδα – όλα από τον πατέρα του από την Θεσσαλονίκη – συνεχώς έτρεχαν. Μάταια. Η κατάσταση του παιδιού μετά από ένα χρόνο στα νοσοκομεία της Γερμανίας χειροτέρεψε. Οι γιατροί έλεγαν ότι ο μικρός δεν θα έβγαζε τον χρόνο εκείνο. Θα κατέληγε προς το τέλος του φθινοπώρου. Και ενώ οι μέρες περνούσαν θλιβερές, ο μικρός Αλβέρτος όλο θυμόταν ότι θα έρθει η Πρωτοχρονιά.

Και χαιρόταν και ρωτούσε τι δώρα θα του φέρει ο Αγιοβασίλης. Οι γονείς του βέβαια του υπόσχονταν πολλά και θαυμάσια. Ήξεραν όμως ότι ο Αλβέρτος δεν θα ζούσε. Και πονούσαν και έκλαιγαν κρυφά. Και τότε, μετά από εισήγηση και των γιατρών, συμφωνήθηκε να οργανώσουν, στον θάλαμο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν ο Αλβέρτος, γύρω στο τέλος Σεπτεμβρίου, μια ψεύτικη Πρωτοχρονιά. Και αυτό έγινε. Ψεύτικα κάλαντα, πρωτοχρονιάτικα δώρα… Όλα ψεύτικα. Και έπρεπε να χαμογελούν και δήθεν να χαίρονται. Και ας έκλαιγαν από μέσα τους.

Και οι μέρες περνούσαν και τα έξοδα – σταλμένα από την Θεσσαλονίκη – συνεχώς μεγάλωναν.

Όμως παρά τις προβλέψεις ο Αλβέρτος την Πρωτοχρονιά – την πραγματική Πρωτοχρονιά- δεν κατέληξε. Και έφερε σε μεγάλη αμηχανία τους γερμανούς γιατρούς για τις προβλέψεις τους. Ντράπηκαν. Και πώς τώρα θα εξηγούσαν στον μικρό ασθενή την δεύτερη Πρωτοχρονιά; Όμως ο Αλβέρτος τώρα πια δεν πολυκαταλάβαινε. Βρισκόταν σε προθανάτιο λήθαργο. Και πέθανε αρχές Φεβρουαρίου.

– Θάνατος του παιδιού σου… ξέρεις τι σημαίνει; όλο έλεγε ο Στράτος. Μερικοί νόμισαν ότι είχε παραφρονήσει.

Τον επόμενο μήνα τον χώρισε και η Γερμανίδα γυναίκα του. Έτσι ανεξήγητα. Και έμεινε ο Στράτος μοναχός και απένταρος στην Γερμανία. Καταστράφηκε στο μεταξύ και η περιουσία του πατέρα του. Είχαν έρθει ανάποδα και τα πράγματα στις επιχειρήσεις του. Ο Στράτος εξακολουθούσε να μένει στην Γερμανία. Δεν ήθελε να φύγει. Κάποιοι Έλληνες εκεί είπαν ότι τον είχαν δει υπάλληλο σε βενζινάδικο. Έβαζε βενζίνη σε αυτοκίνητα.

Εγώ δεν ήξερα πότε γύρισε στην Ελλάδα και πού ακριβώς κατοικούσε τώρα. Θα ήταν ντροπή να τον ρωτήσω εκεί στο καφενείο. Κάποιος αργότερα μου είπε ότι βολευόταν σε χωριστό δωμάτιο στο σπίτι μιας παντρεμένης ξαδέρφης του στις Σαράντα Εκκλησιές.

– Όταν πέσεις απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, τότε καταλαβαίνεις τι θα πει στέρηση και δυστυχία, μου είχε πει ο Στράτος τότε στο καφενείο του παλιού συνοικισμού μας, πριν φύγω.

Προχθές έμαθα ότι ο Στράτος πέθανε. Και στην ηλικία ήταν μικρότερός μου.