Σε ένα πράγμα συμφωνούν άπαντες κι ας διαφωνούν σε όλα τ’ άλλα. Ότι ο χειμώνας που έρχεται θα είναι ο δυσκολότερος των τελευταίων χρόνων. Μέσα σε όλα τα δεινά που μας απειλούν, προστίθεται ακόμα ένα. Ο νομισματικός πόλεμος που έχει ήδη ξεκινήσει, είναι παγκόσμιος και αμείλικτος.

Το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και το ισοζύγιο πληρωμών, αποτελούν ζητήματα που επηρεάζουν σημαντικά τόσο την εθνική, όσο και την παγκόσμια οικονομία. Σήμερα δε, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, αφού η παγκοσμιοποίηση, η αυξημένη αλληλεξάρτηση των οικονομιών και η ανάπτυξη των χρηματαγορών, τα καθιστούν κρίσιμες οικονομικές παραμέτρους.

Οι νομισματικές ισοτιμίες επηρεάζουν άμεσα το διεθνές εμπόριο, το ισοζύγιο πληρωμών μιας χώρας και την οικονομική σταθερότητα, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η υπεροχή του δολαρίου των ΗΠΑ αρχίζει να προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις αγορές και όχι μόνο στις αναδυόμενες. Η Ευρώπη και η Ιαπωνία παραδοσιακά προτιμούσαν να έχουν τα δικά τους νομίσματα κάπως πιο αδύνατα έναντι του δολαρίου, με σκοπό να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους. Η διολίσθηση όμως στην οποία έχουν περιέλθει τα δυο νομίσματα αυτή τη φορά είναι εξόχως ανησυχητική.

Το γιεν έχει υποχωρήσει στα κατώτερα επίπεδα της τελευταίας εικοσαετίας, δοκιμάζοντας τις αντοχές της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας (BOJ).

Στην ευρωζώνη επικρατεί ακόμα μεγαλύτερη δυσφορία, επειδή η κατάσταση αυτή επιδεινώνει βαθμιαία τον πληθωρισμό και οι εισαγωγές γίνονται έτσι όλο και περισσότερο ακριβές. Μια απότομα μεγάλη πτώση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ενότητα της Γηραιάς Ηπείρου.

Η ραγδαία αποδυνάμωση του ευρώ,  που συνιστά ουσιαστικά υποτίμηση του κοινού ευρωπαϊκού μας νομίσματος, το οποίο σήμερα φλερτάρει  με την απόλυτη ισοτιμία (1-1) ως προς το δολάριο, αναδεικνύει και πάλι την Ευρωπαϊκή Ένωση ως τον πιο αδύναμο κρίκο των οικονομικών πόλων του πλανήτη, θέση την οποία κατείχε και κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης του 2008.

Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αν και τα συμφέροντά τους είναι ετερόκλητα, αφού δεν εκτίθενται ομοιόμορφα στον εισαγόμενο πληθωρισμό, δεν δέχονται τις ίδιες πιέσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα όσον αφορά το χρέος τους, εντούτοις συμμερίζονται τώρα εξίσου τον φόβο της ύφεσης που αναμφίβολα αποτελεί σήμερα και τη μεγάλη κοινή απειλή.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αν και εμφανίζεται ως εγγυητής της αξιοπιστίας του κοινού μας νομίσματος, αλλά και γενικότερα της νομισματικής σταθερότητας, τώρα δείχνει αμήχανη και αδύναμη να διαχειριστεί τις πιέσεις που δέχεται. Από τη μια πλευρά την πίεση που της ασκείται από τον πληθωρισμό που τείνει να γίνει ανεξέλεγκτος και από την άλλη την πίεση που δέχεται από την άνοδο του κόστους δανεισμού για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.. Ένα μείζον πρόβλημα που αφορά, τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά.

Η ΕΚΤ όμως, της οποίας οι λειτουργίες αποδεικνύονται σήμερα αντιφατικές, φέρει τη μέγιστη ευθύνη για τη μεγάλη «βουτιά» του ευρώ. Στην προσπάθειά της να συνθέσει όλες τις διαφορετικές τάσεις που απορρέουν από την πολυμορφικότητα των συμφερόντων των κρατών-μελών, έχασε τον έλεγχο του κοινού προσανατολισμού, με αποτέλεσμα να χαθεί μέσα στα πολλαπλά διαφορετικά της καθήκοντα. Μια νομισματική κρίση εμπιστοσύνης όμως, είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται τώρα η ΕΚΤ.

Ο εισαγόμενος πληθωρισμός επιδεινώνεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς μεγάλο μέρος των αγορών ενέργειας της Ευρώπης τιμολογούνται σε δολάρια. Ένα ασθενέστερο ευρώ μεγεθύνει το πρόβλημα, ενώ συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο μέχρι τώρα, όπου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 21ου αιώνα το υποτιμημένο κοινό νόμισμα ευνοούσε τις εξαγωγές προ τη Ρωσία και την Κίνα.

Οι συγκεκριμένοι εμπορικοί εταίροι τώρα όμως έχουν την πόρτα τους κλειστή. Την ίδια ώρα η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) είναι αποφασισμένη να αυξήσει τα επιτόκια με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών, προκειμένου να αντιμετωπίσει την άνοδο του πληθωρισμού στη χώρα της. Η διαφορά βεβαίως σε σχέση με τα αρνητικά επιτόκια της Ευρώπης είναι δυσθεώρητη.

Η μόνη λύση, κατά τους ειδικούς, είναι η ΕΚΤ να αυξήσει το επίσημο επιτόκιο καταθέσεων που είναι σήμερα στο -0,5%, διατηρώντας ταυτόχρονα «χαλαρές» τις χρηματοοικονομικές συνθήκες μέσω άλλων νομισματικών εργαλείων, όπως τα κίνητρα τραπεζικού δανεισμού. Θα πρέπει παράλληλα η ΕΚΤ να σταματήσει τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης μέσω αγοράς ομολόγων και να ανοίξει τον δρόμο για την πρώτη αύξηση επιτοκίων μέσα στο φθινόπωρο.

Η ΕΚΤ όμως δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό, πέρα από το να επικεντρώνεται στις μακροπρόθεσμες προσδοκίες της για τον πληθωρισμό οι οποίες παραμένουν κάτω από τον επίσημο στόχο της Τράπεζας, για πληθωρισμό της τάξης του 2%.

Η Ευρώπη επίσης θα πρέπει να λάβει μέτρα για να αντιστρέψει την προσπάθεια υπερβολικής τόνωσης λόγω πανδημίας, η οποία συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο του πληθωρισμού. Ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας δεν είναι πλέον τα περιφερειακά spreds ομολόγων, χωρών όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα, έναντι εκείνων της πανίσχυρης Γερμανίας, αλλά είναι το ίδιο το ευρώ.

Η χώρα μας, δυστυχώς, βρίσκεται και πάλι σε δεινή θέση. Πριν προλάβει καλά-καλά να συνέλθει από μια πολυετή οικονομική, κοινωνική και υγειονομική κρίση, πειθαρχώντας αναγκαστικά στα αλλεπάλληλα εξαντλητικά μέτρα της αυστηρής λιτότητας που επέβαλαν τα διαδοχικά μνημόνια, αλλά και τα δυο δύσκολα χρόνια της πανδημίας, βρίσκεται ξανά σήμερα στη δίνη ενός νέου οικονομικού «κυκλώνα» και στην αναταραχή μιας καινούργιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης που αφορούν την Ελλάδα είναι, ο πληθωρισμός, εγχώριος και εισαγόμενος, και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το πρόβλημα χρηματοδότησης που αναδεικνύεται σήμερα ως υπολογίσιμη μελλοντική απειλή, ενδέχεται υπό κατάλληλες προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε μείζον ζήτημα, τόσο για τις ελληνικές επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά της χώρας.

Οι τράπεζες, αλλά και γενικότερα ο ευρύτερος ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας, δεν απέχει πολύ από το να περιέλθουν σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας να αντλήσουν την απαιτούμενη ρευστότητα από τις αγορές. Η δε κατάσταση «ασφυξίας» στην οποία τείνει να περιέλθει ένα μεγάλο ποσοστό από τα ελληνικά νοικοκυριά εξαιτίας της ανεξέλεγκτης ακρίβειας στην αγορά, θα επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.

Η κυβέρνηση, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει να συμμερίζεται τους φόβους των αριθμών, προσβλέποντας προφανώς, τόσο στην «βοήθεια» της ΕΚΤ, όσο και στο «μαξιλαράκι» ρευστότητας των 38 δισ. ευρώ, που τώρα όχι μόνο κανένας δεν το μισεί, αλλά αντίθετα, όλοι το αγαπάνε…

Στην εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων, της πανδημίας, του πολέμου και της διαρκούς οικονομικής επισφάλειας, χρειάζονται αποτελεσματικές ενέργειες, τόσο σε εγχώριο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εάν η απάντηση στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής δεν είναι γρήγορη και επιθετική, οι αγορές θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους ακόμα γρηγορότερα και τότε πολύ φοβάμαι πως θα επιβεβαιωθεί ξανά μια παλιά εβραϊκή παροιμία: «Αν η ζωή δεν αλλάξει προς το καλύτερο, περίμενε. Θα αλλάξει προς το χειρότερο».

https://moschonas.wordpress.com