«Ο μηχανικός κ. Τσαντηράκης κατήρτισε και υπέβαλε προς την Νομαρχίαν Ηρακλείου τοπογραφικόν και κτηματολογικόν διάγραμμα του παρά την θέσιν ìΑτσαλένιο μετόχιî ιδρυθησομένου προσφυγικού συνοικισμού εκ 200 οικιών.

Η δαπάνη του έργου προϋπολογίσθη εις 3.000.000 εκατομμύρια δραχμές, χρήματα που θα καταβληθούν υπό του ειδικού ταμείου περιθάλψεως». Πράγματι κατά την δεκαετία του τριάντα εγκαθίστανται οι πρόσφυγες και οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατάγονταν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το επίσημο όνομα που δόθηκε από την πολιτεία ήταν Νέες Κλαζομενές.

Μία ονομασία που προήλθε από την αρχαία πόλη των Κλαζομενών. Εκεί βρέθηκαν και οι περίφημες και ιδιόμορφες σαρκοφάγοι (λάρνακες) των Κλαζομενών, οι οποίες χρονολογούνται από το 560 έως το 460 μ.Χ. Σήμερα αυτές κοσμούν τα αρχαιολογικά μουσεία της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και άλλων πόλεων.

Το τοπωνύμιο Ατσαλένιο πήρε το όνομά του από κάποιο Τούρκο μεγαλοκτηματία, ο οποίος λεγόταν Ατσαλής και γίνεται λόγος για το μετόχι αυτό το 1875 σύμφωνα με τα δελτία του τουρκολόγου ιστοριοδίφη Νικολάου Σταυρινίδη.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ως δημότες Ηρακλείου πολιτογραφήθηκαν 3.000 κάτοικοι (προερχόμενοι από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας που είχαν πληθυσμό 35.000) και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Ατσαλένιο.

Η πλειονότητα όλων αυτών των ανθρώπων είχε ως κύριο επάγγελμα την γεωργία με την καλλιέργεια ελιών αλλά κυρίως αμπελιών (σουλτανίνας), τα οποία εξελίχθηκαν σε πρωτεύοντα οικονομικό παράγοντα για την Κρήτη, με τη δημιουργία μεγάλων σταφιδεργοστασίων για την επεξεργασία της σουλτανίνας, στα οποία εργάστηκε σημαντικός αριθμός προσφύγων.

Ικανοί και δημιουργικοί άνθρωποι οι Ατσαλενιώτες πια, εργάστηκαν και πρόκοψαν στον νέο τους χώρο. Διαφόρων ειδών επαγγελματίες ασχολήθηκαν ως αρτοποιοί, καφεπώλες, μπακάληδες, κουρείς, γαλατάδες, μανάβηδες, ράφτες, σιδηρουργοί.

Ας είναι αυτή η αναφορά μου ένα μνημόσυνο σ’ όλους εκείνους που μόχθησαν, σκληρά εργαζόμενοι προσφέροντας πάρα πολλά στην κοινωνία. Υπήρχαν οι φούρνοι της γειτονιάς όπως των: Ψυχογιουδάκη, Γιαδέλλη, Λεμπιδάκη, που έφτιαχνε τα κουλούρια (καβρουμάδες) κι από τον οποίο οι κουλουράδες τα προμηθεύονταν πολύ πρωί και τα πουλούσαν στο κέντρο της πόλης, στα προάστια και έξω από τα σχολεία.

Επίσης υπήρχε και ο φούρνος του Πάσσαλη. Αξίζει να αναφερθεί ότι και πάρα πολλά σπίτια διέθεταν δικούς τους φούρνους στα οποία έψηναν τα ψωμιά και τα φαγητά τους. Ακόμα εκτός των παραπάνω υπήρχε στον παραλιακό δρόμο του Ηρακλείου και ο φούρνος (και αλευρόμυλος μαζί) του Τζωρτζάκη ο οποίος τροφοδοτούσε τα μπακάλικα όλης της πόλης με ψωμί.

Στην πλατεία Αναξαγόρα υπήρχαν τα παρακάτω καφενεία: Του Καμπριάνη Μιχάλη, του Μασέλη Εμμανουήλ και του Δουλγέρη. Αυτά τα καφενεία πέρασαν μεγάλες στιγμές, αφού εκεί συγκεντρώνονταν οι άντρες για να βρουν μεροκάματο, ενώ κυριαρχούσαν και οι συζητήσεις για την επιστροφή στην πατρίδα.

Από αυτά τα καφενεία πέρασε και τραγούδησε η Ρόζα Εσκενάζη (διάσημη τρουγουδίστρια της εποχής), καθώς επίσης και ο ηθοποιός Νίκος Ξανθόπουλος, ο οποίος όποτε βρισκόταν στο Ηράκλειο για την προβολή των ταινιών της προσφυγιάς περνούσε από τα παραπάνω καφενεία για να έρχεται σε επαφή με τους Μικρασιάτες.

Εκτός από τα καφενεία της πλατείας Αναξαγόρα υπήρχαν και άλλα όπως αυτό του Χιώτογλου Κωνσταντίνου «Καρβουνιάρη», του Αρβανίτη, το καφενείο «5 ελιές», του «Σαβούρα», του Στωραΐτη, του Κουκιά Θανάση, του Περβολάρη, του Πασπάτη, του Πανταζή (Κώκου), του Γκλίτζη Μανώλη (στην Ιωνίας 2 τα τελευταία) και άλλα.

Επίσης υπήρχε το καφενείο του Θανάση Καμπέλη στη Φωκών, το οποίο κουβαλούσε μεγάλη ιστορία, μια και από καφενείο που ήταν αρχικά έγινε προσκοπείο, νεολαία του Μεταξά και τελικά σχολείο. Κατά την περίοδο της Κατοχής που λειτουργούσε ως σχολείο σε αυτό πήγαιναν μόνο παιδιά που είχαν την ασθένεια «τραχώματα» για να μην κολλήσουν τα υπόλοιπα παιδιά και είχαν δασκάλα την κα Αριστέα.

Το κανονικό σχολείο ήταν το 10ο στην οδό Περίδου (σήμερα είναι Νηπιαγωγείο) με επιστάτισσα την κα Παρασκευούλα που έδινε το σταφιδόψωμο και το γάλα κάθε πρωί και δασκάλα την κα Μαρίκα, μία ξανθιά κυρία από τη Σμύρνη.

Επίσης υπήρχαν και άλλοι επαγγελματίες όπως:

Oι μανάβηδες: Καρκαλούσος Νικόλαος, Πανταζής Κώκος, Νταγιάκος, Ανθούλης, Μπουτζαλής Εμμανουήλ και άλλοι. Οι γαλατάδες: Ροδίτης Αντώνιος, Τσαΐνης Κωνσταντίνος, Κόνσολας, ο Λεόντιος Μιχάλης και ο Εμμανουήλ Αντώνης. Οι κουρείς: ο Γιαγάς, ο Κάμαλης, ο Τζανετής Λάμπρος, ο Χρήστου Μιχαήλ, ο Κοτζαγιώτης Αναστάσιος και άλλοι.

Οι ράφτες: Σαρησάββας Νικόλαος, Κασαμπαλόγλου Δημήτριος και άλλοι. Ποδηλατάδες ο Γαϊτάνης Παράσχος και ο Στεφανής Σάλιαρης (μπαλαντιζάς). Οι ντενεκετζήδες-υδραυλικοί: Κάργας Νικόλαος, Ηλίας Μαρασίδης, έφτιαχναν όλα τα απαιτούμενα για το σπίτι και την αγροτιά.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Χιώτογλου Κώστας, η Σταμούλου Αναστασία και ο Χατζηπαυλής πουλούσαν κάρβουνα, ξύλα και πετρέλαιο. Στο προάστιο του Ατσαλένιου επίσης υπήρχε και το κρεοπωλείο του Γιάννη του Γρύλλου με κρέατα ντόπια, εξαιρετικής ποιότητας.

Το ελαιουργείο του Εμμανουηλίδη στις «Πέντε Ελιές» και το περίφημο εργοστάσιο του Καβάλη, το οποίο βρισκόταν επί της λεωφόρου Ιωνίας, που παρήγαγε τούβλα και κεραμίδια. Μετά από την δεκαετία του πενήντα έβγαζε πιάτα, τα οποία έκανε και εξαγωγή. Δύο εξαίρετοι άνθρωποι ήταν οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου, ο Γεώργιος και ο Σταμάτης Καβάλης.

Ακόμα στο προαναφερόμενο προάστιο άνθησαν δύο γεωργικοί συνεταιρισμοί,

α) των Νέων Κλαζομενών με 250 μέλη

β) του παλαιού Ατσαλένιου με λιγότερα μέλη.

Κλείνοντας ο πρώτος συνεταιρισμός κι έχοντας δύο ακίνητα στην κατοχή του, τα δωρίζουν οι αρμόδιοι στον ΠΟΑ. Σ’ ένα από τα ακίνητα αυτά έγιναν πολλές εκδηλώσεις, χοροί, γιορτές, γλέντια με ντόπιους οργανοπαίχτες τους: Βασίλη Φατσή (βιολί), Νίκο Καρέλλη (βιολί), Λευτέρη Καρέλλη (τρομπέτα) και Σταύρο Καρέλλη (σαντούρι).

Ένας άλλος μουσικός ήταν ο Χατζηνικολής. Στους γάμους γινόταν μεγάλο γλέντι και κερνούσαν σουμάδα (εκχύλισμα από αμύγδαλα) και σούμα (έτσι έλεγαν την ρακή).

Το 1951 ο Βαγγέλης (Βαγγελάκης) Καϊσαρλής, ο Νίκος Γκογκόσης, ο Γιώργος Μασέλης και ο Εμμανουήλ Δεμενεόπουλος, ο «Σαμψών», ιδρύουν τον αθλητικό σύλλογο ΠΟΑ, στον οποίο έπαιξαν οι Μαέρηδες, ο Σεβνταλής, οι αδελφοί Ροδίτη, ο Καρασταμάτης, ο Πανταζής, ο Λιάπης, ο Συνάνης, ο Φρουδαράκης και αργότερα οι Βάβουλας, Καρασάββας, αδελφοί Μασέλη, Μπαλτατζής, Κουνούρης, Χατζηπάνου που μετεγράφησαν και σε άλλες ομάδες όπως Εργοτέλης, ΟΦΗ και ΕΓΟΗ.

Ατσαλένιο!

Ένα ζεστό, φιλόξενο και ανθρώπινο προάστιο με τη δική του, ξεχωριστή ιστορία. Με καλόκαρδους, φιλόξενους, εργατικούς και πάντα χαρούμενους ανθρώπους, που το σπίτι τους ήταν πάντα ανοικτό σε συγγενείς και φίλους.

Πάντα με τις βεγγέρες και τα γλέντια τους, αλλά με την γλυκόπικρη εκείνη νοσταλγία για επιστροφή στην πατρίδα!