Σε μια στιγμή που η πολιτική έχει πλήρως απαξιωθεί.         Που με γενικολογίες και στερεότυπα όλοι θεωρείται ότι τα παίρνουν, ότι ωθούνται μόνο από το προσωπικό τους συμφέρον και εκτελούν απλώς εντολές του κομματικού αρχηγού.

Που η Δημοκρατία στη χώρα μας αμφισβητείται, ακόμα και μέσα στο ιερό της τέμενος, στη Βουλή.

Που οι πολίτες μεταθέτουν τις ευθύνες στους άλλους.

Που ο διχασμός καλλιεργείται από αφελείς, που ανοήτως πριονίζουν το κλαδί που κάθονται.

Που ανενδοίαστα συμπράττουν αντιφατικά αντίθετα κόμματα και κυβερνούν.

Εξαπατούν και εκπέμπουν πολιτικό λόγο μέσα και έξω από τη Βουλή.

Που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, ποιοι άραγε με την ψήφο τους τους εξέλεξαν.

Για όλα αυτά και για πολλά άλλα, επειδή πλησιάζουμε σε εκλογές θεώρησα χρήσιμο να αναδημοσιευτεί ο λόγος αυτός του Β. Χάβελ, όχι μόνο ως κείμενο πολιτικό με υψηλό ήθος, αλλά και ως παράδειγμα δοκιμιακού λόγου με δομή και χάρη μοναδική. Πολλά χρόνια το δίδασκα στους μαθητές της Γ’ Λυκείου και οι συζητήσεις μας ήταν ενδιαφέρουσες. Σήμερα εκείνοι έχουν ενεργό δράση στην κοινωνία του Ηρακλείου και της Επισκοπής Πεδιάδος, όπου υπηρέτησα. Ίσως να γίνει αφορμή συζητήσεων και στις παρέες  και να βοηθήσει να εμπλουτίσουμε τη σκέψη μας ως πολίτες που τελικά καλούμαστε να δώσουμε σάρκα και οστά με την ψήφο και τη δράση μας στο μέχρι σήμερα καλύτερο πολίτευμα που εφηύρε ο άνθρωπος. Στο πολίτευμα του μέτρου, τη Δημοκρατία που υπηρετεί τις κορυφαίες σταθερές αξίες της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας και δικαιώνει τον άνθρωπο.

Ζ. Καραταράκης

(Ακολουθεί το κείμενο του Β. Χάβελ)

Ο πειρασμός της εξουσίας

(Μέρος Α’)

Γιατί, αλήθεια, οι άνθρωποι ποθούν την πολιτική εξουσία και γιατί – όταν την αποκτούν –  δυσκολεύονται τόσο πολύ να την εγκαταλείψουν;

Κατά πρώτο λόγο οι άνθρωποι ωθούνται προς την πολιτική από τα οράματά τους για μια καλύτερη κοινωνική διάταξη, από την πίστη τους σε ορισμένα, καλώς ή κακώς εννοούμενα ιδανικά και αξίες και από την ανάγκη ή την ακατάσχετη ορμή να αγωνιστούν γι’ αυτά και να τα κάνουν πραγματικότητα.

Κατά δεύτερο λόγο, τους οδηγεί πιθανώς μια φυσιολογική σε κάθε άνθρωπο επιθυμία για επιβεβαίωση του εαυτού τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί ελκυστικότερο τρόπο να επισφραγίσει την ύπαρξη του και να βεβαιωθεί για την αξία της από τον τρόπο που μας προσφέρει η εξουσία;

Στην τρίτη κατηγορία λόγων που κάνουν ίσως πολλούς ανθρώπους να ποθούν την εξουσία και να είναι τόσο απρόθυμοι να την εγκαταλείψουν ανήκουν τα ποικίλα προνόμια τα οποία αναγκαστικά συνοδεύουν τη ζωή ενός πολιτικού, ακόμη και στα δημοκρατικότερα καθεστώτα.

Αυτοί  οι τρεις λόγοι περιπλέκονται πάντοτε μεταξύ τους με τον πιο πολύπλοκο τρόπο και πολλές φορές είναι σχεδόν αδύνατον να καθορίσουμε ποιος από τους τρεις υπερισχύει. Σχεδόν πάντα πίσω από τους λόγους της πρώτης κατηγορίας κρύβονται οι λόγοι των άλλων δύο. Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω πολιτικό που να καταδέχεται να ομολογήσει στον κόσμο ή έστω και στον εαυτό του την επισφράγιση της  σημασίας και της αξίας του ατόμου του ή – ακόμη χειρότερα – ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να μπορέσει να γευτεί τα προνόμια που του προσφέρει η εξουσία. Αντίθετα, όλοι επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά ότι εκείνο που επιδιώκουμε δεν είναι η εξουσία καθεαυτή παρά μόνο ορισμένες γενικότερες αξίες και ότι η ευθύνη απέναντι στο σύνολο είναι το μοναδικό πρόσταγμα που μας κάνει να επωμιστούμε το βαρύ φορτίο του αξιώματος μας εν ονόματι των αξιών που υπερασπιζόμαστε….

Είμαι από εκείνους που βλέπουν την παραμονή τους στο πολιτικό αξίωμα ως έκφραση του αισθήματος ευθύνης, του αισθήματος χρέους, ακόμα και ως ένα είδος θυσίας. Όσο όμως παρατηρώ άλλους πολιτικούς τους οποίους γνωρίζω καλά και που διατείνονται ακριβώς τα ίδια, νιώθω την ανάγκη να αναλύομαι, ξανά και ξανά, και να θέτω στον εαυτό μου το ερώτημα: Μήπως κι εγώ παρ’ όλα αυτά αρχίζω να παραπλανώ τον εαυτό μου; Μήπως και στην δική μου περίπτωση πρόκειται περισσότερο για μια ανομολόγητη επιθυμία να βεβαιωθώ πως κάτι σημαίνω, άρα υπάρχω, παρά για αγνή προσφορά για το καλό του συνόλου;

Ιδιαίτερη προσοχή αξίζουν οι  λόγοι της τρίτης κατηγορίας που ανέφερα, δηλαδή, η επιδίωξη των προνομίων που συνεπάγεται η κατάκτηση της εξουσίας ή απλά και μόνο ο εθισμός σ΄ αυτά τα προνόμια. Είναι άκρως ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πόσο διαβολικός είναι Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ σ΄ αυτή τη συγκεκριμένη σφαίρα. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο όταν βρεθούν ξαφνικά στην εξουσία και πάντοτε με πολύ θάρρος κατήγγειλλαν τα προνόμια των ιθυνόντων, διότι αυτά ήταν η αιτία να μεγαλώνει ολοένα το χάσμα ανάμεσα στους ίδιους και όλους τους άλλους.

Εμείς οι ίδιοι, λοιπόν,  χωρίς να το θέλουμε φυσικά, αρχίζουμε να μοιάζουμε, πολλές φορές επικίνδυνα, με αυτούς ακριβώς τους κατακριτέους προκατόχους μας. Το γεγονός μας ενοχλεί, μας εξοργίζει, διαπιστώνουμε, όμως, ότι δεν ξέρουμε πώς  – ή απλά δεν είμαστε σε θέση – να αντισταθούμε.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Πηγαίνω σε επιλεγμένο ιατρό, δεν είμαι αναγκασμένος να οδηγώ το αυτοκίνητό μου και ο οδηγός μου δεν είναι αναγκασμένος να κινείται με βήμα σημειωτόν και έξαλλος μέσα στο κέντρο της Πράγας. Δεν αναγκάζομαι να μαγειρεύω, ούτε να τρέχω να προμηθεύομαι τρόφιμα. Ακόμη και το τηλέφωνο το παίρνουν άλλοι, όταν θέλω να μιλήσω με κάποιον.

Δηλαδή, βρέθηκα σ’ έναν κόσμο προνομίων, εξαιρέσεων, ευνοιών, σ΄ έναν κόσμο όπου οι ευνοούμενοι σε λίγο δεν θα θυμούνται πια πόσο κοστίζει το εισιτήριο του τραμ ή το βούτυρο, πώς ψήνεται ο καφές, πώς οδηγούν αυτοκίνητο ή πώς τηλεφωνούν. Βρίσκομαι, λοιπόν, στο κατώφλι εκείνου ακριβώς του κόσμου της αφρόκρεμας που όλη μου τη ζωή επέκρινα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

(1) Ο Β. Χάβελ έλαβε στη Στοκχόλμη το βραβείο Sonning και στη σχετική τελετή εκφώνησε λόγο για τον “Πειρασμό της Εξουσίας”, από όπου και το απόσπασμα που δημοσιεύουμε.