Μετά το έπος της Εθνικής Αντίστασης, οι δύο πλευρές, η επίσημη Κυβερνητική της Μέσης Ανατολής και η ΕΑΜική, που ήταν από πλευράς ισχύος μεγαλύτερη, έφθασαν στην Αθήνα, ειρηνικά, την ώρα της απελευθέρωσης, 12 Οκτωβρίου 1944.
Το Σάββατο, όμως, στις 2 Δεκεμβρίου, στο μεγάλο συλλαλητήριο της Αθήνας, ο αστυνομικός Διευθυντής Άγγελος Έβερτ, με διαταγή που θα ήρθε από τον επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων Σκόμπυ, που είχαν έρθει ταυτόχρονα στην Ελλάδα, χτυπήθηκαν οι άοπλοι διαδηλωτές. Έτσι, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέφερε στον Πρόεδρο Ρούσβελτ ότι “η ελληνική αστυνομία είχε φονεύσει 21 και τραυματίσει 150 πολίτες διαδηλωτές”.
Ακολούθησαν τα “Δεκεμβριανά”, η “Μάχη της Αθήνας”, ως τον Ιανουάριο του 1945, μεταξύ αφ’ ενός των ενόπλων δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και από την άλλη των ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων, οι οποίες συνεπικουρούντο από φιλελεύθερους, φιλομοναρχικούς και πρώην συνεργάτες των δυνάμεων Κατοχής.
Μετά από διαβουλεύσεις, συνήφθη η “Συμφωνία της Βάρκιζας” από την Κυβέρνηση Πλαστήρα, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, ανάμεσα στις κυβερνητικές βρετανικές δυνάμεις και το ΕΑΜ, εκπροσωπούμενο από τον Τσιριμώκο, Σιάντο και Παρτσαλίδη, καθώς και τον Στρατηγό Σαράφη. Ως εκ τούτου, “κατηρτίσθη το σχέδιον αφοπλισμού των ανταρτικών σωμάτων του ΕΑΜ” (εφ. ΕΘΝΟΣ, 8-2-1945), χωρίς, όμως, την άρση του στρατιωτικού νόμου που υπήρχε σε ισχύ.
Μερικές μονάδες του ΕΛΑΣ, όπως και ο Άρης Βελουχιώτης, Αρχηγός του ΕΛΑΣ, αρνήθηκαν τη Συμφωνία και παρέμειναν στο βουνό, αποκηρυγμένοι από το Κ.Κ.Ε.
Με τη συμφωνία, ο ΕΛΑΣ παρέδωσε τον οπλισμό, χωρίς όρους και εγγυήσεις, αφήνοντας εκτεθειμένους τους οπαδούς του, που άρχισαν έκτοτε οι διωγμοί τους και τα φακελώματα. Ως εκ τούτου, μετά από τη συμφωνία, δεν ήταν πλέον ευνόητο, ως αποδείχθηκε, να ξαναρχίσει, χωρίς εξοπλισμό, σε ενάμιση χρόνο ο καταστροφικός εμφύλιος (1946-1949).
Το ελληνικό μετακατοχικό ζήτημα έχει ένα επιπλέον ιστορικό ενδιαφέρον, γιατί απασχόλησε τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, στα πλαίσια της μεταπολεμικής Ευρώπης. Ήδη, στις 18 Οκτωβρίου 1944, ημέρα που έρχεται ο Γεώργιος Παπανδρέου και οι Βρετανοί στην Ελλάδα, ο Μπρεχτ, αναφερόμενος σ’ αυτόν, γράφει ειρωνικά στο ημερολόγιό του: “Η Ελλάδα περιμένει, μένεα πνέουσα, το βασιλιά της” (Βάσος Μαθιόπουλος, “Ο Δεκέμβριος του 1944”, εκδ. Λιβάνης, Αθήνα, 1994).
Μετά μάλιστα τα Δεκεμβριανά, κοντά στα γεγονότα της Βάρκιζας, ο Bertolt Brecht διατυπώνει ποιητικά το ελληνικό πολιτικό δράμα, τις ένοπλες συγκρούσεις της περιόδου και την ανάμειξη του αγγλικού παράγοντα, με το ποίημά του:
“Όταν μαθεύτηκε η αιματοχυσία που έκαναν οι Τόρηδες στην Ελλάδα”[Auf die Nachricht von den Toryblutbädern in Griechenland]
Εκεί όπου η βρωμιά είναι πιο μεγάλη,
εκεί ακούς τα πιο μεγάλα λόγια.
Μ’ αν πρέπει τη μύτη σου να φράξεις,
πώς θα φράξεις την ίδιαν ώρα και τ’ αυτιά σου;
Αν δεν είχαν βραχνιάσει τα κανόνια τους
θα λέγανε: ρίχνουμε για να τηρήσουμε την τάξη.
Αν ο χασάπης πρόφταινε ν’ ανασάνει,
θα ’λεγε: κέρδος κανένα εγώ δεν έχω.
Σαν οι συμπατριώτες μου ελληνιστές
διωχτήκανε απ’ τους ομηρικούς τους κάμπους
όπου αναζητούσαν λιόλαδο και κοπάδια,
οι ελευθερωτές γύρισαν απ’ τη μάχη
και βρήκανε καινούρια αφεντικά
να κυβερνάν τις πολιτείες τους.
Κι απ’ τα κανόνια ανάμεσα
προβάλανε οι έμποροι.
(1944)
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
Όταν αναφέρεται στους “Τόρηδες”, ο Μπρεχτ σαφώς εννοεί τους Βρετανούς και τη συμμετοχή τους στα γεγονότα της Αθήνας, χαρακτηρίζοντας ως “αιματοχυσία”, λουτρό αίματος την προσπάθειά τους για την παλινόρθωση της βασιλείας στην Ελλάδα και τη διατήρησή της στη σφαίρα της βρετανικής επιρροής.
Με την έκφραση “η βρωμιά είναι πιο μεγάλη” αναφέρεται σε μεθόδους πολιτικές, αλλά και στη συμμετοχή των πρώην συνεργατών των Γερμανών, κατά την Κατοχή, στα γεγονότα της Αθήνας.
Η έκφραση “αν δεν είχαν βραχνιάσει τα κανόνια τους”, αν δεν είχαν κουραστεί, κατά κυριολεξία, οι Βρετανοί, θα ισχυρίζονταν πως διεξάγουν τις μάχες για τη διασφάλιση της “τάξης”. Μάλιστα, στους επόμενους στίχους αποκαλεί τους Βρετανούς με τον χαρακτηρισμό “ο χασάπης”, οι οποίοι, αν πρόφταναν να ξεκουραστούν από τον πόλεμο, θα έλεγαν ότι δεν είχαν κανένα “κέρδος” από τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα.
Στους επόμενους στίχους, ο Μπρεχτ αναφέρεται στους συμπατριώτες του “ελληνιστές”, οι οποίοι μελετούσαν Όμηρο και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, “σαν διωχτήκανε απ’ τους ομηρικούς τους κάμπους”, όπου αναζητούσαν απλώς “λιόλαδο” και κοπάδια με πρόβατα, και επέστρεψαν από τον πόλεμο νικητές οι ελευθερωτές, βρήκανε “καινούρια αφεντικά” να κυβερνούν τη χώρα τους, τους Βρετανούς.
Μέσα από τα γεγονότα και τις συγκρούσεις της περιόδου, το αποτέλεσμα ήταν, “απ’ τα κανόνια ανάμεσα”, να ξεπροβάλλουν, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση, οι έμποροι, οι κερδοσκόποι.
Την ως άνω εικόνα του ελληνικού δράματος, από τα Δεκεμβριανά ως τη Βάρκιζα, αποδίδει ποιητικά, με έντονα χρώματα και εκφράσεις ο Μπρεχτ. Μια εικόνα ενός διχαστικού κλίματος, αδύνατης συνεννόησης των δυο ελληνικών πολιτικών πλευρών, που δεν βοηθούσαν την αμοιβαία προσέγγιση, συνεπικουρούμενες από τον βρετανικό παράγοντα.
Με άμεσο αποτέλεσμα, εκτός των αιματηρών γεγονότων, τη μη παραχώρηση αμνηστίας στη Βάρκιζα, για τα Δεκεμβριανά, λόγω πολιτικών λαθών, ιδίως της ηγεσίας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Με ιστορική συνέπεια, εκτός των άλλων, την παλινόρθωση της βασιλείας, τη “Λευκή Τρομοκρατία” που ακολούθησε, εναντίον των ΕΑΜιτών, αλλά και φιλελεύθερων, σοσιαλιστών δημοκρατικών και εν τέλει τον ερχομό του νέου αιματηρού αδελφοκτόνου διχασμού.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι καθηγητής ιστορίας-συγγραφέας