Βράδυ στην Αθήνα.  Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Άστραφτε και μπουμπούνιζε και σειόταν η πόλη ολόκληρη. Εμείς καθόμασταν στην ευχάριστη ζεστασιά του σαλονιού του ξενοδοχείου  και συζητούσαμε. Στην παρέα μας ήταν και ένας  Ελληνοαμερικάνος  και ο ένας από τους δύο νυχτερινούς  ρεσεψιονίστες  του ξενοδοχείου.

Στις συστάσεις μας είπα ότι  κατάγομαι από τη Θεσσαλονίκη και η συζήτησή μας σιγά σιγά πήγε στο «Μακεδονικό». Ο Ελληνοαμερικάνος, με καταγωγή από τη Μακεδονία και ο ίδιος, επηρεασμένος  προφανώς από κάποιο βιβλίο που είχε διαβάσει, άρχισε να λέει.

– Δεν πρέπει βέβαια να είμαστε και πολύ περήφανοι για τον  Μέγα Αλέξανδρο. Γιατί στην πραγματικότητα αυτός  ξεκίνησε έναν κατακτητικό πόλεμο, που τελειωμό δεν είχε, και αναστάτωσε την οικουμένη. Χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, λαοί δυστύχησαν, πολιτισμοί καταστράφηκαν… Σφαγέας λαών.

Αφού και οι ίδιοι οι στρατιώτες  του, όταν με τους πολέμους και τις κατακτήσεις  έφτασαν στις Ινδίες, αγανακτισμένοι από την απληστία  του βασιλιά τους, αρνήθηκαν να συνεχίσουν τους πολέμους και να προχωρήσουν παραπέρα.

Τότε ο ρεσεψιονίστας, άνθρωπος μορφωμένος, του απάντησε.

– Κάνετε λάθος. Ο Μέγας  Αλέξανδρος  ούτε αχόρταγος πολεμιστής ούτε σφαγέας λαών ήτανε. Σκότωνε μόνο τους αντιπάλους του στη μάχη. Ήθελε βέβαια να τιμωρήσει τους Πέρσες  για τις συμφορές που είχαν δημιουργήσει  στην Ελλάδα, και με αυτήν τη δικαιολογία ξεκίνησε. Αλλά ο απώτερος σκοπός του ήταν, δια του πολέμου, να ενώσει λαούς και να φέρει ειρήνη στον κόσμο.

Και για να αποδείξει ο ρεσεψιονίστας αυτό που έλεγε, μας έφερε από τη βιβλιοθήκη του ξενοδοχείου ένα βιβλίο, τόμο ογκώδη, στα αγγλικά γραμμένο, Warlamis, Alexander  2000, και άρχισε, με μεγάλη άνεση, να μεταφράζει από κάποια σελίδα φωναχτά,  για να ακούμε όλοι.

– Ο «Όρκος» του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δοσμένος στην Ώπιν, 324 π.Χ.

Ο Αλέξανδρος  έδωσε τον ακόλουθο όρκο σε συμπόσιο στο οποίο πήραν μέρος  9.000 αξιωματούχοι  και ευγενείς πολλών εθνών, Έλληνες, Πέρσες, Μήδοι, Ινδοί, Αιγύπτιοι, Φοίνικες και άλλοι. «Επιθυμία μου είναι, τώρα που οι πόλεμοι φτάνουν σε ένα τέλος, όλοι να είστε ευτυχείς και  να ζείτε εν ειρήνη

. Από εδώ και πέρα όλοι οι θνητοί να ζουν σαν ένας λαός, με αδελφοσύνη, με νόμους κοινούς για όλους, όπου οι άριστοι θα κυβερνούν, χωρίς να λογαριάζεται η καταγωγή τους. Αντίθετα από τους στενόμυαλους, εγώ δεν κάνω διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους. Η καταγωγή των πολιτών ή  το έθνος μέσα στο οποίο γεννήθηκαν εμένα δεν με ενδιαφέρει.

Έχω ένα μόνο κριτήριο με το οποίο τους ξεχωρίζω: την αρετή. Για μένα οποιοσδήποτε καλός αλλοεθνής είναι Έλληνας και οποιοσδήποτε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από έναν βάρβαρο. Εάν ποτέ ανακύπτουν αμφισβητήσεις ανάμεσά σας, δεν θα καταφεύγετε στα όπλα, αλλά θα τις λύνετε εν ειρήνη. Και αν χρειαστεί, θα είμαι εγώ ο κριτής ανάμεσά σας. Να θεωρείτε τον Θεό όχι σαν έναν αυταρχικό δεσπότη, αλλά σαν έναν κοινό πατέρα όλων. Και έτσι η διαγωγή σας θα είναι σαν τη ζωή αδερφών  μέσα στην ίδια οικογένεια.

Όσον αφορά εμένα, εγώ σας βλέπω όλους  ως ίσους μεταξύ σας είτε είστε λευκοί είτε σκουρόχρωμοι. Και εγώ θα ήθελα να είστε όχι υπήκοοι στην κοινοπολιτεία μου, αλλά ισότιμα μέλη της, μέτοχοι σ’  αυτήν. Με όλες μου τις δυνάμεις θα προσπαθήσω να κάνω πραγματικότητα αυτό που σας υποσχέθηκα. Κρατήστε ως σύμβολο αγάπης  αυτόν τον όρκο που δώσαμε μαζί  απόψε κατά τη διάρκεια των σπονδών μας».

Τότε αναγκάστηκα να επέμβω.

– Αυτός  ο «όρκος» είναι βέβαια πολύ ωραίος και μέσα στα όρια των επιδιώξεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.  Δυστυχώς  όμως  είναι πλαστό κείμενο, μεταγενέστερο επινόημα. Δεν υπάρχει σε κανένα κείμενο  αρχαίου συγγραφέα, σε κανένα κείμενο αρχαίου ιστορικού. Ο Πλούταρχος  στο έργο του «Ηθικά» αναφέρει κάτι παραπλήσιο.

«Ο σκοπός της εκστρατείας του ήταν  όχι να αποκτήσει πλούτη για να ικανοποιήσει τυχόν επιθυμία του για πολυτέλεια και απολαύσεις, αλλά να ενώσει όλους  τους λαούς  με τους δεσμούς της ειρήνης, της ομόνοιας  και της αμοιβαίας επικοινωνίας», όπως θυμάμαι σε μετάφραση το κείμενο, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση. Αλλά και οι πράξεις του Αλεξάνδρου και η συμπεριφορά του, όπως τα διηγείται ο ιστορικός  Αρριανός, δείχνουν μια τέτοια επιθυμία του μεγάλου στρατηλάτη. Αναμφισβήτητα ο Αλέξανδρος υπήρξε ένας δοξασμένος στρατηλάτης.

Έξω η βροχή δυνάμωνε και πύκνωναν οι αστραπές και οι βροντές. Στα κρύσταλλα των  παράθυρων άρχισε να πέφτει χοντρό χαλάζι. Ακούγαμε τον κρότο.