Είναι στιγμές, που στη ζωή σου μετράς τις αναμνήσεις, τις εμπειρίες, τις πράξεις και τους ανθρώπους που γνώρισες. Μετράς τα πρόσωπα, που σαν κινούμενοι καθρέπτες αντανακλούν τη μορφή σου, τις δυνάμεις σου, κι αν είσαι ειλικρινής, τις αδυναμίες σου. Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης 4 Μαΐου 2023 στο Επιμελητήριο, ήταν η παρουσίαση του βιβλίου μου «Το δίλημμα του Πλάτωνα». Στο κοινό έβλεπα ανθρώπους σπουδαίους, απλούς, όλους πανάξιους. Ήταν άνθρωποι των Αρχών και των «αρχών».
Πέρασαν μέρες. Το μεγάλο κι ευχάριστο για μένα γεγονός της παρουσίασης άρχισε να κατασταλάζει, να μπαίνει σε όμορφα, χρωματιστά κουτιά μνήμης και να αναλύεται. Ξαφνικά, επηρεασμένος απ’ το κλίμα των ημερών, ασυνείδητα, «βγήκε» μέσα μου το θέμα των «ανθρώπινων αρχών μου», κυρίως των ψυχικών και των πνευματικών.
Ποιες ήταν, τι ήταν κι από πού προήλθαν οι αρχές που κάποτε πρωτοστάθηκαν κι «έσπρωξαν» την παιδική ψυχή μου, ώστε να μπουν σε σειρά τα συναισθήματα και οι πράξεις μου; Μετά τη μητέρα και τους δικούς μου, πότε και πού εμφανίστηκαν άλλοι άνθρωποι, φορείς και οδηγοί αυτών των πρωταρχικών συναισθηματικών, ηθικών, κοινωνικών, θρησκευτικών αρχών; Πώς κέρδισαν τον παιδικό κόσμο και τον σεβασμό μου, για να περπατήσω πάνω τους στη μετέπειτα ζωή μου;
Έψαξα, σήκωσα σκονισμένες απ’ τα χρόνια κουβέρτες στην καρδιά, την ψυχή και τις μνήμες μου και βρήκα το πρόσωπο που πρώτο μετά τους δικούς μου, με τη σεμνή σιωπή της μορφής του, τα λόγια και τον ήχο της φωνής του, με προσκαλούσε σε αρχές που δεν γνώριζα, μα έπρεπε να μάθω. Ήταν ο πάτερ Ευάγγελος. Ο τότε ιερέας της Ενορίας μας, της Παναγίας των Σταυροφόρων.
Μου έκανε εντύπωση η δύναμη της παρουσίας του όταν τα Φώτα, μα και σε άλλες μεγάλες γιορτές, ερχόταν για τον καθιερωμένο αγιασμό στο σπίτι. Ψηλός, σοβαρός, σιωπηλός, νέος, άφοβος κι αγέρωχος. Τον θαύμαζα, μα από δέος δεν του μίλησα ποτέ. Μόνο μια φορά που είπε: «Είμαστε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του Θεού!», ως παιδί δεν κατάλαβα. Το είδε, άπλωσε το χέρι του, μου χάιδεψε τα μαλλιά, χαμογέλασε και ξαναείπε: «Ο Θεός Μας έφτιαξε για να Του μοιάζουμε». Κι άλλες φορές έλεγε: «Να βοηθάτε τους συνανθρώπους σας όταν έχουν ανάγκη. Είμαστε ίσοι. Αδέλφια είμαστε όλοι, από άλλη μάνα».
Μου φαινόταν ο πιο άξιος εκπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη, και ως παιδί με είχε φέρει πολύ κοντά στο υλικό και πνευματικό οίκημα της Εκκλησίας.
Η μορφή του, μια και τα παιδιά τα οδηγεί το ένστικτο, τα χρώματα και οι εικόνες, εξέπεμπε ένα φως που για μένα ήταν μια σιωπηλή διδαχή. Απ’ αυτόν, η Εκκλησία και οι ιερείς της, είχαν πάρει μέσα μου τη μορφή ενός ασφαλούς δρόμου προς τη ζωή και το μεγάλο Φως της Χριστιανοσύνης.
Πέρασαν οι καιροί. Μπήκα στα δεκαεπτά. Ήρθε η εποχή του «γιατί» και του «όχι». Μεγάλωσα κάτω απ’ το Μαρτινέγκο, στις επάλξεις ενός «φρουρίου», που για τα τότε αγόρια ήταν το κάστρο των παιδικών μας ονείρων. Μέσα του έκρυβε έναν τάφο κι έναν γνωστό-άγνωστο νεκρό ήρωα, που άρχισα να ψάχνω ποιος ήταν.
«Καπετάν Μιχάλης», «Ο φτωχούλης του Θεού», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Αναφορά στον Γκρέκο» και «Ασκητική». Μαγεύτηκα, θέριεψα. Ξαφνικά, το καλοκαίρι του ’80 με τα βιβλία αυτά, μεγάλωσα κι ωρίμασα μέσα σε τέσσερεις εβδομάδες. Εκείνος, έγινε για μένα άξιος κι απρόσμενος οδηγός αρχών.
Διάβασα λεπτομερώς τη ζωή του Καζαντζάκη. Με πείραξε, με πόνεσε που ένας αληθινός χριστιανός, με τη δύναμη μιας αλήθειας, μιας άποψης, μιας λογοτεχνικής δύναμης και όχι μιας αφελούς κι εμπαθούς αμφισβήτησης, κατηγορήθηκε από την Εκκλησία τόσο, που έφτασε στα όρια του αφορισμού. Ως νέος, συνεπής στη φύση μου και αρνητής του άδικου, άρχισα μέσα μου να τα «χαλώ» σιωπηλά με τους παπάδες, όχι τόσο της Κρητικής αλλά πιο πολύ της Ελλαδικής Εκκλησίας. Η ρήξη όμως δεν ήταν ολική γιατί η μορφή του πάτερ Ευάγγελου, με τις αρχές κι εκείνο το φως που εξέπεμπε, δεν είχε σβηστεί από τη μνήμη και την ψυχή μου.
Αντίθετα, η αμφισβήτηση για την κρίση των Εκκλησιαστικών Αρχών στο θέμα του Καζαντζάκη, είχε τραντάξει το «μέσα» μου και είχε αρχίσει να ταλανίζει την εμπιστοσύνη μου στα ανθρώπινα. Τα γεγονότα της ζωής του συγγραφέα και η ρήξη του με τους ιερείς, δεν έπαυαν να «κρατούν» μέσα μου ιδιαίτερα ζωντανή την έννοια του συντηρητισμού της Εκκλησίας, που δεν ταίριαζε ούτε στη νεανική ορμή, ούτε στην εποχή μου. Άρχισα να αποχωρώ αργά αλλά σταθερά από τους καιρούς και τα πεδία της αγνής, παιδικής, εκκλησιαστικής πίστης.
Με συνεπήρε τόσο πολύ η περιπέτεια του μεγάλου Κρητικού, που ακόμα κι εκείνος, ο λίγο μικρότερος από εμένα, συμπαθητικός κι ευγενικός γιος του παντοπώλη της γειτονιάς, που έβλεπα στην οδό Άλμπερ όταν κάποτε κατέβαινα χέρι-χέρι με τη μάνα μου στην αγορά, τώρα μ’ εκνεύριζε. Κι αυτό επειδή δεν καταλάβαινα γιατί είχε αυτή την καλοπροαίρετη εμμονή να βρίσκεται συνεχώς στην Παναγία των Σταυροφόρων, την εκκλησία της γειτονιάς και σε χώρους ρασοφόρων. «Τι θέλει, τι ζητά η νεότητά του, απ’ όλους αυτούς;» μονολογούσα για το μικρό γειτονόπουλο εκνευρισμένος.
Τα χρόνια προχώρησαν. Εκείνο το νεαρό παιδί, γυρεύοντας την ψυχή και τη ζωή του, έγινε παπάς και στο τέλος Αρχιεπίσκοπος της Κρήτης, με το όνομα Ευγένιος.
Μια μέρα τον Οκτώβριο του 2022, ο Αρχιεπίσκοπος ανέβηκε στον Προμαχώνα του Μαρτινέγκο, στο μνημόσυνο του Καζαντζάκη. Στάθηκε μπροστά στον τάφο του, γονάτισε και με θάρρος, ευθύνη και σεβασμό, προσκύνησε. Κοντολογίς, έσβησε σε μια στιγμή μια σκοτεινή σελίδα στην πολιτιστική και πνευματική ιστορία της Κρήτης, της Ελλάδας και του υπάρχοντος συντηρητισμού στις ψυχές πολλών ανθρώπων, των περασμένων και των τωρινών χρόνων.
Μετά απ’ αυτό, άρχισα μέσα μου να επιστέφω εκεί από όπου είχα φύγει, νιώθοντας αγαλλίαση, ισορροπία κι ευχαρίστηση, που ένας άνθρωπος της γενιάς μου μου έδωσε τη λύση εκεί που αρκετοί δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν.
Κυριακή 14 Μαΐου 2023:
Εκείνο το όμορφο βράδυ, με τη γυναίκα μου κατεβήκαμε στον ιερό Ναό του Αγίου Τίτου. Ήταν η επέτειος της Ανακομιδής της Ιερής Κάρας του Αγίου. Μπήκα με την αναπηρική καρέκλα στην εκκλησία από την πλαϊνή πόρτα, που δεν έχει σκαλοπάτια. Γινόταν λειτουργία. Μια γυναίκα που μοίραζε άρτο, μου έδωσε ένα κομμάτι και με καλωσόρισε. Ο ναός ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Η Τίμια Κάρα του Αγίου, στην αργυρή λειψανοθήκη της, στο ξύλινο σκαλιστό κουβούκλιο με το προστατευτικό γυαλί, ήταν στη μέση του Ναού. Ο κόσμος, με σεβασμό περίμενε στη σειρά για να την προσκυνήσει.
Μόλις μπήκα, οι πιστοί έκαναν σιγά και ήσυχα πίσω για να περάσω. Η γυναίκα μου, με πλησίασε στην Κάρα για να προσκυνήσω. Ήξερα ότι φέτος δεν μπορούσα να σηκωθώ όρθιος και να τη φιλήσω. Σήκωσα το χέρι μου και ακούμπησα το προστατευτικό τζάμι της Κάρας.
Γνώριζα ότι πολλοί άνθρωποι εκείνη τη στιγμή ένιωσαν μια στενοχώρια κι ότι με τον τρόπο τους, θα ήθελαν να μου δώσουν μια μικρή δύναμη να σηκωθώ στα πόδια μου και να προσκυνήσω. Η αλήθεια είναι ότι μαχόμενος χρόνια με τις παθήσεις των ασθενειών μου, ποτέ δεν έχω πει: «Γιατί σε μένα αυτή η πάθηση». Έχω πει όμως: «Γιατί όχι σε μένα». Θα ήταν ψέμα, όμως, όσο δυνατός και να είσαι, αν έλεγα ότι η ζωή κάποιες στιγμές δεν σε κάνει να νιώθεις, έστω σωματικά, ένα σκαλοπάτι πιο κάτω απ’ τους άλλους. Γύρισα τις ρόδες, έκανα πίσω και σταμάτησα στην πρώτη σειρά.
Ήρθε η ώρα που η Κάρα έπρεπε να μπει στο Ιερό, να ετοιμαστεί και να βγει έξω από τον Ναό για την καθιερωμένη λιτανεία στους δρόμους του Ηρακλείου. Κάποια στιγμή, ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε από την Ιερή Πύλη, κατέβηκε τα σκαλοπάτια, πήγε μπροστά στην Κάρα του Αγίου, τη σήκωσε, την έβγαλε από το ξύλινο κουβούκλιο, την έφερε μπροστά μου καλυμμένη με το γυαλί της και μου είπε: «Φίλησέ τη!».
Λες κι ήταν η στιγμή που η ζωή ήθελε απτά και αναπάντεχα να μου δείξει ότι δεν διαφέρω από κανέναν, όσο κι αν μια σκληρή πάθηση προσπαθεί να μου το επιβάλλει. Αρκεί μόνο να το θέλω εγώ ή κάποιος, που μπορεί να υπερβεί τα όρια και τα εμπόδιά της. Και ο Αρχιεπίσκοπος, αυτό μου φαίνεται ότι κάνει, θυμίζοντας σε εμένα και σε άλλους, ανθρώπινες αρχές και τα λόγια του πατρός Ευάγγελου, απ’ τα παιδικά μου χρόνια: «Ο Θεός Μας έφτιαξε να Του μοιάζουμε» και «Να βοηθάτε τους συνανθρώπους σας όταν έχουν ανάγκη. Είμαστε ίσοι. Αδέλφια είμαστε όλοι, από άλλη μάνα».