Ο πηδηχτός χορός στην περιοχή των Αστερουσίων σήμερα ακολουθεί τη μελωδία του λυράρη Κώστα Παπαδάκη ή Λυρατζάκι από το Μεσοχωριό, ο οποίος μαθήτευσε στον θρυλικό Κώστα Φουστάνη από την Πόμπια. Τα γυρίσματα είναι κοφτά, ενώ η μελωδία χαρακτηρίζεται από μια δωρική λιτότητα.
Εδώ συναντούμε έντονα μαντουρίσματα, όπως και στην καστρινή έκφανση. Η λύρα μπορεί να συνοδεύεται από λαούτο, μαντολίνο ή μαντόλα. Τα βήματα περιλαμβάνουν ένα «κουτσό» με το δεξί στην αρχή μια «σούστα», τρία απλά βήματα και άρση του δεξιού (το ίδιο γίνεται και προς τα πίσω).
Στην περιοχή της Βιάννου συναντούμε τον ίδιο βηματισμό με πρώτο βήμα, όμως, το αριστερό. Και στις δυο περιοχές το πέλμα πατά ολόκληρο στη γη. Εδώ φαίνεται η ορεινή ανθρωπογεωγραφία του χορού, η οποία χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο διασκελισμό βημάτων και τη μεγαλύτερη επαφή με τη γη, δηλαδή πατά ολόκληρο το πέλμα, καθώς ο χορευτής έχει μάθει να κινείται στο βουνό. Αυτή η επισήμανση γίνεται για πρώτη φορά από τον Γιώργο Χατζηδάκι («Κρητική μουσική», Αθήνα 1958):
«Οι ορεινοί πηδούν πολύ εις τον χορόν, διατηρούν εντούτοις την απλότητα του ρυθμού, διακρίνοντες ευκρινώς την κίνησιν αυτού. Οι κάτοικοι των πεδινών επαρχιών εκτελούν ηρεμωτέρας και πλέον κανονικάς κινήσεις. Παρεμβάλλοντες όμως, πολλούς και πυκνούς βηματισμούς εις την κίνησιν των ρυθμών καλύπτουν την απλότητα αυτών και καθιστούν πολύπλοκον την όρχησιν. Αι ποικιλλίαι αύται των βηματισμών δίδουν ευκαιρίαν εις τον χορευτήν να αναπτύξει πολλήν ευκινησίαν και χάριν του σώματος, παρέχουν δ’ εις αυτόν ελευθερίαν να εκτελεί βηματισμούς ιδίας εμπνεύσεως».
Είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος χορεύει όπως βαδίζει. Η βάδιση με τη σειρά της καθορίζεται από τη γεωγραφία του χώρου, την άσκηση του σώματος, την επαγγελματική ενασχόληση και την ψυχολογία του ανθρώπου. Ο αστός, ο οποίος κινείται σε περιορισμένο χώρο (δρόμοι, σπίτια), εργάζεται σε γραφεία (άρα κάθεται πολλές ώρες) και ασκείται ελάχιστα, χορεύει με το ανάλογο ύφος, δηλαδή μικρά βήματα, πατά στις μύτες των ποδιών κάνοντας πολλούς μικρούς βηματισμούς.
Ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος, οι οποίοι κινούνται στη φύση προτιμούν μεγάλα βήματα με ολόκληρο το πέλμα, διότι έχουν ευρυχωρία και νοιώθουν καλύτερη ισορροπία, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν τη δεξιοτεχνία τους με μεγαλύτερα άλματα, καθώς έχουν και την ανάλογη σωματική ρώμη για να τα εκτελέσουν. Όλα αυτά, βέβαια, ίσχυαν στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες της Κρήτης μέχρι την δεκαετία του 1970, καθώς σήμερα έχει επικρατήσει ο τρόπος εκμάθηση του χορού των χοροδιδασκαλείων.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι η ορθή ονομασία του μαλεβιζιώτη είναι πηδηχτός χορός της Ανατολικής Κρήτης ή απλά πηδηχτός. Η μελωδία του χορού από τα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα είχε ανάκατα στοιχεία ηρακλειώτικων (Πεδιάδα, Ανατολικά Αστερούσια και Μεγάλο Κάστρο) και λασιθιώτικων (Σητεία, Ιεράπετρα) σκοπών.
Ο βηματισμός παραδοσιακά είναι στραταριστός με δεξιόστροφη φορά και τα 3/4 ή και ολόκληρο το πέλμα σε επαφή με τη γη. Ο επιτόπιος χορός, τα μαντουρίσματα, γίνονται όταν η λύρα ή το βιολί μιμείται τον ήχο της ασκομαντούρας. Εναλλαγές του βηματισμού υπάρχουν ανάλογα με την περιοχή. Σήμερα έχει επικρατήσει μια μελωδία, η οποία έχει το ρεθυμνιώτικο ηχόχρωμα του Σκορδαλού και του Μουντάκη, όπως όλοι γνωρίζουν.
*Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης, είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος