Εκεί που άλλοι πάνε να βρούνε τον Θεό και προγραμματίζουν συνάντηση, εσύ είσαι ακόμα στον κόσμο σου και συζητάς για πρωτόγονες δουλειές: «Απού το κοπελομάθει το γεροντοξεχνά».
Η τελευταία δουλειά, το ρετουσάρισμα μιας υφαντής κουβέρτας από μαλλιά προβάτου ή μιας κάπας (ρασίδι), ή ταγάρι ανδρών (τριχοντρουβάς) από τρίχες αίγας ήταν το πάτημά τους, για να μαλακώσουν και να γίνουν προσιτά στο ανθρώπινο σώμα.
Ο διπλωματούχος ήταν ντόπιος ή από τη γύρω περιοχή. Δεν πατούσε σταφύλια αλλά κουβέρτες κλπ.
Ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό με πολύ κρύο (χιόνια στα βουνά) βγαίνοντας στην αυλή ανατριχιάζω ακούγοντας νεκρώσιμη ψαλμωδία στη γειτονιά. Κατεβαίνω, τρέχω προς την ψαλμωδία και με το ένα μάτι κοιτάζω στο αυλιδάκι του Φροσυνάρι και βλέπω ένα κακοσακιασμένο, πλακωτή κεφαλή, κοντόχοντρο ξυπόλυτο, με μια κρητική βράκα πάνω από το γόνατο. Δεμένος όπως ήταν με ένα σκοινί από τις μασχάλες στον πίσω τοίχο, χόρευε πάνω σε μια κουβέρτα σε ένα σχεδόν όρθιο σκαφίδι, στον ήχο της ψαλμωδίας.
Μέχρι να ανέβω στο απέναντι δώμα του Μούρνο κρυφά για να μη με δει, το ‘χε γυρίσει στον Καλαματιανό. Σύρθηκα στην άκρη στο δώμα προσεκτικά. Ήδη σηκωχτυπιόμουνα και από τα πολλά πνιχτά γέλια δεν μπορούσα να δω.
Αφού τέλειωσε όλο το τραγουδιστικό ρεπερτόριο, συνέχισε με τα κάλαντα και τις ψαλμωδίες όλου του χρόνου. Δεν υπήρχε τότε ραδιόφωνο ούτε τηλεόραση και προσπαθούσε να περάσει την ώρα του, μοναχός όπως ήταν. Κατάφερα να συνειφέρω λίγο, και αντικρύζω το Γιαννιό, φυσιογνωμία της περιοχής. Δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Είχε λέει μισή γλώσσα, αλλά από τον ήχο και τον τόνο της φωνής προσανατολιζόσουνα.
Εκεί που τραγουδούσε, έψαλλε, γελούσε, απειλούσε, έλυνε όλα του τα προβλήματα, στήλωνε το βλέμμα του ψηλά, ενώ τα πόδια του είχαν μπει στον αυτόματο. Πότε- πότε αντί για νερό που έριχνε στην κουβέρτα για να μαλακώσει, έβγαζε το εργαλείο του και κατουρούσε τα πόδια του και για να ζεσταθεί φαίνεται και για να μαλακώσει η κουβέρτα. Μια στιγμή βλέπω ένα κοπαδάκι κότες να πλησιάζουν και να κουκουρίζουν.
Νόμιζαν, μάλλον ότι τραγουδούσε γι΄αυτές και άρχισαν να του τσιμπούνε τα πόδια για το ευχαριστώ φαίνεται. Μάταια προσπαθούσε να τις διώξει, δεμένος όπως ήταν και με κοντά πόδια. Τζάμπα παρακολούθησα την παράσταση, με έναν ηθοποιό. Θα τη σύστηνα.
Μια φορά μάλλον τον είχε κεράσει ο ιερέας του χωριού και καθόταν στο ίδιο τραπεζάκι του καφενείου. Ξαφνικά σηκώνεται αγριεμένος, κόκκινος και έδειξε με τα χέρια του τα αυτιά του και τη μύτη του. Νόμισε φαίνεται ότι έφυγαν αέρια του ιερέα και έξω φρενών όρθιος φώναζε: «Φιού, (ανα)θεμά σε, (βρ)ώμε κι είσαι και παππά». Με κλωτσιές βέβαια έφυγε από το καφενείο.
Αυτοί οι διασκεδαστές του κάθε χωριού, της κάθε πόλης, που δεν τους είχαν σε πολλή υπόληψη, έπαιζαν καθοριστικό ρόλο. Ανέβαζαν την ψυχολογία στην τότε άθλια και μίζερη ζωή.
Ανασκαλεύοντας ακόμη και σήμερο ανεβάζομε τη διάθεσή μας. Φρόνιμο θα ήταν, όσο ζουν, αλλά και μετά θάνατο να τους φροντίζουν οι συγχωριανοί και ο Δήμος.
Ουφ… μάθε τέχνη κι ας τηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε.
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής