Πριν ακριβώς από 130 χρόνια, στις 6 Μαΐου 1891 η καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ» – στην οποία συντάκτης ήταν και ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης – δημοσίευσε μια είδηση, μετερχόμενη εντυπωσιακών σκίτσων και αντίστοιχης γλώσσας παραμυθιού. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού έγραφε για «δύο πρίγκιπες» που είχαν ταξιδέψει σε «μια μακρινή χώρα» που έβγαινε από τα παραμύθια:
«Ένας από τους πρίγκιπες», έγραφε ο ανώνυμος αρθρογράφος, «προερχόταν από μια μεγάλη και ευημερούσα χώρα. Η πατρίδα του άλλου ήταν μικρή και αδύναμη, αν και κάποτε ήταν ισχυρή και ένδοξη. Παραδόξως όμως, ο πρίγκιπας που ήρθε από το κραταιό βασίλειο ήταν μικρός και ευαίσθητος, ενώ ο άλλος ήταν μεγαλόσωμος και γεμάτος σθένος.
«Οι δύο πρίγκιπες», συνέχιζε η ιστορία, «ταξίδεψαν στον κόσμο μαζί μέχρι που μια μέρα έφτασαν σε ένα παράξενο και άγριο μέρος. Όλα σε αυτό το μέρος ήταν μικρά, αλλά εντυπωσιακά οργανωμένα. Τα σπίτια, τα δέντρα, οι άνδρες, οι γυναίκες. Ένα βράδυ καθώς περπατούσαν στις όχθες μιας λίμνης της παράξενης αυτής χώρας, ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκαν δύο ντόπιοι και τους επιτέθηκαν με τα σπαθιά τους.
Ένας απ’ αυτούς κατάφερε ένα τρομερό πλήγμα στον ευαίσθητο πρίγκιπα, και αμέσως το αίμα του άρχισε να ρέει. Αιφνιδιασμένος ο σύντροφός του, που ήταν μαζί και είδε τη δολοφονική απόπειρα, δεν σάστισε. Ακινητοποίησε τον κακοποιό, και του έδωσε ένα αποτελεσματικό χτύπημα με το δυνατό μπαστούνι του από τις βελανιδιές της χώρας του», σώζοντας έτσι τη ζωή του λεπτού πρίγκιπα, που τύγχανε να ήταν και πρωτοξάδελφός του.
Αυτή η ρομαντική αληθινή ιστορία, αναφέρεται στο λεγόμενο «περιστατικό Otsu» που συνέβη στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του «ανατολικού ταξιδιού» του τσάρεβιτς Νικολάου, του μελλοντικού τελευταίου Τσάρου Νικολάου Β’ της Ρωσίας (1868-1918, εκείνου που μαζί με την οικογένειά του εκτελέστηκε το 1918 από τους Μπολσεβίκους) παρέα με τον ατίθασο έλληνα συνομήλικο ξάδελφό του πρίγκιπα Γεώργιο (της Ελλάδας και της Δανίας, 1869-1957) που μόλις επτά χρόνια αργότερα θα γινόταν μετά από θυελλώδη διπλωματικά παρασκήνια με την υπογραφή των Μεγάλων Δυνάμεων, Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας μέχρι και το 1906.
Η δολοφονική αυτή απόπειρα, όπως ήταν φυσικό, μονοπώλησε όχι μόνον τη ρωσική και την ελληνική επικαιρότητα, αλλά σύμπασα την ευρωπαϊκή ειδησεογραφία όλο τον Μάιο του 1891 καθώς κόντεψε να έχει σοβαρές συνέπειες στις ρωσο-ιαπωνικές διπλωματικές σχέσεις. Αλλά τι ακριβώς είχε συμβεί;
Τον Οκτώβριο του 1890, ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Γ’ της Ρωσίας, αποφασίζει να στείλει τον διάδοχο του θρόνου των Ρομανόφ, τον 22χρονο γιο του τσάρεβιτς Νικόλαο σε ένα πολύμηνο ταξίδι στην Ανατολή που θα είχε κατάληξη την Ιαπωνία και από εκεί στο Βλαδιβοστόκ όπου θα γινόταν τα εγκαίνια της κατασκευής του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Με μια τεράστια ακολουθία ο διάδοχος του ρωσικού θρόνου έφτασε οδικώς στην Τεργέστη, όπου επιβιβάστηκε στο ρωσικό κρουαζιερόπλοιο Pamiat Azova και διασχίζοντας την Αδριατική, έφτασαν στην Ελλάδα απ’ όπου θα έπαιρναν στην παρέα τους από την Αθήνα τον πρωτοξάδερφό του πρίγκιπα Γεώργιο.
(Η μητέρα του τσάρεβιτς, αυτοκράτειρα της Ρωσίας Μαρία Φιοντόροβνα-Δάγμαρ και ο πατέρας του πρίγκιπα Γεωργίου, Βασιλιάς Γεώργιος Α’ της Ελλάδας, ήταν αδέρφια). Αρχές του 1891 απέπλευσαν για την Αλεξάνδρεια όπου επισκέφτηκαν την Αίγυπτο και τις αρχαιότητές της. Ακολούθως μέσω της Ερυθράς θάλασσας έφτασαν στην Ινδία και μετέπειτα στην Ιαπωνία. Εκεί ένας φανατικός Ιάπωνας αστυνομικός προσπάθησε να δολοφονήσει τον κληρονόμο του θρόνου των Ρομανώφ, ενώ ήταν σε μια εκδρομή στην ιαπωνική ύπαιθρο κοντά στη Λίμνη Biwa. Ευτυχώς, ο ξάδερφος και ταξιδιωτικός του σύντροφος, πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, είχε αποτρέψει το μοιραίο, χτυπώντας με ακαριαία αντανακλαστικά και με το μπαστούνι του το δολοφόνο.
Ευτυχώς, η πληγή που δημιουργήθηκε στο διάδοχο του Ρωσικού θρόνου επουλώθηκε, αλλά ήταν αμυδρά εμφανής στο πρόσωπό του μέχρι και το φρικτό τέλος του το 1918, όταν αυτός και όλα τα μέλη της οικογένειάς του εκτελέστηκαν από την επανάσταση των Μπολσεβίκων.
Το περιστατικό που συγκλόνισε τη Ρωσία, προκάλεσε μέγιστο ενδιαφέρον στον ευρωπαϊκό τύπο, ωστόσο αναστάτωσε ιδιαίτερα τους Ιάπωνες οικοδεσπότες του. Όλος ο ιαπωνικός λαός ένιωσε ότι αυτή η πρωτοφανής απόπειρα δολοφονίας του διαδόχου του ρωσικού στέμματος στο έδαφός του, ήταν ένας ανεξίτηλος λεκές που κηλίδωνε στην ιστορία του. Επιπλέον η Ιαπωνία, φοβόταν ότι η Δύση θα μπορούσε να δει αυτό το περιστατικό ως ένδειξη της συνεχιζόμενης παραβατικότητάς της, που απέκλειε τη φιλική προσέγγιση με οποιοδήποτε πολιτισμένο έθνος της Δύσης.
Ο Ιάπωνας αυτοκράτορας Meiji θορυβήθηκε τόσο πολύ όταν πληροφορήθηκε την επίθεση κατά του τσάρεβιτς, ώστε αποφάσισε να κάνει αμέσως ολονύκτιο ταξίδι με τρένο για να συναντήσει το ταχύτερο δυνατό τον υψηλό φιλοξενούμενό του και να του εκφράσει τη βαθιά λύπη του. Ο φόβος του ήταν, μήπως η Ρωσία θεωρήσει αυτό το περιστατικό ως αφορμή για πόλεμο.
Αλλά και ο πρίγκιπας Γεώργιος απογοητεύτηκε οικτρά από τις επικρίσεις που δέχτηκε σχετικά με το περιστατικό της επίθεσης, κυρίως από τη μεριά των Ρώσων που τον θεωρούσαν ως τον κύριο υπεύθυνο, επειδή παρέσερνε τον Νικόλαο σε μέρη επικίνδυνα, ενθαρρύνοντας τον ακόμη και να εισέλθουν σ’ ένα απαγορευμένο ναό, που με την είσοδο τους έστρεψε τους επίδοξους φανατικούς δολοφόνους εναντίον τους. Και το χειρότερο για την εικόνα του, δεν του επετράπη να επιστρέψει μαζί με τον Νικόλαο πίσω στη Ρωσία.
Η δίκη του επίδοξου δολοφόνου Τσούδα Σάνζο θα γινόταν σε μια απόλυτη αντιπαράθεση της εξουσίας μεταξύ του ιάπωνα αυτοκράτορα Meiji και του ιαπωνικού δικαστικού σώματος. Ο αυτοκράτορας, πρόθυμος να δείξει τον καλό εαυτό του στις βασιλικές Αυλές της Ευρώπης, επιθυμούσε τη θανατική ποινή του δράστη. Το ειδικό δικαστήριο που συγκλήθηκε ωστόσο, υπερασπίστηκε με επιτυχία την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος, επιβάλλοντας την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Παραδόξως, η ρωσική κυβέρνηση αποδέχθηκε τόσο την ιαπωνική συγγνώμη όσο και την ποινή χωρίς περαιτέρω συζήτηση.
Ακόμα και ο τσάρεβιτς Νικόλαος, παρόλο που έπρεπε να εγκαταλείψει κακήν-κακώς την Ιαπωνία νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί, κατόπιν αιτήματος των ρωσικών ανακτόρων, θυμόταν το περιστατικό «χωρίς σκληρά συναισθήματα», θεωρώντας το ως μεμονωμένη πράξη φανατισμού και για πολλά χρόνια αργότερα δεν έκρυβε την αγάπη του για τη μυστηριώδη Ανατολή.
Κάπως έτσι γραφόταν το «τέλος του παραμυθιού». Ο τυχερός 22χρονος τσάρεβιτς που γλίτωσε «παρά τρίχα» τη ζωή του χάρη στην ακαριαία αντίδραση του ξαδέλφου του Έλληνα πρίγκιπα Γεωργίου, μετά από 3 χρόνια το 1894 θα στεφόταν Τσάρος πασών των Ρωσιών της Αυτοκρατορίας για τα επόμενα 23 χρόνια. Ώσπου, ο τελευταίος της δυναστείας των Ρομανόφ, αυτή τη φορά στα 50 του χρόνια, εκείνος και όλη η οικογένειά του, δεν θα γλίτωναν τον φρικτό θάνατο από την επαναστατημένη Ρωσία των Μπολσεβίκων.
Όσο για τον σωματώδη Έλληνα εξάδελφο, επτά χρόνια μετά το γεγονός, θα αναλάμβανε, κυρίως με την υποστήριξη του ίδιου του Τσάρου πλέον Νικολάου Β’ που του χρωστούσε τη ζωή του, αλλά και τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων, ως Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας μέχρι το 1906. Και καθώς η Ιστορία έχει γυρίσματα, ακριβώς 50 χρόνια μετά, το Μάιο του 1941, ο πρίγκιπας Γεώργιος θα περιπλανιόταν επί τρία μερόνυχτα φυγάς στα Λευκά όρη της Κρήτης μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας για να γλιτώσει από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Γερμανών και να φυγαδευτούν ασφαλείς με ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο στην Αλεξάνδρεια. Για να πεθάνει, τυχερότερος εκείνος, στα 88 του χρόνια αυτοεξόριστος στη Γαλλία.