Θα πρέπει να ήταν το έτος 1996 που γνώρισα την Προκόπη Κατσιμάνη, που εντός ολίγου τον δέχεται στα σπλάχνα της η ηπειρώτικη γη.
Ερχόταν μετανάστης, «παλιννοστών», όπως τους λέγαμε τότε, όπως οι περισσότεροι άλλωστε Ηπειρώτες. Είχε επιστρέψει λίγο νωρίτερα από την τότε Δυτική Γερμανία με την καλή του Φωτεινή και τα τέσσερά του παιδιά, την Ανδρομάχη, τον Νικόλα, την Κατερίνα και τον μικρό Παναγιώτη.
Δεν επανεγκαταστάθηκε στην Παραμυθιά, όπως θα περίμενε κανείς, ούτε στη διπλανή Μακεδονία, όπου είχε βγάλει ρίζες ο Νικόλας του, αλλά στη μακρινή Κρήτη, στο Ρέθυμνο, κοντά στην Κατερινούλα.
Την Κατερίνα, που σπουδάζοντας στο Ηράκλειο και στη συνέχεια δουλεύοντας στο ΚΑΠΗ Περάματος είχε μαζέψει σαν την κλώσα κοντά της τα αδελφάκια, ενόσω οι γονείς τους εξακολουθούσαν να ξενοδουλεύουν. Και που συνέχισε να τα σκεπάζει με τα φτερά της κι όταν ανέλαβε χρέη κοινωνικής λειτουργού στο Β΄ ΚΑΠΗ του Ρεθύμνου.
Πώς όμως γίνεται δυο άνθρωποι κλειστοί, οι Κατσιμάνηδες, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν στο περίκλειστο τοπίο που σχηματίζουν τα ηπειρώτικα βουνά, να ενσωματωθούν στην κοινωνία της Κρήτης, ενός νησιού που ήταν πάντα ορθάνοιχτο σ’ ανθρώπους και ιδέες, απαιτούσε όμως απ’ αυτούς να είναι εξίσου δεκτικοί κι ανοιχτοί;
Κι όμως τα κατάφεραν, παρότι ήταν απόμαχοι από την εργασία, συνταξιούχοι πια, άρα και με πολύ λίγες ευκαιρίες να δημιουργήσουν καινούριες φιλίες και κοινωνικό περιβάλλον.
Ο Προκόπης τα κατάφερε γιατ’ ήταν άνθρωπος της προκοπής. Αποδείχτηκε όχι μόνο προκομένος αλλά και βαθύς γνώστης εκείνου που στην Κρήτη ονομάζουμε «πρεπιά». Δεν πήγε ποτέ πουθενά χωρίς να προσφέρει. Θυμάμαι αξέχαστα το σεμινάριο για τα αυτοσχέδια μουσικά όργανα που είχαμε οργανώσει με τον μακαρίτη Νομπέλ Αρμάν, στα πλαίσια σχετικής έκθεσης με όργανα από την Αφρική.
Συμμετείχαν στα πλαίσια της διαγενεακής μάθησης που προωθούσαμε, εγώ ως υπεύθυνος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και η Κατερίνα ως κοινωνική λειτουργός, τόσο μέλη του ΚΑΠΗ όσο και εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά κι άλλοι Ρεθεμνιώτες, μεταξύ των οποίων ο αείμνηστος Φρίξος Θεοδοσάκης, που διακρίνεται στη φωτογραφία κάτω από τον Κατσιμάνη. Εκείνος, έχοντας πια ενταχθεί στο ΚΑΠΗ κι ενσωματωμένος στην κρητική νοοτροπία, είχε έρθει με πολλά καλούδια στα χέρια:
με καλάμια για να φτιάξει μπαντούρες και χαμπιόλια, με καπάκια αναψυκτικών για αυτοσχέδια ντέφια και με χοχλιδάκια και χοντροχοχλιούς για χοχλιδομπάντουρα. Και με μερικά δροσερά φύλλα αειθαλούς σκυλοκρεμμύδας, απ’ αυτήν που την Πρωτοχρονιά τοποθετούμε στο κατώφλι του σπιτιού μας για την καλοχρονιά.
Στην απορία όλων, ηλικιωμένων και νεότερων, για τα φύλλα αυτά, ο Προκόπης μάς χάρισε τη συγκλονιστικότερη μουσική της ζωής, πιστεύω των περισσότερων από εμάς. Διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας κατάλληλα ένα απ’ αυτά, σαν χωνί ή μάλλον σαν ρύγχος κλαρίνου, έπαιξε τη μουσική κάποιου ηπειρώτικου τραγουδιού, που έκανε τις τρίχες στο δέρμα μας να σηκωθούν.
Σήμερα, μετά από κάμποσα χρόνια που πηγαινοερχόμουν στα Γιάννενα, ξέρω πια ότι ήταν ένα από τα τελετουργικά εκείνα τραγούδια, με τα οποία ξεκινούν όλα τα ηπειρώτικα πανηγύρια: ένα μοιρολόι, δηλαδή. Μοιρολόι του θανάτου ή της ξενιτιάς, δεν έχει σημασία, πάντως μοιρολόι.
Εκεί ψηλά, στις λάκες του Σουλίου, ο χωρισμός της ξενιτιάς είχε πάντα τα χαρακτηριστικά του θανάτου, αφού πραγματοποιούνταν από τη στεριά, με τα γνωστά μας καραβάνια των πραματευτάδων, σ’ αντίθεση με τα νησιά, όπως η Κρήτη, όπου αυτοί που ξεχώριζαν ήξεραν ότι εκτός απροόπτου θα ξανασυναντιούνταν. Η θάλασσα πάντα ένωνε, σ’ αντίθεση με τα βουνά, που έδιωχναν μακριά τους ανθρώπους.
Κάπως έτσι πιστεύω ότι μας αποχαιρετά σήμερα ο Προκόπης Κατσιμάνης από τα βουνά της Παραμυθιάς, μ’ ένα μοιρολόι. Μπορεί να μας παίζει με το φύλλο της ασκελετούρας του τα «Ξεχωρίσματα» του Γιώργου Μεράντζα (Τώρα στα ξεχωρίσματα έλα να φιληθούμε / γιατί έχουμε ζωή και θάνατο / και ποιος ξέρει αν θ’ ανταμωθούμε…).
Ή, μάλλον όχι, πιστεύω ότι θα παίζει το αυτοσχέδιο κλαρίνο του ο Προκόπης και δεν θα σταματά να τραγουδά κάθε τόσο, αφού στη Λάκα του Σουλίου το πένθος δεν έχει λόγια. Ίσως να μας παίζει κάποιο από τα οργανικά τραγούδια του Πετρολούκα Χαλκιά, από τους «Δρόμους της ψυχής».
Πορεύσου εν ειρήνη, Προκόπη της προκοπής και της πρεπιάς, της Ηπείρου και της Κρήτης αλλά και της Γερμανίας κι όλου του κόσμου.
Ανάστησες τέσσερα παιδιά, μακριά από τη φτώχια του τόπου σου αλλά μ’ όλες τις αρχές του: τη ντομπροσύνη, τα λίγα λόγια και την πολλή πράξη, την περηφάνια της ύπαρξης και την ομορφιά της ψυχής. Κι άφησες τη σφραγίδα σου παντού όπου κι αν πέρασες, ακόμη και σ’ εμάς που είχαμε την τύχη να σε γνωρίσουμε για λίγο.