Δύο χρόνια συμπληρώθηκαν στις τον Σεπτέμβρη από το θάνατο του μεγάλου αγωνιστή της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και του Ανθρωπισμού. Του μεγάλου Έλληνα και Κρητικού Μίκη Θεοδωράκη, που άφησε ανεξίτηλο το ιστορικό του αποτύπωμα, αφενός με τους ως την αυτοθυσία διαρκείς του αγώνες και αφετέρου με το μουσικό ιδιοφυές έργο του – δημιουργία μοναδική και παγκόσμια – που χρησιμοποίησε, περνώντας την και στον μέσο άνθρωπο, για την παιδεία, για την πολιτική και πολιτιστική συνειδητοποίηση των λαών, για την πνευματική και ηθική εξύψωση της ελληνικής και παγκόσμιας κοινωνίας.
Για να πλησιάσει την καρδιά των απλών ανθρώπων και να τους διαπαιδαγωγήσει – προϋπόθεση για τις μεγάλες αλλαγές που ονειρεύτηκε – άφησε τη συμφωνική μουσική που σπούδασε και αγαπούσε. Χρησιμοποίησε γι’ αυτό όλη την παράδοση: αρχαίους ρυθμούς, βυζαντινή μουσική, δημοτικό τραγούδι, ριζίτικο και ρεμπέτικο. Έτσι, απλοί άνθρωποι τραγούδησαν τους μεγάλους ποιητές μας, το Σεφέρη, τον Ελύτη, το Ρίτσο και άλλους, πολλοί μάλιστα χωρίς να ξέρουν το περιεχόμενο των ποιημάτων τους.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στη μακρά, δύσκολη και σημαίνουσα ζωή του δεν χώρεσε σε όρια και καλούπια, γιατί ήταν όπως το έργο του εκρηκτικός, ένα ασυγκράτητο ποτάμι, σεισμός και θύελλα. Και γιατί ήταν ανιδιοτελής η αγάπη και η αγωνία του να ζήσει ο κόσμος ποιοτικά, στην Ελευθερία και στην Ειρήνη. Απέραντη και χωρίς όρια. Αυτό και ο χαρακτήρας του τον ώθησαν στα άκρα. Σε αντιφάσεις και αντινομίες, σε ενέργειες ακατανόητες και επικίνδυνες για πολλούς.
Στοιχείο και απόδειξη της ευφυΐας του ήταν και η προφητική, όπως αποδεικνύεται, φλέβα του, η δύναμή του να διαβάζει το μέλλον.
Τον σημάδεψε η Κατοχή, η Αντίσταση, η Δικτατορία και γεγονότα του Μεσοπολέμου, αλλά κυρίως σφράγισε την πορεία του ο φοβερός Εμφύλιος με τις ένθεν και ένθεν απώλειές του. Η μεγαλύτερη τραγωδία του Έθνους και του λαού μας.
Γι’ αυτό υπηρέτησε την ενότητα του Έθνους κάνοντας τεράστιες υπερβάσεις, ανάλογες με τον υπέρτατο πατριωτισμό του, την Ελληνολατρία και τον Ανθρωπισμό του. Από τους μεγάλους του αγώνες τίποτε δεν εξαργύρωσε, καθώς ήταν ανιδιοτελής και αθώος σαν παιδί.
Ανέλαβε τις ευθύνες του για κάθε του λόγο και πράξη. Γιατί ήταν ελεύθερος, άρα και υπεύθυνος για τις όποιες επιλογές του, που έκανε με γνώμονα την ανεξάρτητη ελεύθερη Ελλάδα και το λαό της. Βαδίζοντας προς το τέλος ξεκαθάρισε το τι ήθελε και τι υπηρετούσε με το δικό του ελεύθερο, προσωπικό τρόπο.
Η γενιά του όλη, που έζησε τα δυσκολότερα του 20ου αιώνα, γιατί θέλησε να αλλάξει τη χώρα, μαρτύρησε και αδικήθηκε. Γράφει: Σκέφτομαι τη φοβερή σπορά της γενιάς μου. Μάχες και όνειρα. Βάψαμε με το αίμα και τον ιδρώτα μας όλη τη χώρα, για να δώσουμε δύναμη στο έθνος.
Ο Μίκης γαλουχήθηκε απ’ τις ιδέες και το νόημα του ʼ21, όπου πολέμησαν οι πρόγονοί του και θυσιάστηκαν. Η ψυχή και η καρδιά του μέθυσαν με το αθάνατο κρασί του ʼ21, γι’ αυτό λάτρευε το Σολωμό και τον Παλαμά. Συνέχισε την παράδοση ο πατέρας του πολεμώντας εθελοντής στην Ήπειρο.
Ο Μίκης συνέχισε την πατριωτική παράδοση της οικογένειάς του τον Οκτώβριο του 1940, όταν έφυγε κρυφά με το τρένο μαζί με τους φαντάρους μας από την Τρίπολη για το μέτωπο. Στη Λάρισα οι χωροφύλακες τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Τρίπολη, όπου στο σταθμό τον περίμενε ο πατέρας του. Εκεί ο δεκαπεντάχρονος Μίκης οργισμένος τον αποκάλεσε ψεύτη, γιατί δεν επέτρεψε στον ανήλικο γιο του να κάνει ό,τι ο ίδιος έκανε το 1913, να πολεμήσει δηλαδή στο μέτωπο τους Ιταλούς.
Όταν επισκέφθηκε το Μίκη στην Ασφάλεια τον Οκτώβρη του 1967, στο άκουσμα της βέβαιης καταδίκης του σε θάνατο τον στήριξε και τον επιβράβευσε: «Έτσι έφυγαν και οι πρόγονοί μας, για την Ελευθερία. Εάν σε σκοτώσουν, θα έχεις την ευχή μου…».
Ο Μίκης έφερε το ελεύθερο πνεύμα και τις ανθρωπιστικές αξίες μέσα του, όπως τους μύθους και τους μουσικούς και χορευτικούς ρυθμούς και τις αρχαίες μουσικές κλίμακες, όλη την μακραίωνη παράδοση και τον πολιτισμό του λαού μας. Τα έβαλε στη μουσική του και τα πέρασε παντού στον κόσμο. Μελοποίησε τις αρχαίες τραγωδίες και τους μύθους, αποδεικνύοντας στις 5 ηπείρους της Γης πως ο σημερινός Ελληνισμός, η Γλώσσα, η Ιστορία, η μυθολογία, οι ριζωμένες αντιλήψεις, η ιδιοσυγκρασία μας, είναι συνέχεια του αρχαίου Ελληνισμού.
Φαίνεται πως κουβαλούσε στο αίμα του, κληρονομημένες από τους γονείς του, τις μεγάλες ηθικές αξίες. Αποδεικνύοντας τη ζωντανή συνέχεια του αρχαίου ελληνισμού, την ελληνικότητά μας, χτύπησε το μιμητισμό και την αλλοτρίωση, θέλοντας να μας προστατεύσει από την νέα τάξη πραγμάτων που έβλεπε να μας πλησιάζει. Όρθωσε το ανάστημά του στην πιο στυγνή βία, δείχνοντας στους βασανιστές του τη δύναμη της εσωτερικής ελευθερίας, ξαναφέρνοντας στη μνήμη της οικουμένης τον Προμηθέα και την Αντιγόνη. Τον βασάνιζαν, τον έθαβαν ζωντανό, του σπούσαν τα κόκαλα κι αυτός έλεγε: «Δεν υποκύπτω (δε συμμορφώνομαι προς τας υποδείξεις), εγώ αποφασίζω. Είμαι ελεύθερος».
Άφησε υποθήκες για το Σύνταγμα της Επιδαύρου, την ουσία του ʼ21, και τις κοινότητες των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία.
Ο άνθρωπος, ο Έλληνας, ο Κρητικός, ο πολίτης και ο μουσικός Μίκης Θεοδωράκης, που, όπως ολόκληρη η αδικημένη γενιά του, πολεμήθηκε ως ανθέλληνας και προδότης, έδωσε με τη ζωή και τη μαχόμενη κουλτούρα και τέχνη του την ουσία του ανθρωπισμού, του ελληνισμού, της ελευθερίας (εθνικής, πολιτικής, ηθικής, εσωτερικής). Επίσης την ανάγκη της δικαιοσύνης, της εθνικής ενότητας, της εναρμόνισης ατομικού και κοινωνικού συμφέροντος, της κοινωνικής και συμπαντικής αρμονίας. Και βέβαια το ρόλο του πνευματικού ανθρώπου και του καλλιτέχνη.
Αυτές τις μέρες τον νιώθω να περιφέρεται στη δυστυχισμένη Μέση Ανατολή, που, όπως φαίνεται, ξαναμοιράζεται. Έφτασε, δρασκελίζοντας σαν το Διγενή το σαραντάπηχο από το Γαλατά όλη την Κρήτη, την πληγωμένη Κύπρο, στην αιματοβαμμένη γη. Ήρθε να αγκαλιάσει όλους τους αθώους νεκρούς, τις τραγικές μανάδες και τα τρομαγμένα παιδιά, όλα τα αθώα θύματα της τυφλής βίας. Της εκδίκησης που χρόνια τώρα γέννησαν οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής.
Ήρθε στην Γάζα, στη μεγαλύτερη φυλακή του κόσμου, όπου αναγκάζονται να ζουν σε συνθήκες μεσαίωνα 2.500.000 άνθρωποι σε μια στενή λωρίδα γης, περιμένοντας να πάρουν τα όνειρά τους εκδίκηση. Τον φανταζόμαστε πολύ θλιμμένο για όλα τα παιδιά που φεύγουν πριν να ζήσουν, για τους ανέστιους, τους πεινασμένους, τους πρόσφυγες, για τον εφιάλτη της τρομοκρατίας που μεγάλωσε στις μέρες αυτές παντού, για τη μικρότητα των μεγάλων της γης.
Είναι θλιμμένος, γιατί στην Ουκρανία, στο Ισραήλ, στην Παλαιστίνη και αλλού ο ήλιος ντρέπεται ν’ ανατείλει.
Ας γίνομε, καθένας όπως και όσο μπορεί, όλοι μας, δημιουργοί και με την αχθοφόρα ορμή μας ας βγάλομε τον ήλιο από τη λάσπη. Να λάμπει πάνω από την Ελλάδα και τον κόσμο, χαρούμενος που όλοι οι άνθρωποι ζουν τη σύντομη (σα μια ρουφιά) ζωή τους μέσα στην αγάπη και την ειρήνη.