Για πρώτη φορά η τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας καλείται να λειτουργήσει με το νέο σύστημα που έφερε ο νόμος «Κλεισθένης». Αν και ο νόμος αυτός είναι γνωστός, επαναλαμβάνομε εδώ τα κυριότερά του σημεία για να δημιουργήσομε μια ενιαία βάση συζήτησης.
Σύμφωνα λοιπόν με τον προηγούμενο εκλογικό νόμο, εάν κανείς από τους υποψηφίους δημάρχους δεν κατάφερνε να συγκεντρώσει το 50%+1 του συνολικού αριθμού των ψήφων, τότε είχαμε επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας την αμέσως επόμενη Κυριακή.
Η επανάληψη γινόταν ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο επιτυχόντα, ώστε να υπάρξει ο νικητής του 50%+1. Αυτός έπαιρνε τότε το χρίσμα του δημάρχου, με εξασφαλισμένη την πλειοψηφία, αφού η κατανομή των εδρών σε δημοτικούς συμβούλους γινόταν σύμφωνα με τα ποσοστά της δεύτερης Κυριακής.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον νόμο «Κλεισθένης»: Εάν κι εδώ δεν υπάρξει εξ αρχής ο νικητής του 50%+1, έχομε επανάληψη των εκλογών ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο, την αμέσως επόμενη Κυριακή.
Μόνο που σύμφωνα με τον «Κλεισθένη» υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: Η κατανομή των εδρών σε δημοτικούς συμβούλους δεν γίνεται μόνο ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο υποψήφιο με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής, αλλά με βάση το αρχικό αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα της πρώτης Κυριακής, ανάμεσα σε όλους τους επικεφαλής συνδυασμών με βάση το ποσοστό του καθενός.
Αυτό σημαίνει, ότι εάν ο δεύτερος κατά σειρά επιτυχίας στις επαναληπτικές εκλογές υπερκεράσει τον πρώτο και καταταχθεί αυτός πρώτος, τότε θα είναι στη δυσμενή θέση να διοικήσει τον Δήμο χωρίς πλειοψηφία, δηλαδή με λιγότερους δημοτικούς συμβούλους από τον δεύτερο.
Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του Δήμου Ηρακλείου. Στις πρώτες εκλογές πρώτος κατετάγη ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Κουράκης και δεύτερος ο Βασίλης Λαμπρινός. Επειδή κανείς εκ των δύο δεν είχε το 50%+1 των ψήφων, είχαμε επανάληψη των εκλογών μεταξύ των δύο την αμέσως επόμενη Κυριακή. Στις εκλογές αυτές πρώτος κατετάγη ο κ. Βασ. Λαμπρινός. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα αυτό, δήμαρχος Ηρακλείου εκλέγεται ο κ. Λαμπρινός, έχοντας όμως μόνο 12 δημοτικούς συμβούλους έναντι του κ. Κουράκη, ο οποίος έχει 18, ενώ μονοψήφιο αριθμό εδρών κερδίζουν και άλλοι αρχηγοί συνδυασμών. Και το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: Θα μπορέσει ο κ. Λαμπρινός να διοικήσει τον Δήμο με λιγότερους συμβούλους, από όσους χρειάζονται για να ληφθεί μια απόφαση; Κάτι τέτοιο προϋποθέτει συναινέσεις και οι Έλληνες δεν διαθέτουν κουλτούρα συναινέσεων. Ο νόμος λοιπόν φαίνεται σε πολλούς απολύτως ανορθολογικός και έξω από την ελληνική κουλτούρα και την ελληνική πραγματικότητα.
Και εδώ θέλω να διατυπώσω τις έντονες αντιρρήσεις μου. Κατ’ αρχάς είναι αλήθεια ότι με βάση τα νέα δεδομένα του νόμου “Κλεισθένης” η αναζήτηση συναινέσεων είναι απολύτως αναγκαία. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι οι θεσμοί δεν θέτουν μόνο προϋποθέσεις για τη λειτουργία τους. Οι θεσμοί παράγουν κουλτούρα. Και η κουλτούρα συναίνεσης δεν έρχεται άνωθεν μέσω της θείας χάρης. Είναι οι ίδιοι οι θεσμοί που ευνοούν ή δυσχεραίνουν την καλλιέργειά της. Και αυτό βαθαίνει και διευρύνει τη δημοκρατία. Εξαρτάται λοιπόν για τι είδους αποφάσεις μιλούμε. Αν μιλούμε για αποφάσεις του τύπου να διορίσω τον κολλητό μου ή να ευνοήσω τον φίλο μου σ’ αυτήν ή εκείνη την εργολαβία, τότε ναι, ο Κλεισθένης αναμένεται να καταστήσει τις αποφάσεις αυτές δύσκολες έως και αδύνατες. Αν όμως μιλούμε για αποφάσεις που αφορούν το κοινό καλό των δημοτών, τότε εδώ αναμένεται να κυριαρχήσει η προσπάθεια ευρύτερης συναίνεσης.
Εδώ ο δήμαρχος οφείλει να εξαντλήσει τα περιθώρια της πειθούς, να αποδείξει τις ειλικρινείς προθέσεις της δημοτικής αρχής, την εντιμότητα, τη σοβαρότητα και την αναγκαιότητα του έργου. Και μάλιστα δεν είναι μόνο οι άλλες παρατάξεις που πρέπει να ενημερωθούν, αλλά και οι πολίτες στο σύνολο τους. Γιατί οι πολίτες μπορεί να μην ψηφίζουν για τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης, μετέχουν όμως στις επόμενες εκλογές. Είναι λοιπόν αδήριτη ανάγκη και πρέπει να επινοηθούν τρόποι και μηχανισμοί ενεργοποίησης των πολιτών για να μπορούν να κρίνουν ποιος νοιάζεται ειλικρινά για το πραγματικό συμφέρον της πόλης και ποιος επιδίδεται στην εκπλήρωση προσωπικών συμφερόντων, ώστε την επόμενη φορά να ξέρουν πώς και γιατί ψηφίζουν.
Εννοείται ότι στο πνεύμα αυτό όταν μιλούμε για συναινέσεις, δεν εννοούμε αθέμιτες και παρασκηνιακές συναινέσεις με βάση τα προσωπικά συμφέροντα και τη συναλλαγή μεταξύ των αρχηγών των διαφόρων παρατάξεων. Εννοούμε ειλικρινείς και δημόσιες συναινέσεις με βάση τα συμφέροντα του Δήμου και των δημοτών. Δηλαδή ανοιχτές και δημόσιες διαβουλεύσεις επί συγκεκριμένων θεμάτων που διεξάγονται κατά περίπτωση με ελεύθερη πρόσβαση των δημοτών, που υποκινούνται να τις παρακολουθήσουν. Οι πρώτες αποτελούν παρακμιακά φαινόμενα εκτροπής, οι άλλες είναι συναινέσεις που προάγουν, διευρύνουν και βαθαίνουν τη δημοκρατία.
Με την έννοια αυτή ο «Κλεισθένης» αποτελεί μια ουσιαστική πρόκληση για την καλλιέργεια μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, η οποία μπορεί στη συνέχεια, μεταφερόμενη στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να αλλάξει εντελώς τα πολιτικά δεδομένα της χώρας. Και για όποιον θεωρεί ότι αυτά είναι θεωρητικά φληναφήματα, χωρίς καμιά δυνατότητα εφαρμογής τους στην πράξη, σπεύδω να τον παραπέμψω στο παράδειγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι γνωστό ότι το πολίτευμα της Κύπρου είναι προεδρική και όχι προεδρευομένη δημοκρατία, όπως στην Ελλάδα. Αυτό δίνει στον εκάστοτε πρόεδρο κάποιες αυξημένες εξουσίες.
Έτσι λοιπόν ο αρχηγός του κόμματος που παίρνει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, την επόμενη μέρα των εκλογών σχηματίζει κυβέρνηση, χωρίς άλλες διαδικασίες. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο και μη δημοκρατικό στους Έλληνες, για τον σχηματισμό κυβέρνησης δεν ζητείται η δεδηλωμένη, δεν απαιτείται δηλαδή ψήφος εμπιστοσύνης με το 50%+1 των εκλεγέντων βουλευτών. Βεβαίως μπορεί να έλθει σε μια αρχική προγραμματική σύγκλιση με κάποιο μικρότερο κόμμα πριν ακόμη από τις εκλογές. Ενδέχεται ακόμη να κάνει διαβουλεύσεις για τα πρόσωπα των υπουργών, αφού οι υπουργοί δεν είναι εκλεγμένοι βουλευτές. Υπουργοί ορίζονται εξέχουσες προσωπικότητες αναγνωρισμένου κύρους. Και μάλιστα αν κάποιος βουλευτής ορισθεί υπουργός είναι αναγκασμένος να παραιτηθεί από το βουλευτικό αξίωμα.
Και εν πάσει περιπτώσει ο εκάστοτε Πρόεδρος Δημοκρατίας για να περάσει έναν νόμο από τη Βουλή χρειάζεται συναινέσεις, πρέπει να κάνει ανοιχτές και δημόσιες διαπραγματεύσεις με όλα τα κόμματα, να συνεννοηθεί μαζί τους κυρίως στα κρίσιμα σημεία του σχεδίου νόμου. Μέσα από τις διαβουλεύσεις αυτές ο νόμος θα πάρει την τελική μορφή με την οποία θα κατατεθεί στη Βουλή για να διεκδικήσει την πλειοψηφία των βουλευτών και να γίνει νόμος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι το πολιτικό σύστημα της Κύπρου ωθεί τους πολιτικούς στις συναινέσεις και τις συνεργασίες. Με τον τρόπο αυτόν έχει καθιερωθεί στην Κύπρο μια άλλη πολιτική κουλτούρα και οι Κύπριοι, πολίτες και πολιτικοί, είναι εθισμένοι σε ευρύτερες συναινέσεις και συνεργασίες με πολλά ευεργετήματα για το εθνικό συμφέρον.
Γι’ αυτό δεν θα ήταν εύκολο να παρατηρήσει κανείς φαινόμενα εξαγοράς ψήφων, ούτε θα μπορούσαν εύκολα να παρατηρηθούν εκεί φαινόμενα παρόμοια με όσα είδαμε εδώ για την υπογραφή της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών. Μέσα από τις συναινέσεις αυτές και την γενικότερη πολιτική κουλτούρα που επικρατεί, η Κύπρος μπήκε στα μνημόνια δύο χρόνια μετά από μας αλλά έχει φύγει ήδη από το 2016. Εμείς βλέπαμε την πατρίδα μας στο χείλος του γκρεμού, χωρίς καμιά διάθεση των κομματικών αρχηγών για συζήτηση μεταξύ τους. Η χώρα κινδύνευε και οι αρχηγοί μας σκοτώνονταν ποιος θα διώξει τον άλλον για να σώσει αυτός την πατρίδα, λες και οι δυο μαζί δεν γινόταν να αγωνιστούν από κοινού για τον ύψιστο αυτό εθνικό σκοπό. Η συναίνεση έχει διαγραφεί από το πολιτικό λεξιλόγιο της Ελλάδας. Έτσι παραπαίομε ακόμη μεταξύ μνημονίων με αβέβαιο μέλλον.
Μήπως λοιπόν ο «Κλεισθένης» που ξεκίνησε από την τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να αποτελέσει το όχημα που θα μας οδηγήσει βαθμιαία στην κουλτούρα των συναινέσεων και αποτελέσει την αφετηρία για μια άλλη πολιτική ζωή του τόπου; Θα δούμε. Φοβάμαι όμως ότι θα κυριαρχήσει και αυτή τη φορά η ελληνική επινοητικότητα, που έχει τη δυνατότητα να εφευρίσκει λύσεις διαφυγής από το πρόβλημα μέσα από την κουλτούρα της συναλλαγής και των ανεπιθύμητων συναινέσεων. Αυτό θα είναι κρίμα.
* Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής και πρ. αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης