(Μέρος Β’)

Στο φύλλο της Δευτέρας 4  Ιουνίου 2018 δημοσιεύτηκε το πρώτο μέρος του λόγου του Βάτσλαβ Χάβελ «Ο πειρασμός της εξουσίας». Ο Χάβελ στο κείμενό του αυτό που εκφώνησε στη Στοκχόλμη στην τελετή, όπου του απενεμήθη το βραβείο  Sonning, έθετε το ερώτημα γιατί οι άνθρωποι επιδιώκουν να αποκτήσουν πολιτική εξουσία και αξιώματα και γιατί δυσκολεύονται να τα εγκαταλείψουν.

Απαριθμεί τρεις αιτίες: 1) Οραματίζονται μια καλύτερη κοινωνία 2) Θέλουν να επιβεβαιώσουν τον εαυτό τους και να καταξιωθούν κοινωνικά και 3) Παρακινούνται από τα ποικίλα προνόμια που αναγκαστικά συνοδεύουν την ζωή ενός πολιτικού ακόμα και στα δημοκρατικότερα καθεστώτα, δηλαδή, τιμές, πρώτη θέση στις εκδηλώσεις, αυτοκίνητο και οδηγό, θαυμασμό από όμορφες γυναίκες, πολυτελή διαμονή σε ξενοδοχεία, ερωτικές κατακτήσεις. Οι τρεις αυτοί λόγοι κατά την άποψη του συλλειτουργούν και συνιστούν τη σφοδρή επιθυμία να αναλάβουν ορισμένοι εξουσιαστικούς ρόλους.

Ο ίδιος είναι βέβαιος ότι ήταν η αίσθηση του χρέους που τον ώθησε, αλλά αναρωτιέται μήπως επηρεάστηκε και από τα άλλα κίνητρα. Έχει ξεχάσει να οδηγεί, έχει ξεχάσει την τιμή του εισιτηρίου στο λεωφορείο, έχει βρεθεί με πολλά προνόμια που θεωρεί ότι δεν τα επιδίωξε, αλλά είναι αναγκαία, για να ασκήσει το ρόλο του ως προέδρου της χώρας του.

Σήμερα δημοσιεύεται το δεύτερο μέρος του λόγου του. Θεωρώ ότι η ανάγνωση του κειμένου είναι αποκαλυπτική. Παράλληλα το κείμενο αυτό, ίσως, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα δοκιμιακού λόγου με λογική διάρθρωση, επιχειρήματα και τέχνη σπάνια. Η επικαιρότητά του για τη χώρα μας είναι εμφανής. Καθένας ας δει τον εαυτό του ή τους πολιτικούς μας άρχοντες και ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Επίσης, το αφιερώνω στους συναδέλφους μου καθηγητές και στα παιδιά που διαγωνίζονται για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και θα ήθελαν να αποκτήσουν την τεχνική συγγραφής ενός δοκιμιακού λόγου στον οποίο εξετάζονται. Τους εύχομαι να αγαπήσουν τη ζωή και όλα θα πάνε καλά.

Και το χειρότερο, όλα τούτα έχουν την αλεξίσφαιρη λογική τους! Θα ήμουν γελοίος και αξιοκαταφρόνητος αν έχανα σημαντικότατες για τα συμφέροντα της χώρας μου διαπραγματεύσεις αναλώνοντας τον προεδρικό μου χρόνο στον προθάλαμο του οδοντιάτρου, σε ουρές στο κρεοπωλείο, σε απεγνωσμένες προσπάθειες να νικήσω το σκουριασμένο τηλεφωνικό δίκτυο της Πράγας ή να σταματήσω ένα ταξί χωρίς να είμαι ο τύπος που δείχνει ότι έρχεται από τη Δύση, άρα γεμάτος δολάρια.

Πού σταματά όμως η λογική και η αντικειμενική αναγκαιότητα και αρχίζουν οι δικαιολογίες; Πού σταματά το συμφέρον της πατρίδας και αρχίζει η χαρά των καθολικευμένων προνομίων; Γνωρίζουμε, δεν είμαστε καθόλου σε θέση να γνωρίσουμε το σημείο όπου σταματά το συμφέρον της πατρίδας στο βωμό του οποίου φέρουμε τη θυσία,  να ανεχθούμε τα προνόμιά μας και όπου αρχίζουν να μας ενδιαφέρουν αυτά τα ίδια τα προνόμια, με τη δικαιολογία ότι είναι για το καλό του τόπου;

Ξανά, λοιπόν, όντας στην εξουσία, είμαι μόνιμα ύποπτος στον εαυτό μου. Όχι μόνο αυτό: αρχίζω ξαφνικά να έχω αυξημένη κατανόηση για εκείνους που τη μάχη τους με τον πειρασμό της εξουσίας  σιγά-σιγά την χάνουν  και, ξεγελώντας τους εαυτούς τους ότι δήθεν ακόμη υπηρετούν αποκλειστικά και μόνο την πατρίδα, όλο και πιο επικίνδυνα κρύβονται πίσω από την πεποίθηση για τη λαμπρότητα του ατόμου τους, συνηθίζοντας τα προνόμια σαν κάτι το αυτονόητο.

Ο πειρασμός της εξουσίας ενέχει κάτι το ύπουλο, κάτι το παραπλανητικό και διφορούμενο: αφενός μεν η πολιτική εξουσία δίνει στον άνθρωπο την καταπληκτική ευκαιρία να επαληθευθεί από το πρωί ως το βράδυ ότι πραγματικά υπάρχει και ότι έχει μιαν αδιαμφισβήτητη ταυτότητα, που με κάθε λέξη ή πράξη χαράζεται πολύ φανερά στον κόσμο γύρω του. Παράλληλα όμως η ίδια αυτή πολιτική εξουσία, μαζί με όλα όσα λογικά την συνοδεύουν, κρύβει ένα φοβερό κίνδυνο: ότι προφασιζόμενη πως επιβεβαιώνει την ύπαρξη και την ταυτότητα μας,  ανεπαίσθητα αλλά ανεπανόρθωτα θα μας την πάρει.  Διότι ο άνθρωπος που ξέχασε να οδηγεί αυτοκίνητο, να ψωνίζει, να ψήνει καφέ και να τηλεφωνεί δεν είναι πια ο ίδιος με τον άνθρωπο που ήξερε να τα κάνει όλα αυτά. Ο άνθρωπος που ποτέ στη ζωή του δεν είδε τον εαυτό του με το μάτι της τηλεοπτικής κάμερας και ξαφνικά υποτάσσει την κάθε του κίνηση στο βλέμμα της δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος. Τον εξουσιάζει κάτι άλλο: το αξίωμα του, οι απαιτήσεις του, οι συνέπειες, τα συνοδευτικά φαινόμενα, τα προνόμια.

Ο πειρασμός αυτός έχει κάτι το θανατηφόρο.  Κάτω από τη φαινομενική υπαρξιακή επιβεβαίωση συντελείται απαλλοτρίωση, αποξένωση, νέκρωση της ύπαρξης. Ο  άνθρωπος απολιθώνεται σε προτομή. Η προτομή βέβαια τονίζει την αιώνια δόξα και σημασία του ατόμου του, ταυτόχρονα όμως είναι μόνο ένα κομμάτι νεκρής πέτρας.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά;

Το συμπέρασμα οπωσδήποτε δεν είναι ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να ασχολείται με την πολιτική, επειδή η πολιτική είναι εξ ορισμού ανήθικη.

Το συμπέρασμα είναι άλλο: η πολιτική είναι ένα πεδίο ανθρώπινης δράσης που απαιτεί αυξημένες ικανότητες ως προς το αίσθημα του ήθους, τη δυνατότητα κριτικής αυτοσυλλογής, την πραγματική ευθύνη, την καλαισθησία και την διακριτικότητα, την ικανότητα διείσδυσης στην ψυχή του συνανθρώπου, το αίσθημα του μέτρου, την ταπεινότητα. Είναι ένα επάγγελμα για τους εξαιρετικά σεμνούς ανθρώπους, για τους απαραπλάνητους.

Όσοι ισχυρίζονται ότι η πολιτική είναι βρώμικη ψεύδονται. Η πολιτική είναι απλά μια δουλειά που απαιτεί ιδιαίτερα καθαρούς ανθρώπους, επειδή είναι πολύ εύκολο, ασκώντας το επάγγελμα αυτό να σπιλωθούμε ηθικά.

Είναι τόσο εύκολο που χωρίς συνεχή επαγρύπνηση δεν μπορεί κανείς ούτε καν να το προσέξει.

Με την πολιτική θα ‘πρεπε λοιπόν να ασχολούνται μόνο άνθρωποι ιδιαίτερα άγρυπνοι, ιδιαίτερα προσεκτικοί στο δέλεαρ υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης που φέρει μαζί της η πολιτική εξουσία.

Δεν ξέρω καθόλου αν ανήκω στους άγρυπνους αυτούς ανθρώπους. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα έπρεπε να ανήκω σ’ αυτούς εφόσον δέχτηκα το αξίωμά μου.