Πέρσι το καλοκαίρι, κατά την επίσκεψή μου στην Θεσσαλονίκη μετά από πολλά χρόνια, συνάντησα τον παλιό μου φίλο, γειτονόπουλό μου, λίγο μικρότερο στα χρόνια από εμένα, το ομορφόπαιδο της παλιάς γειτονιάς μας, τον Παράσχο. Γεροντοπαλίκαρο έμεινε ο Παράσχος. Δεν παντρεύτηκε. Σπάνια επικοινωνούσα μαζί του τηλεφωνικώς. Η φωνή του πάντως, με τα τηλεφωνήματα, μου έμεινε κάπως γνώριμη. Όμως ο ίδιος, μετά από τόσα χρόνια, μου φάνηκε τελείως αλλιώτικος. Αντί για τον νέο, όμορφα στολισμένο Παράσχο, έβλεπα τώρα ένα γέρο φαλακρό, στηριζόμενο σε μπαστούνι, με λίγα μάλλον αφύσικα μακριά  μαλλιά γύρω από την στρογγυλή του φαλάκρα. Παλιά ήταν ευθυτενής και γελαστός. Ευτυχισμένος. Τώρα ήταν με ρυτιδωμένο πρόσωπο και καμπουριαστός. Με το βεβιασμένο χαμόγελο που με υποδέχτηκε, φάνηκε η οδοντοστοιχία του, εντυπωσιακά κάτασπρη. Όμως τα χέρια του έτρεμαν, όταν στο καφενείο προσπάθησε να στρίψει την καρέκλα, για να καθίσει απέναντί μου. 

-Έχω και λίγο πάρκινσον, μου είπε με θλιβερό χαμόγελο.

Με το χαμόγελό του θαύμασα πάλι τα κάτασπρα ολόισια δόντια του. Το κατάλαβε και μου εξήγησε.

-Φοράω μασέλες…

Στην συζήτηση που ακολούθησε τον ρώτησα.

-Εσύ, Παράσχο, είχες πολλές σχέσεις με κορίτσια. Ήσουν όμορφος νέος. Με την Ελένη τι έγινε; Είχατε αρραβωνιαστεί, όπως θυμάμαι.

 -Τελικά χωρίσαμε. Μαλώσαμε. Παντρεύτηκε άλλον. Πέθανε όμως νέα. Λευχαιμία… Εσύ όμως ήσουν καλός μαθητής…

Έτρεμαν τα λόγια του. Και δάκρυσε στο τέλος. Ίσως από την συνάντησή μας. Ίσως επειδή αγαπούσε ακόμη την Ελένη. Και πεθαμένη.

-Λυπάμαι, Παράσχο…

Έβγαλε καθαρό μαντίλι από την τσέπη του και σκούπιζε τα μάτια του. Εγώ κοίταζα τις άσπρες μακριές τρίχες, που κρέμονταν κυκλικά γύρω από την γυαλιστερή φαλάκρα του μισοσκεπάζοντας τα αυτιά του. Στα νιάτα του είχε πυκνά μαλλιά, πάντοτε όμορφα χτενισμένα. Το κατάλαβε πάλι και μου απάντησε με μια στροφή από κάποιο ποίημα.                 -Περνούν τα χρόνια τ΄ αφιλότιμα,/ σ΄ όλους αλλάζει των μαλλιών το χρώμα./ Αυτό που λέγεται ζωή το φάγαμε./ Ένα υπόλοιπο μικρό μας μένει ακόμα.

Και γέλασε θλιμμένα. Είπαμε κι άλλα, λόγια νοσταλγικά μιας νιότης ευτυχισμένης. Στο τέλος, στον χωρισμό μας, όταν σηκωθήκαμε, έπεσε επάνω μου, για να με αγκαλιάσει. Εγώ, νομίζοντας ότι ζαλίστηκε και κόντεψε να πέσει κάτω, τον αγκάλιασα με δύναμη. Τότε άρχισε να κλαίει με αναφιλητά στο στήθος μου. Συγκινήθηκα

και ο ίδιος.

-Ήμασταν καλοί φίλοι… μου έλεγε.

Τον βοήθησα να ξανακαθίσει στην καρέκλα. Έσκυψα, συμμάζεψα και του έδωσα το μπαστούνι, που του είχε πέσει. Πλησίαζε όμως μεσημέρι. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το μπαρ, για να πληρώσω.

-Όχι! Η φιλοξενία είναι δικιά μου! φώναξε. Και ήρθε και πλήρωσε τους δυο καφέδες. Και ύστερα έφυγε κουτσαίνοντας, καμπουριαστός, με το μπαστούνι. Πίσω δεν γύρισε να με κοιτάξει. Ίσως για να μην ξανακλάψει.