Αυτά τα χρόνια επειδή έχεις περάσει στο παρασύνθημα (σου έχουν βγάλει ήδη κίτρινη κάρτα) και δεν μπορείς να προσφέρεις τίποτα, παρά μόνο να σκέφτεσαι τα παλιά, να βάνεις, να βγάνεις, να κάνεις του Κουτρούλη τους λογαριασμούς, που λένε, μου ’ρθε συνειρμικά, ουρανοκατέβατα, ένα απόσπασμα, που είχα διαβάσει, πριν πολλά χρόνια, της βιογραφίας του Άλμπερτ Σβάιτσερ από τον Τάσο Αναστασιάδη το 1963.
Υπάρχουν βέβαια και σήμερο άνθρωποι, υπεράνθρωποι, θα ’λεγα, που παίζουν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα, γίνονται ήρωες, μάρτυρες, για κάποιο ύψιστο σκοπό, και τους βγάζεις το καπέλο και λες, μήπως δεν έχει χαθεί ακόμη ο άνθρωπος, μήπως δεν έχει αρχίσει ακόμη η “απανθρώπινη” ή “μετανθρώπινη” εποχή, όπως ισχυρίζεται κάποιος ανθρωπολόγος.
Ο αγώνας αρχίζει
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη βιογραφία του Σβάιτσερ, που έγραψε ο Τάσος Αθανασιάδης (1963). Ο Αλβέρτος Σβάιτσερ γεννήθηκε το 1875 στην Αλσατία της Γαλλίας. Πολύ νωρίς έγινε πάστορας και καθηγητής της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Τα βιβλία που έγραψε, έδιναν μεγάλες επιστημονικές υποσχέσεις, ενώ ταυτόχρονα είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως ο καλύτερος ερμηνευτής του Μπαχ στο εκκλησιαστικό όργανο.
Στα τριάντα του χρόνια ανακαλύπτει πως όλα του είχαν έρθει πολύ βολικά στη ζωή και πως το χρέος του αληθινού ανθρώπου είναι να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Αρχίζει τότε να σπουδάζει Ιατρική παράλληλα με τις άλλες του ασχολίες και το 1913 φεύγει για την Αφρική, για να αφοσιωθεί στους Μαύρους ιθαγενείς.
Στο Λαμπαρενέ του Γκαμπόν, κοντά στον Ισημερινό, μένει ως το τέλος της μακριάς ζωής του (1965), δουλεύοντας στο νοσοκομείο που ίδρυσε ο ίδιος. Το 1953 ο Σβάιτσερ τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Ειρήνης και το όνομά του έχει γίνει σύμβολο της ανθρωπιάς. Το κείμενό μας αναφέρεται στις πρώτες δυσκολίες του Σβάιτσερ, μετά την άφιξη στο Λαμπαρενέ.
Τις πρώτες τρεις βδομάδες δυσκολεύτηκε αφάνταστα χωρίς φάρμακα και διερμηνέα, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από αρρώστους, που ταξίδευαν εκατοντάδες χιλιόμετρα με τις πιρόγες τους για να ζητήσουνε το έλεός του. Στις 26 Απριλίου το βράδυ, το σφύριγμα του ποταμόπλοιου, που έφερνε τα εβδομήντα κιβώτια με το πολύτιμο υλικό, αντήχησε σαν ένα κάλεσμα εγκαρδίωσης και ελπίδας.
Ο αγώνας του άρχιζε.
Οι ιεραπόστολοι είχαν υποσχεθεί να του κάνουν για νοσοκομείο μια παράγκα από λαμαρίνα. Όμως με τις χρυσές δουλειές, που είχαν οι ξυλέμποροι εκείνη την εποχή, πλήρωναν τόσο καλά τους ιθαγενείς, ώστε κανένας τους δεν πήγαινε στην ιεραποστολή να δουλέψει για πενταροδεκάρες. Ο ιεραπόστολος Καστλ, ξέροντας από μαραγκοδουλειές, του έκανε σ’ ένα τοίχο της παραγκούλας μερικά ράφια. Το φαρμακείο είχε κιόλας στηθεί. Ήταν ωστόσο άλυτο πρόβλημα η εξέταση τωv αρρώστων, αφού για να προφυλαχτεί ένας λευκός από τις μολυσματικές ασθένειες δεν έπρεπε να δέχεται σπίτι του αρρώστους.
Ο Αλβέρτος Σβάιτσερ αναγκάστηκε τότε να εξετάζει στο ύπαιθρο, έτοιμος, ενώ καθάριζε πληγές κάτω απ τον καυτερό ήλιο, να μεταφέρει άρον άρον τις εγκαταστάσεις του στη βεράντα, με το πρώτο ρίπισμα της καταιγίδας που σηκωνόταν μόλις σκοτείνιαζε. Η αγωνία του άρχιζε να ελαττώνει τόσο πολύ την αποδοτικότητά του, ώστε αναγκάστηκε ύστερ’ από λίγες μέρες να προβιβάσει σε νοσοκομείο το οίκημα, που ο προκάτοχος του στην παραγκούλα είχε για κοτέτσι. Αιστάνθηκε πως είχε αποκτήσει μια πολυτελή εγκατάσταση, όταν μπόρεσε να βάλει στους τοίχους μερικά ράφια, να στήσει ένα ράντζο και ν’ ασβεστώσει το βρωμερό πάτωμα.
Μ’ όλη, ωστόσο, την πνιγηρή ατμόσφαιρα σε κείνο το παλιό κοτέτσι, όπου απ’ την κακή κατάσταση της στέγης του αναγκαζόταν να φορά κάσκα, ότι μπορούσε να επιδένει πληγές ενώ έξω μάνιαζε η καταιγίδα τον έκανε να νιώθει ευτυχισμένος. Δεν άργησε ν’ ανακαλύψει το διερμηνέα και, σε λίγο, πολύτιμο βοηθό του, στο πρόσωπο του πανέξυπνου Ιωσήφ, ενός άρρωστου ιθαγενή απ’ τη φυλή Γκαλόα, παλιού μάγερα, που μιλούσε τα γαλλικά τέλεια.
Ας είναι ευλογημένος ο Θεός: το χειρουργείο είχε εγκατασταθεί και επανδρωθεί. Ιδού το ωράριο εργασίας: κάθε πρωί, στις 8.30, όσο η κυρία Σβάιτσερ απολύμαινε τα χειρουργικά της σύνεργα και ο γιατρός έκανε τις τελευταίες του προετοιμασίες, ο Ιωσήφ διάβαζε στους συγκεντρωμένους ιθαγενείς (στη διάλεκτο Γκαλόα και Παχουέν) αυτόν το δυσάρεστο εξάλογο, ενώ εκείνοι, πυκνώνοντας ολοένα τις ουρές μπρος απ’ την παράγκα, κουνούσαν τα κεφάλια τους, για να δείξουν πως καταλάβαιναν:
- Απαγορεύεται αυστηρά να φτύνετε έξω απ’ το σπίτι του γιατρού.
- Όσοι περιμένετε δεν πρέπει να μιλάτε μεταξύ σας φωναχτά.
- Οι άρρωστοι και οι συγγενείς τους πρέπει να φέρνουν μαζί τους αρκετό φαΐ για ολόκληρη μέρα, επειδή δεν ξέρουν πότε θα εξεταστούνε.
- Όποιοι μένουν τη νύχτα στο σταθμό της ιεραποστολής δίχως άδεια του γιατρού, θα διώχνουνται χωρίς φάρμακο. (Συχνά οι άρρωστοι, που έρχονταν από μακρινές περιοχές, βγάζανε απ’ τις αίθουσες του σχολείου τους μαθητές, για να πάρουνε τις θέσεις τους).
- Πρέπει να επιστρέφονται τα μπουκαλάκια και τα τενεκεδάκια που δίνονται με φάρμακα.
- Μόνο επείγουσες περιπτώσεις θα εξετάζουνται απ’ τα μέσα του μηνός, όπου ανεβαίνει το βαπόρι και ώσπου να κατεβεί, γιατί ο γιατρός γράφει στην Ευρώπη να του στείλουν άλλα πολύτιμα φάρμακα. (Το βαπόρι έφερνε την ευρωπαϊκή αλληλογραφία στα μέσα του μηνός και στην επιστροφή του έπαιρνες τις απαντήσεις).
Σπρωχνόταν εκεί, μπρος απ’ την παράγκα, κάτω απ’ τον εξαντλητικό ήλιο, το πλήθος της κολυμπήθρας του Σιλωάμ: λεπροί, ελονοσιακοί, σκελετωμένοι απ’ την αρρώστια του ύπνου, από το μπέρι-μπέρι, πολλοί δυσεντερικοί, άλλοι με γαγγραινιασμένα έλκη, νεφρικοί, φρενοπαθείς, φυματικοί, τραχωματικοί, τραυματισμένοι από τα θηρία, ρευματικοί, πολλοί με καρδιοπάθειες, όγκους, δερματίτιδες, λογής ψυχασθένειες και καταληψίες.
Η εξέταση ήταν φοβερά κουραστική, επειδή ο γιατρός έπρεπε να μαντεύει περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να εκφράσει για την αρρώστια του ένας πρωτόγονος που συνήθιζε να αποδίνει τα συμπτώματά της και τους πόνους του σ’ ένα σκουλήκι κινούμενο αδιάκοπα μέσα του…
Στις δώδεκα το μεσημέρι ο Ιωσήφ ανάγγελνε: “ο γιατρός πάει να φάει”. Τότε οι άρρωστοι σκορπίζονταν στις γύρω σκιές, για να μασουλήσουν τις μπανάνες τους ή τα καπνιστά ψάρια τους. Οι υπόλοιπες όμως τέσσερις ώρες –απ’ τις δυο έως τις έξι το βράδυ– δεν ήταν αρκετές, για να εξεταστούνε όλοι οι άρρωστοι. Έτσι, πολλοί αναγκάζονταν να διανυκτερεύουν, αφού η εξέταση με λάμπα ήταν αδύνατη, απ’ τα κουνούπια που σηκώνανε σύννεφο γύρω τους. Μ’ όλη, ωστόσο, την προσπάθειά τους, δεν πρόφταιναν να εξετάσουν περισσότερους από 30-40 τη μέρα.
Για ν’ αποφεύγεται μια δεύτερη άσκοπη εξέταση, ο άρρωστος εφοδιαζόταν μ’ ένα αριθμημένο στρογγυλό χαρτονάκι, όπου επάνω του σημειωνόταν η αρρώστια του, όσα φάρμακα είχε πάρει κι οι οδηγίες πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ωστόσο, πάντα ο γιατρός είχε την ανησυχία, πως ο άρρωστος θα κατάπινε μονομιάς το φάρμακο ή θα ‘τρωγε την αλοιφή του.Μεγάλο αγώνα κάνανε στο ιατρείο –φτάνοντας και σε αυστηρές κυρώσεις– για ν’ αναγκάζουν τους αρρώστους να επιστρέφουν τα μπουκαλάκια και τα κουτιά, αφού μόνο μ’ αυτά μπορούσανε να προφυλάξουν τα φάρμακα απ’ τη διαβρωτική υγρασία. Μάταια όμως. Οι περισσότεροι –παρακούοντας κι από τη φυσική κλεπτομανία τους– τα κρατούσαν περνώντας τα στο λαιμό τους σαν φυλαχτά.
Κι όμως, ύστερα από μια τόσο αφόρητα ζεστή μέρα, που τη διαδεχόταν μια νύχτα το ίδιο ζεστή, χωρίς ένα ποτήρι δροσερό νερό ή μια υποψία φυσήματος απ’ τη ζούγκλα, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ πέφτοντας κατάκοπος στο κρεβάτι να κοιμηθεί αισθανότανε τέτοια εσωτερική αγαλλίαση, ώστε να γράψει στην αδελφή του: “Μ’ όλα αυτά είμαι πολύ ευτυχής, που βρίσκομαι στην πρωτοπορία του βασιλείου του Θεού…”. Μετά από εννιά μήνες μπορούσε πια ν’ αναγγείλει στους φίλους της Ευρώπης, πως είχε νοσηλεύσει πάνω από δυο χιλιάδες άτομα.
Ουφ … Τα σχόλια δικά σας.
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής