Παρ’ όλη τη λαίλαπα που μαστίζει τον ελληνικό λαό εδώ και οκτώ χρόνια, την ανέχεια και το άγχος που τον έχουν κυριεύσει, δεν παύουν να αναδεικνύονται και τα προτερήματά του.
Είμαστε ο πιο σκληρά δοκιμαζόμενος λαός της Ευρώπης, σε ό,τι έχει να κάνει όχι μόνο με το μέγεθος αλλά και την διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Όμως το φιλότιμο και ο πολιτισμός που βρίσκεται στο DNA του Έλληνα βρήκε πάλι την ευκαιρία να αναδειχθεί, σε ποσοστό που δεν υπήρξε ούτε υπάρχει σε άλλον λαό της Ευρώπης.
Βέβαια θα αναρωτηθεί κάποιος: «Για ποιον πολιτισμό μιλάς όταν πετάμε τα αποτσίγαρα και τα άδεια κουτιά στο δρόμο, όταν παραβιάζουμε συνεχώς τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όταν δεν σεβόμαστε τον ανήμπορο γέρο ή το μικρό παιδί, όταν… όταν… όταν…;»
Σ’ αυτά τα παραπάνω δεν μπορώ να βρώ κάποια απάντηση. Ούτε το ότι είμασταν υπόδουλοι σε λαούς άγριους για πολλά χρόνια μας αθωώνει. Ευτυχώς η νέα γενιά, τα παιδιά μας, φέρονται καλύτερα από εμάς. Άρα, υπάρχει ελπίδα.
Επανέρχομαι όμως σε αυτό που θέλω να εστιάσω. Όπως ξέρουμε πολλές χιλιάδες ανθρώπων κατατρεγμένων, που ο πόλεμος δεν τους έχει αφήσει τίποτα, προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους, περπάτησαν γυμνοί και πεινασμένοι ή θαλασσοπνίγηκαν για να φτάσουν στην πολιτισμένη Ευρώπη, ζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Ο λαός μας, παρά την παρατεταμένη οικονομική κρίση και παρ’ όλα τα προβλήματα και τις στερήσεις του άπλωσε το χέρι για να βοηθήσει αυτούς τους αναξιοπαθούντες ανθρώπους.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις εικόνες που έδειχναν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τη Λέσβο. Τις γιαγιάδες που τάιζαν το βρέφος, ενώ κάποιες άλλες περιέθαλπαν τη μητέρα του, μια νεαρή, τρομαγμένη, πεινασμένη και ταλαιπωρημένη γυναίκα.
Ούτε θα ξεχάσω τα δάκρυα του νησιώτη εκείνου που έβγαινε από τη θάλασσα κρατώντας στην αγκαλιά του ένα νεκρό προσφυγόπουλο. Ούτε τις αμέτρητες οικογένειες σε ολόκληρη την Ελλάδα που έβαλαν στο σπίτι τους και φρόντισαν, δίνοντας από το υστέρημά τους, κατατρεγμένες οικογένειες.
Με την ίδια στοργή το επίσημο κράτος, η εκκλησία, κοινωνικοί και άλλοι φορείς αγκάλιασαν όλους αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Βέβαια υπήρξαν και οι εξαιρέσεις, μόνο όμως για να επιβεβαιωθεί ο κανόνας.
Εδώ ο Ξένιος Ζεύς συμπορεύθηκε με την πεμπτουσία της χριστιανικής θρησκείας για να γίνει πράξη το «Αγαπάτε Αλλήλους», που αφορά όλους τους ανθρώπους χωρίς αποκλεισμούς και αστερίσκους.
Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στη χώρα μας, κάποιοι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι ύψωναν τείχη, κάποιοι άλλοι έκλειναν τα σύνορά τους με συρματοπλέγματα, ενώ άλλοι δεν δέχονταν κανέναν πρόσφυγα.
Την στάση του ελληνικού λαού κάποιοι την αναγνώρισαν και ίσως – χωρίς να είναι βέβαιο- την σύγκριναν με τον απαράδεκτο από κάθε πλευρά τρόπο αντίδρασης άλλων λαών της Ευρώπης.
Βέβαια κανείς Έλληνας που φέρθηκε με αυτό τον υπέροχο τρόπο σε αυτούς τους διωγμένους από τις πατρίδες τους ανθρώπους δεν το έκανε ζητώντας κάποιο αντάλλαγμα. Το έκανε γιατί έτσι θεώρησε ότι έπρεπε να φερθεί. Γιατί το έχει στο αίμα του.
Και σε τοπικό επίπεδο, όμως, ο Κρητικός λαός δεν υστέρησε. Η Περιφέρεια, οι Δήμοι, η Εκκλησία, οι κοινωνικοί φορείς και όλος ο λαός του νησιού δέχθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη να φιλοξενηθούν στο νησί μας κάποιοι από αυτούς τους ξεριζωμένους ανθρώπους, οι οποίοι είναι απόλυτα ευχαριστημένοι από την εδώ φιλοξενία τους.
Είναι αξιοθαύμαστος ακόμη ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο λαός του νησιού μας στην είδηση ότι θα έλθουν εδώ για να φιλοξενηθούν ασυνόδευτα παιδιά. Έγινε μια μεγάλη αγκαλιά. Θεωρώ ότι αυτό είναι μεγάλη ευλογία για το νησί μας.
Μπορεί ως λαός να είμαστε παρορμητικός, απρόβλεπτος και με πολλά άλλα ελαττώματα, η χώρα μας να είναι φτωχή, να υστερεί τεχνολογικά έναντι όλων των εταίρων και συμμάχων μας, όμως είναι πλούσια σε ανθρωπιά, κάτι που αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτισμού. Ο λαός μας πάντα σκύβει με αγάπη και στοργή πάνω από τον αδικημένο, τον πονεμένο, τον κατατρεγμένο, τον απελπισμένο, πεινασμένο. Διότι πώς αλλιώς μπορούμε να μιλάμε για πολιτισμό αν δεν έχει επίκεντρο τον άνθρωπο και μόνο τον άνθρωπο.
Και δεν είναι μόνο τώρα που ο Κρητικός έδειξε το μέγεθος της ανθρωπιάς του. Ακόμα θυμάμαι ένα γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο χωριό μου την Κάτω Σύμη Βιάννου, όπως μου το διηγήθηκε ο πρωταγωνιστής συγχωριανός μου.
«Σε μάχη που έγινε σε λόφο κοντά στο χωριό, οι αντάρτες αποδεκάτισαν τους Γερμανούς που σκόπευαν να το κάψουν. Μάλιστα καμιά 30αριά απ’ αυτούς οδηγήθηκαν και για εκτέλεση.
Καθώς κατέβαινα τον λόφο απ’ όπου βάλαμε κατά των Γερμανών, βρήκα έναν Γερμανό στρατιώτη, ένα νέο παλικάρι, τραυματισμένο, με ζωγραφισμένο τον πόνο και τον τρόμο στο πρόσωπό του. Ετοιμαζόμουν να τον αποτελειώσω, όμως η ικεσία και ο πόνος που καθρεφτίζονταν στο βλέμμα του δεν με άφησαν. Γονάτισα δίπλα του, του έδωσα λίγο νερό από το παγούρι μου, ψιθυρίζοντάς του κουράγιο. Όμως μετά από λίγο το νεαρό αυτό παλικάρι έσβησε…
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Έκλαιγα για έναν άνθρωπο, έναν εχθρό, που έφυγε από τη ζωή τόσο νέος. Δεν θα ξεχάσω όσο χτυπά το λακί μου εκείνο το βλέμμα του…».
Και να σκεφτεί κανείς ότι λίγες μέρες πριν, σ’ ένα μετόχι, στο Λουτράκι της Κάτω Σύμης, οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ τη μάνα, την κόρη και το ενός έτους μωρό της κόρης.
Ένα άλλο περιστατικό:
Η θειά, το Λενιώ όπως την λέγαμε, μια γερόντισσα που πρόλαβα στα παιδικά μου χρόνια, συνήθιζε να πηγαίνει επίσκεψη στο ένα σπίτι και το κέρασμα – ένα μήλο ή ένα αχλάδι – να το βάζει στην μπουγιούκα της (δηλαδή στην τσέπη της) και να το κάνει δώρο στο επόμενο σπίτι που επισκεπτόταν κ.ο.κ.
Μια φορά περνούσε από το σπίτι της ένα ζευγάρι Γάλλων. Τους κάλεσε στο φτωχικό της και τους έκανε και το τραπέζι. Όταν τις επόμενες μέρες την ρωτούσαν οι χωριανοί πώς κατάφερε να συνεννοηθεί με τους Γάλλους απάντησε: «Με τα μάτια και την καρδιά»… Τα σχόλια περιττεύουν.
Είναι γνωστό το γεγονός -το έγραψαν εφημερίδες και περιοδικά, το είπαν ραδιόφωνα, το έδειξε η τηλεόραση- της γιαγιούλας στο γερμανικό νεκροταφείο που όταν την ρώτησε ένας Γερμανός επισκέπτης γιατί ανάβει τα καντήλια στους τάφους των εχθρών της απάντησε: «Μάνα τους γέννησε και αυτούς παιδί μου».
Υπάρχει βοσκός στη Μεσαρά ο οποίος τη νύχτα γυρνά και κρεμά αρνιά στις πόρτες ανθρώπων που γνωρίζει ότι έχουν ανάγκη, για να εξαφανιστεί αφού τους ειδοποιήσει με ένα χτύπημα στην πόρτα τους, χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί. Ανοίγουν οι άνθρωποι και βλέπουν το αρνί κρεμασμένο στην πόρτα τους.
Όταν, μάλιστα κάποιος που κατάλαβε τον αποστολέα του αρνιού τον ρώτησε: «Εσύ μου έφερες ένα αρνί οψές;» εκείνος απάντησε: «Γιάντα να σου φέρω αρνί; Δε θυμούμαι να μου παράγγειλες».
Πρόσφατα μου διηγήθηκαν και ένα περιστατικό για μια νέα κοπέλα που περίμενε την συγκάτοικό της να σχολάσει από το σούπερ μάρκετ που δούλευε για να επιστρέψουν μαζί στο σπίτι. Σε απόσταση ελάχιστων μέτρων μια νέα γυναίκα έψαχνε να βρει κάτι φαγώσιμο στους κάδους, έχοντας στην αγκαλιά της και ένα παιδάκι δύο-τριών χρονών. Η κοπέλα δεν είχε χρήματα μαζί της. Πήρε όμως τηλέφωνο τη συγκάτοικό της, της ζήτησε 10 ευρώ τα οποία με τη σειρά της έδωσε στην νεαρή μητέρα, η οποία ήταν χήρα με τρία μικρά παιδιά.
Υπάρχουν ακόμη γιατροί που επισκέπτονται για πολύ καιρό στο σπίτι τους μακροχρόνια ασθενείς χωρίς ποτέ να ζητήσουν χρήματα για τις ιατρικές τους συμβουλές.
Όλα αυτά αποδεικνύουν περίτρανα ότι ζούμε σε μια υπέροχη, μοναδική χώρα που οι λέξεις φιλότιμο και πολιτισμός έχουν κυρίαρχη θέση στον τρόπο με τον οποίο φερόμαστε στους αδύναμους, τους πονεμένους και δυστυχισμένους συνανθρώπους μας.