Το παιδί, το πολύ μικρό παιδί, ορφανεύει από τον άνδρα-πατέρα του, προπαντός όμως από τη γυναίκα-μάνα του. Αυτή το κράτησε εννιά μήνες στα σπλάχνα της. Αυτή το γέννησε με πόνους και το ανάθρεψε με τη μοναδική της μητρική αγάπη. Αυτή ξενύχτησε κι έκλαψε στο προσκέφαλό του όταν ήταν άρρωστο αλλά και όταν της χαμογελούσε.

Αυτή γονάτιζε και προσευχόταν στην Παναγία όταν μεγάλωνε, όταν σπούδαζε, όταν δεν είχε δουλειά κι έφευγε στα ξένα για να ζήσει. Αυτή τη γυναίκα-μάνα που δίδει την καρδιά και τη ζωή της για τα παιδιά της και τη ζωή του κόσμου την είχε καταστήσει res η προχριστιανική εποχή. Ήταν στην ίδια μοίρα με τους δούλους.

Ακόμη και στην πολιτισμένη αρχαία Ελλάδα με τους πολλούς σοφούς και τα κατορθώματά τους ήταν στο περιθώριο, στο γυναικωνίτη. Όταν γεννούσε τα παιδιά της έπρεπε ο αφέντης σύζυγος ν’ αποφασίσει αν θα ζούσαν ή θα πέθαιναν. Εξαίρεση μπορεί να χαρακτηριστεί η γυναίκα της Κρήτης που δεν αντιμετωπίστηκε ώς res όπως στον άλλο κόσμο.

Στη Μινωική εποχή αναλαμβάνει υψηλές ιερατικές και κοινωνικές ευθύνες και μάλιστα ορισμένες “κατ’ αποκλειστικότητα”. Το ίδιο, η γυναίκα και στην αρχία Γόρτυνα και την εποχή του Ερωτόκριτου. Σε μεταγενέστερες εποχές, ξενικής κατοχής της Κρήτης, όπως Ρωμαιοκρατίας, Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, η γυναίκα της Κρήτης αγωνίζεται δίπλα στον άνδρα της.

Την περιφρόνηση της γυναίκας μάς δείχνει ο νόμος του Ναβουχοδονόσορα. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον νόμο οι παρθένες κοπέλες έπρεπε να βγουν σε δημοπρασία, πριν το γάμο, από τον ίδιο τους τον πατέρα για να πορνευτούν, με ξένο άνδρα, γύρω από το ναό της θεάς Αφροδίτης. Τα χρήματα τά ‘παιρναν οι ιερείς (Ηρόδοτος).

Οι άνδρες έπαιρναν πολλές γυναίκες και τις χώριζαν όταν ήθελαν ή τις έπνιγαν στον Ευφράτη ποταμό σε κάθε τους παρέκκλιση. Τις περιφρονημένες γυναίκες ελευθέρωσε ο Χριστιανισμός όπως και τους δούλους. “Ουκ ένι άρσεν και θήλυ ουδέ δούλος ουδ’ ελεύθερος”. “Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον επί της γης” είπεν ο Θεός, κι έδωσε το ισόβιο έτερον ήμισυ, την Εύα σάρκα από τη σάκρα του”.

“Και έσοντοι δύο εις σάρκα μίαν ώστε ουκέτι εισί δύο αλλά σαρξ μία”. Έμφυτη είναι η τάση ένωσης του άνδρα και της γυναίκας. Η καταξίωση της αγάπης πραγματώνεται σ’ αυτή την ένωση. Η σεξουαλικότητα στηρίζεται στην πραγματική αγάπη και είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο.

Η γυναίκα ως σύζυγος και μάνα των παιδιών μας είναι το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι συγκλονιστικά αυτά που γράφει ο Π. Σμέμαν για τη γυναίκα. “Χωρίς το φως της γυναίκας ο κόσμος μας, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες και τα κατορθώματά του, θα ‘ ταν ένας κόσμος τρόμου. Η ανθρωπιά του ανθρώπινου γένους διασώζεται και συντηρείται από τη γυνάικα. Όχι με λόγια και ιδέες αλλά με τη σιωπηλή παρουσία της που φροντίζει και αγαπά“.

Στο γάμο η Εκκλησία μας ευλογεί το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Οι δύο σύζυγοι είναι εικόνες του Θεού. Είναι δημιουργοί. Είναι συνδημιουργοί του Θεού. Στα παιδιά τους δεν δίδουν μόνο τη ζωή αλλά και τη μορφή της ζωής με την ανατροφή. Πρωταγωνιστής σ’ αυτό είναι η γυναίκα – μάνα. Όλες οι έρευνες δείχνουν πως η αγάπη της μάνας στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού δημιουργούν προϋποθέσεις να μεγαλώσει σωστά και ευεργετικά για τους άλλους.

Η γυναίκα σε κάθε πεοχή είναι παράγοντας πολιτισμού και βασικός φορέας της κοινωνίας. Λειτουργεί ειρηνικά και ενωτικά χωρίς να φοβάται όπως η μυροφόρες γυναίκες. Η γυναικεία καρδιά και ευσέβεια είναι μεγάλη προσφορά στη ζωή της Εκκλησίας. Η “κατ’ οίκον Εκκλησία” έχει στήριγμα τη γυναίκα – μάνα, που διαπαιδαγωγεί τα παιδιά της στην ανθρωπιά, εντιμότητα και συνέπεια. Η συνείδηση της Ορθόδοξης γυναίκας δεν αγκαλιάζει μόνο την δική της οικογένεια αλλά και τις οικογένειες όλης της κοινωνίας.

Η ενεργός συμμετοχή της στην ενορία όπου γίνεται ο αγιασμός των μελών και στα κοινά όπου αποφασίζονται και νομιμοποιούνται τα προβλήματα των πολιτών είναι αναγκαία και ευεργετική. Ο κατήφορος του σημερινού κόσμου συνοδεύεται από την περιφρόνηση του πλησίον και της γυναίκας. Δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε τις κραυγές του πόνου των άλλων. Κολυμπά στη θάλασσα μια γυναίκα.

Ένας άνδρας προσπαθεί να την πνίξει. Η γυναίκα φωνάζει. Ζητά βοήθεια. Αυτοί που κολυμπούν δίπλα της απομακρύνονται. Η παραλία είναι γεμάτη. Κανείς δεν βοήθησε. Ο άνανδρος την έπνιξε. Κυνηγά με μαχαίρι ο ανάξιος άνδρας να σφάξει τη γυναίκα του. Αυτή φωνάζει και ζητά βοήθεια. Κλαίνε και φωνάζουν τα παιδιά τους. Η γειτονιά ακούει, βλέπει. Εγκληματική αδιαφορία. Το έκγλημα έγινε. Ανακαλύπτει στο πλοίο του λαθρομετανάστες ο καπετάνιος.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Τους ρίχνει στη θάλασσα να τους φάνε οι καρχαρίες. Υπόσχεται σε φτωχές γυναίκες εργασία ο σωματέμπορος. Τις αιχμαλωτίζει σ’ ένα χώρο και τις εμπορεύεται. Οι φωνές και η απόγνωση συνήθως δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό έφερε την περιφρόνηση του πλησίον, του αδύνατου και της γυναίκας.

Έφερε το δουλεμπόριο και την εμπορία της ανθρώπινης σάκρας.  Η προκοπή της οικογένειας και κοινωνίας κατά τον Απ. Παύλο στηρίζεται στην αγάπη μέχρι θυσίας των συζύγων όπως θυσιάζεται ο Χριστός για την Εκκλησία. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία υπάρχει διάσπαση και μεγάλη κρίση των ανθρώπων ακόμη και των Χριστιανών. Γι’ αυτό η ενεργός συμμετοχή της γυναίκας στη ζωή της γειτονιάς, του χωριού και της πόλης με την ευεργετική της ανανέωση είναι η μεγαλύτερη ανάγκη στους σημερινούς δύσκολους καιρούς.