-Όταν πέθαινε ο θείος μου ο Τριαντάφυλλος, στα τελευταία του, είχε πέσει σε παραμιλητό. Ρώτησα τότε την γιαγιά Θεοδώρα που τον πρόσεχε «Τι λέει, γιαγιά;» «Σσσς» μου απάντησε. «Μην τον ταράζεις. Βλέπει τον άγγελό του. Ήρθε να πάρει την ψυχή του να την πάει στον άλλο κόσμο, στον κόσμο των πεθαμένων». Μας διηγούνταν ο Αρίστος.
Όλοι οι άνθρωποι πιστεύομε ότι μετά τον θάνατο δεν εξαφανιζόμαστε. Η ψυχή μας πηγαίνει σε κάποιον άλλο χώρο. Και εκεί εξακολουθούμε να υπάρχομε. Αυτό το επιβεβαιώνουν και όλες οι θρησκείες του κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χώρος αυτός βρίσκεται κάτω από την γη που πατούν οι ζωντανοί, είναι μισοσκότεινος και οι ψυχές ζουν εκεί θλιμμένες. Όταν ο αρχαίος Οδυσσέας, μέσα στις άλλες περιπέτειές του, κατέβηκε και στον Άδη, στον Κάτω Κόσμο, για να πάρει κάποια συμβουλή από τον πεθαμένο μάντη Τειρεσία, εκεί συνάντησε την μητέρα του.
«Παιδί μου, πώς ήρθες εδώ, ζωντανός εσύ, στο ζοφερό σκοτάδι;» Συγκινήθηκε ο Οδυσσέας και κλαίγοντας σκεφτότανε πώς ν’ αγκαλιάσει την ψυχή της θλιβερής του μάνας. Γιατί του ξέφευγε σαν ίσκιος. Της παραπονέθηκε και εκείνη του εξήγησε ότι έτσι είναι η μοίρα των πεθαμένων. Γυρίζουν θλιμμένοι σαν σκιές μέσα στο μισοσκόταδο του Άδη. «Αμενηνά κάρηνα νεκύων» (ανήμπορα κεφάλια των πεθαμένων). Συνάντησε και τον ήρωα της Ιλιάδας, τον Αχιλλέα. Τον καλοτύχισε, γιατί, όσο ζούσε, ήταν άρχοντας λαών. Και τώρα, πεθαμένο, τον έβρισκε πάλι άρχοντα των νεκρών. Μα ο Αχιλλέας του απάντησε «Καλύτερα να ήμουν δούλος του πιο φτωχού ανθρώπου επάνω στην γη παρά άρχοντας των πεθαμένων στον Άδη».
Ο Χριστιανισμός διδάσκει ότι οι ψυχές μας, μετά τον θάνατο, πηγαίνουν κάπου στον ουρανό, όπου κρίνονται και ανταμείβονται ανάλογα με τις πράξεις μας στην επίγεια ζωή μας.
-Εσύ, Αρίστο, όταν πεθάνεις, ποιον θα ήθελες να συναντήσεις στον άλλο κόσμο; ρώτησε αστειευόμενος ο Νίκος.
-Εγώ τον Μέγα Αλέξανδρο, πρόλαβε και απάντησε ο Παντελής.
-Εγώ τον Αϊνστάιν, πετάχτηκε και ο Παύλος.
-Σας παρακαλώ, τον Αρίστο ρώτησα.
Ο Αρίστος σκεφτόταν.
-Τον αρχαίο Σωκράτη, απάντησε σε λίγο με σοβαρό ύφος . Αυτός είναι για μένα ο πόθος μου.
-Γιατί; τον ρωτήσαμε έκπληκτοι.
-Διότι κατά την γνώμη μου ο Σωκράτης υπήρξε ο πιο αγνός άνθρωπος από όσους έχουν ζήσει μέχρι τώρα στην οικουμένη. Μέγιστος, σοφότατος και ταπεινότατος διδάσκαλος. Δίδασκε την δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ήταν ένας προ Χριστού άγιος. Έλεγε ότι προτιμά να αδικείται παρά αυτός να αδικεί τους άλλους. Αγαπούσε τους νέους και τους δίδασκε το ωραίο, το δίκαιο και το αληθές. Με τις ερωτήσεις που τους υπέβαλλε τους έκανε μόνοι τους να βρίσκουν το σωστό και να απορρίπτουν το λάθος.
Τους γοήτευε με τον λόγο του. Κάποιοι συμπολίτες του τον φθόνησαν και τον έσυραν στα δικαστήρια. «Αδικεί Σωκράτης ούς η πόλις νομίζει θεούς ού νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισάγων. Αδικεί και τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος». (Είναι ένοχος ο Σωκράτης, γιατί δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη μας, αλλά εισάγει άλλους καινούργιους θεούς. Είναι ένοχος και επειδή διαφθείρει τους νέους. Προτεινόμενη ποινή: θάνατος).
Μια συνηθισμένη κατηγορία των φθονερών ανθρώπων. Τον συνέλαβαν οι Αθηναίοι, τον δίκασαν και τον καταδίκασαν παρασυρμένοι από τους φθονερούς και τους κακούς. Οι μαθητές του έδωσαν χρήματα σ τους φρουρούς των φυλακών, για να κάνουν τα στραβά μάτια να δραπετεύσει. Η καταδίκη του ήταν άδικη. Όλοι οι καλοί το καταλάβαιναν.
Ο Σωκράτης όμως αρνήθηκε. Αν και άδικα καταδικασμένος, έμεινε στην φυλακή, ήρεμος ήπιε το δηλητήριο (κώνειο) και πέθανε, υπακούοντας στους νόμους και τις διαταγές της πατρίδας του, μπροστά στα μάτια αγαπημένων του μαθητών που έκλαιγαν. Δεν ήθελε να παραβεί εκείνα που ο ίδιος δίδασκε. Είχε αγνότητα και μεγαλείο ψυχής που κανείς ως σήμερα δεν το έχει φτάσει. Και γι’ αυτό τον θαυμάζω. Όμως, σκέφτομαι, μέσα σε τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, που μέχρι τώρα έχουν πεθάνει, πώς θα τον βρω εκεί επάνω, στον ουρανό…
Ο Αρίστος μιλούσε σοβαρά. Δεν αστειευόταν. Κάποιο βιβλίο θα είχε διαβάσει για τον αρχαίο Σωκράτη.
-Μη στενοχωριέσαι, Αρίστο. Λίγοι είναι εκείνοι που υπήρξαν πραγματικώς αγαθοί στην ζωή τους, έκαναν καλό στους συνανθρώπους τους και βρίσκονται τελικά στον παράδεισο. Οι περισσότεροι υπήρξαν κακοί. Έβλαψαν. Και χάθηκαν στην κόλαση, είπε μισοαστεία μισοσοβαρά ο Νίκος.