Ο Φανούρης  ήταν (λέω ήταν) ένας χαρούμενος άνθρωπος. Με το καλαμπούρι του, με την χουβαρδοσύνη του, φιλόξενος, πάντοτε ευδιάθετος… Ένας καλόκαρδος και ευτυχισμένος νοικοκύρης. Παλιός υπάλληλος τράπεζας, συνταξιούχος τώρα και με περιουσία ένα μεγάλο ελαιώνα. Στα νιάτα του ερωτεύτηκε σφόδρα την Χαρίκλεια. Την παντρεύτηκε και μαζί της απόκτησε τρία παιδιά, ένα αγόρι, τον Προκόπη, και δύο κορίτσια. Ιδιαίτερα υπερήφανος ήταν ο Φανούρης για τον γιο του τον Προκόπη. Του έμοιαζε στην φάτσα και στον χαρακτήρα.

Όμως ο Προκόπης στα δεκαεννιά του χρόνια, ακριβώς μετά από τις πανελλήνιες εξετάσεις για πανεπιστήμιο (ήταν άριστος μαθητής) ξαφνικά παρουσίασε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Αφορούσε την καρδιά του. Δεν μου εξήγησαν ακριβώς τι. Τελικώς φάνηκε ότι ήταν τόσο σοβαρό, ώστε η μόνη σωτηρία του Προκόπη ήταν να βρεθεί καρδιακό μόσχευμα. Και περίμεναν. Και περνούσαν οι μήνες, έγινε χρόνος, δεύτερος χρόνος… Και μόσχευμα δεν βρισκότανε. Και η κατάσταση του Προκόπη συνεχώς χειροτέρευε.

Ώσπου στο τέλος του περασμένου φθινοπώρου ο Προκόπης, ο ευγενικός νέος, το όμορφο παλικάρι, το καμάρι του πατέρα του, ξαφνικά έπαθε συγκοπή και απεβίωσε. Θρήνος στην οικογένεια. Πόνος αβάσταχτος. Λύγισαν και ο πατέρας και η μάνα. Δεν το βάσταξαν. Από μια ευτυχισμένη οικογένεια, έγιναν η δυστυχέστερη οικογένεια της οικουμένης. Στενοχωριόνταν πολύ και τα κορίτσια, οι αδερφές του πεθαμένου.

Όμως το άτομο που σχεδόν εξοντώθηκε ήταν η μητέρα του Προκόπη. Σχεδόν τρελάθηκε. Ο μόνος που κάπως αντέχει ακόμη είναι ο πατέρας. Του τηλεφωνώ συχνά. Προσπαθεί, λέει, να παρηγορήσει τις δύο κόρες. Υπηρετεί και περιποιείται – όσο μπορεί – την σύζυγό του, που σχεδόν έχει τρελαθεί. Ανίκανη πια για νοικοκυριό. Είναι και χειμώνας τώρα. Μαυρίλα ο ουρανός έξω, παγωνιά, ερημιά στους δρόμους της κωμόπολης συμβάλλουν στο να μεγαλώνει η δική τους δυστυχία.

Προχθές που κοιμόνταν, όπως μου διηγήθηκε ο πατέρας Φανούρης, μετά τα μεσάνυχτα, που ο ψυχρός αέρας έξω σφύριζε και στα τζάμια έπεφταν ψιχάλες, ξαφνικά η γυναίκα του η Χαρίκλεια σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Ο Φανούρης την κοίταζε με απορία. Γύρευε η γυναίκα του μια κουβέρτα.

-Τι κάνεις; Πού θες να πας; την ρώτησε ο Φανούρης.

-Το παιδί, ο Προκόπης, κρυώνει. Μου το είπε. Μου παραπονέθηκε. Κρυώνει. Φυσάει παγωμένος αέρας… Βρέχει… Παγωνιά… Πάω να τον σκεπάσω…

-Στα καλά σου είσαι; Ασφαλώς στο όνειρό σου τον είδες… Στο νεκροταφείο θα πας τέτοια ώρα; Στον τάφο του θα τον σκεπάσεις; Τρελάθηκες;

-Κρυώνει… μουρμούριζε η Χαρίκλεια. Κρυώνει…

Και έκλαιγε η μάνα. Ο Φανούρης την αγκάλιασε και την φιλούσε. Και έκλαιγαν και οι δύο. Τα κορίτσια τους στο διπλανό δωμάτιο κοιμόνταν ήσυχα. Ο Φανούρης αφουγκράστηκε μια στιγμή. Δεν ακουγόταν τίποτε. Δεν τους πήραν χαμπάρι. Και έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι κλαίγοντας και οι δύο για αρκετή ώρα.

Στο τέλος η Χαρίκλεια είπε «Κρυώνω. Θέλω να πλαγιάσω».

Ο Φανούρης βοήθησε και την σκέπασε. Και την πήρε ο ύπνος.

Τυφλή η τύχη και το μέλλον αόρατο.