Τα Αρμιά, είναι μια περιοχή του Λασιθιώτικου κάμπου, βορειοδυτικά του Αη Γιάννη του Καμπίτη, που σύμφωνα με πολλούς Λασιθιώτες, τα μετρήματα και τον μονίμως παρεπιδημούντα στην περιοχή Ζαχαριή, είναι από τα ψηλότερα σημεία του κάμπου με υψόμετρο γύρω στα 830 μέτρα.
Παλιότερα στην περιοχή καλλιεργούσαν αμπέλια και στην προσπάθειά ντου ο Ζαχαριής να διατηρήσει την παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας και να θυμάται του παλιού καιρού, εφύτεψε κληματαριά στην πόρτα του αντλιοστασίου του για να του κάνει ασκιανό το καλοκαίρι και να τονέ κολάζει το φθινόπωρο με τσοι μπαόλους* που λέει στσοι σφίγγες και τα πουλιά που του τρώνε τα σταφύλια …
Είναι κάμποσα χρόνια, που κοντοστάθηκα σε ένα πέρασμά μου από τ’ Αρμιά, να πειράξω το Ζαχαριή που απολάμβανε καφεδάκι στον ασκιανό της κρεβατίνας* και να τόνε ρωτήσω …ανέ τον έπιασε το φάρμακο που του δίδανε στο στρατό για τις εξάψεις…!
-Έλα μωρέ και μπάφιασα όλη μέρα μοναχός επαδέ, εφώνιαξε μόλις με είδε και σηκώθηκε να κάμει και ελόγου μου καφέ και να απλώσει τσοι χερούκλες του, ίδιος παππάς στην ωραία θύρα όντε λέει το «άνω σχώμεν τας καρδίας…», για να με χαιρετήσει με εκείνο το πηγαίο γέλιο που έβγαζε μέσα από τη καρδιά ντου…
-Ήντα κάνεις; Μέρες έχω να σε δω! Μα αφήνουνέ μας οι δουλειές; Κάτσε να βάλω το μπρίκι στο πετρογκάζι, είπε και μπήκε στο αποθηκάκι πολλαπλών χρήσεων…
-Αδέρφι, ντουχιουντισμένος* είμαι, μόνο κάτσε να τα πούμε. Κόψε ένα πεπονάκι από τον κήπο, να το φάμε να δροσερέψομε, κι άσε τον καφέ, του ανταπάντησα.
Πιάσαμε τη κουβέντα, αγναντέψαμε τριγύρω την ομορφιά του κάμπου και των βουνών που κάνουνε το Λασίθι να μοιάζει λεκανοπέδιο, βγάλαμε το παράπονό μας στο θεό πως η ζωή έπρεπε νάναι τουλάχιστον άλλη τόση για να χαρεί κιανείς τον κόσμο, ανταλλάξαμε πληροφορίες για τα οικογενειακά μας βάσανα και βάλαμε το καμπανό του νου μας, να υπολογίσει που γέρνει …Μα το είπε μόνος του ο Ζαχαριής χωρίς να μπει σε συγκρίσεις:
-Βάσανά σου κι εσένα φίλε … Μα να σου πω μια; Καλιά να στάζει παρά να σταθεί!! -Δε πάνε στο διάολο για έγνοιες που δα μας σε φάνε πριν την ώρα μας …Άκου να σου πω, κάτι δουλειές έχω ακόμη κιαμιά βδομάδα να τελειώσω επαδέ στο κάμπο, κι ύστερα ανέ θες κλούθα μου, να πάρομε τα Γιασεμιά μας, να καβαλικέψομε ένα αμάξι και να δώσομε των αμαθιώ μας… Είπε και σώπασε. Εγώ τόδεσα σκουλαρίκι και τηλεφώνησα πρώτος του Ζαχαριή όταν υπολόγισα πως θάχε τελειώσει τις δουλειές του:
-Φίλε, να περάσομε θάλασσα, να φύγομε αλάργο, να αφήσουμε πίσω μας βάσανα και καημούς κι άμα θα κουραστούμε θα γυρίσουμε. Το αποφασίσαμε. Δυο μέρες ύστερα μπουκάραμε στο βαπόρι για το Πειραιά και το πρωί μας βρήκε το ξημέρωμα στον δρόμο για την Ήπειρο …
Ανέλαβα αυτοβούλως τον ρόλο του ξεναγού, αφού τα μέρη ήταν γνωστά κι αγαπημένα από την εποχή της υπηρεσιακής μου περιπλάνησης στους τόπους που πηγαίναμε. Η διαδρομή ξύπνησε αναμνήσεις, οι αναμνήσεις διάθεση και η διάθεση υπερβάλλοντα ζήλο στον ρόλο μου ως ξεναγού. Μέχρι και στις καντίνες με τα σουβλάκια του Ρίου – Αντιρρίου ξενάγησα το Ζαχαριή κι ας ήταν ώρα πρωινή ακόμη και τα σουβλάκια χθεσινοψημένα και ξαναζεσταμένα…
-Ο καλός ο μύλος όλα τ’αλέθει δήλωσε ο φίλος μου, ενθουσιασμένος από τη χαρά του ταξιδιού και τίμησε πληθωρικά τον ξαναζεσταμένο κοινότυπο μεζέ με ορεχτικό τις ζουμερές περιγραφές αφηγήσεων των αναμνήσεων μου από τις πάλαι ποτέ διελεύσεις από το σημείο … Τότε που και τα σουβλάκια είχαν άλλη γεύση…
Έτσι προέκυψε ο ντουγρουντζές… Δεν ήξερα τη σημασία της λέξης ούτε την είχα ξανακούσει. Την άκουσα όμως παραστατικά από το φίλο μου, δυο ώρες αργότερα λίγο πιο έξω από την Αμφιλοχία, οδεύοντας για Πρέβεζα, όταν μου ζήτησε επιτακτικά να σταματήσω δεξιά… Σταμάτησα σωστά υποψιασμένος, μα έκανα και υπόδειξη, ως παλιός γνώστης, πως εκεί που θέλει να πάει, είναι βράχια και θάλασσα…
-Άσε με φίλε στο διάολο και στο ζόρε πούχω… μουρμούρισε και πήρε κάτω προς τη θάλασσα. Με κατανόηση αναμείναμε την επάνοδο που ήταν ολίγον επεισοδιακή!
– Ρε φίλε που με κατέβασες επαέ και γλίστρησα στις πέτρες και ίσα που πρόλαβα και δεν ήπεσα στο νερό που ήτανε γεμάτο κατάμαυρους αχινούς με κάτι τσίμπες σαν τα χερόκτενα…Ας το διάολο για ντουγρουντζές, τόπο που βρήκε να με πιάσει…
Είχε και άλλες γαργαλιστικές λεπτομέρειες η περιπέτεια του φίλου μου στην ακτή της Αμφιλοχίας, μα ξεχαστήκανε γρήγορα με τις ευχάριστες εντυπώσεις του ταξιδιού…
Έμεινε στο μυαλό μου μόνο η λέξη ντουγρουντζές, με την ένοια και τους συνειρμούς που έκανα εκείνη την πρωτεινή φορά που την άκουσα.
Προχθές σκαλίζοντας τη μνήμη μας παρέα στο καφενείο με το Ζαχαριή, θυμηθήκαμε το ταξίδι μας και τον ρώτησα να μου πει τι σημαίνει η λέξη. Δεν μου το ξεκαθάρισε καλά και ζήτησα τη βοήθεια λεξικών και φίλων, να μάθω για τον ντουγρουνζτέ, να το πω και σε όσους από εσάς δεν το έχετε ξανακούσει. Δεν έφθασαν τα λεξικά μου, μα είχα και χρυσή εφεδρεία τον λόγιο συντοπίτη μου Κωστή Ατσαλάκη, που με παρέπεμψε στη λύση του γρίφου μου…:
* Μαρίνου Ιδομενέως/ Κρητικό Γλωσσάρι/ Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη / Α τόμος 2006 : [συγκοπή, αιφνίδια συμπεριφορά, κά.](δικαιολογείται εν «ευρεία εννοία»και η ανάγκη του Ζαχαριή που προέκυψε ξαφνικά λόγω σουβλακίων… ). Για κατανόηση της ερμηνείας, ο συγγραφέας προσθέτει:
« Που να σε πιάσει ντουγρουντζές,
πως με ξεπασουλίζεις*,
και με φουντώνεις κι ύστερα
κατίνα* μου γυρίζεις …»
*μπαόλους= βλαστήμιες
*ντουχιουντισμένος= προβληματισμένος
*κρεβατίνα= κληματαριά
*ξεπασουλίζεις= ξεσηκώνεις ( εν προκειμένω ερωτικά…)
*κατίνα=πλάτη