Πολύς λόγος έγινε για  την επιμέλεια του παιδιού  εξίσου και από τους δύο γονείς σε περίπτωση που αποφασίσουν να λύσουν τον γάμο τους και να πάρουν διαζύγιο. Μάλιστα στον απόηχο της καταψήφισης του νομοσχεδίου (του νόμου σήμερα πλέον) από δύο βουλευτίνες της Ν.Δ. η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρ’ όλα αυτά  πολύς κόσμος δεν έχει ενημερωθεί περί τίνος πρόκειται και τι ακριβώς συμβαίνει.

Ωστόσο λόγω της σοβαρότητας του θέματος θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ εν συντομία στο θέμα και να εκφέρω την άποψη μου από την πλευρά του Παιδαγωγού. Μέχρι πρόσφατα λοιπόν,  ίσχυε το οικογενειακό δίκαιο που είχε ψηφισθεί το 1983 από την τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, όπως είχε εκπονηθεί από επιτροπή στην οποία μετείχαν καθηγητές εγνωσμένου κύρους, όπως ο Αριστόβουλος Μάνεσης, η Αλίκη Μαραγκοπούλου κ.ά. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού την κύρια επιμέλεια του παιδιού είχε ο ένας εκ των δύο γονέων, τον οποίο όριζε το δικαστήριο.

Κατά τον ίδιο τρόπο το δικαστήριο όριζε επίσης τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του άλλου γονέα. Έτσι επί 40 περίπου χρόνια η αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού δινόταν στον ένα και μόνο γονέα που κατά ποσοστό άνω του 95% ήταν η μητέρα. Αυτό δημιουργούσε προβλήματα σε πολλούς πατεράδες, επειδή οι μητέρες  αρνιούνταν να προσκομίσουν το παιδί στον πατέρα του, ο οποίος συχνά στερούνταν την επαφή με το παιδί του.

Σήμερα έρχεται ο πρόσφατος  νόμος να πάρει την επιμέλεια από τον ένα και μόνο γονέα και να την καταστήσει υποχρεωτική και για τους δύο. Έτσι από την επιμέλεια του ενός, περάσαμε στην συνεπιμέλεια, που έγινε υποχρεωτική και για τους δύο.

Αυτό εκ πρώτης όψεως ακούγεται πολύ λογικό και πολύ δίκαιο. Μολονότι δεν είμαι νομικός και δεν έχω μελετήσει το νόμο στις λεπτομέρειές του ας μου επιτραπεί, ως παιδαγωγός με σημαντική μάλιστα έρευνα στην Κοινωνιολογία της Οικογένειας, να διατυπώσω τις απόψεις μου επί δύο βασικών αρχών που θεωρώ ότι παραβιάζονται  από τον νόμο αυτόν, ο οποίος τονίζω και πάλι ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται απολύτως λογικός και δίκαιος.

Σύμφωνα με την πρώτη βασική αρχή ο νόμος οφείλει να εκκινεί πάντοτε από το παιδί, όχι από τους γονείς. Οφείλει δηλαδή να έχει μοναδική του αφετηρία και κεντρικό του σκοπό τη διασφάλιση της ομαλής ανάπτυξης του παιδιού. Και η αρχή αυτή παραβιάζεται, γιατί όπως πολύ σωστά επεσήμανε η  Μαριέττα Γιαννάκου με την οποία συμφώνησε η Όλγα Κεφαλογιάννη, ο νόμος αφορμάται από τους γονείς, όχι από το παιδί.

Έτσι προσπαθώντας να λύσει προβλήματα που ανακύπτουν ανάμεσα στους γονείς, δημιουργεί μια εντελώς νέα κατάσταση από την οποία αναμένεται να ζημιωθεί το παιδί, χάριν του οποίου θα όφειλε κανονικά να λειτουργεί ο νόμος.

Κατά τον ίδιο τρόπο παραβιάζεται μια δεύτερη επίσης σοβαρή αρχή, σύμφωνα με την οποία για να μεγαλώσει  ένα παιδί και να διανύσει ομαλά και χωρίς προβλήματα την εξελικτική του πορεία, είναι αναγκαίο να ζει μέσα σε ένα σταθερό περιβάλλον· να έχει εξασφαλισθεί δηλαδή μια σταθερή εστία μέσα στην οποία θα αισθάνεται ασφάλεια και  σιγουριά. Και, προφανώς, ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο οι προηγούμενοι νομοθέτες ανέθεσαν την επιμέλεια στον έναν από τους δύο γονείς.

Με αφετηρία αυτήν την μόνιμη και σταθερή εστία μπορεί βεβαίως το παιδί κατόπιν να διασυνδέεται με όλες τις άλλες δραστηριότητες  και εκδηλώσεις της ζωής: Σχολείο, επίσκεψη του πατέρα ή της μητέρας και παραμονή για κάποιο χρόνο μαζί τους, επίσκεψη φίλων ή συγγενών κ.λπ. Όμως είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς.

Κι εδώ δικαιούται κανείς να διερωτηθεί: Αν η συνεπιμέλεια ερμηνευθεί  ως ισότιμη κατανομή  του χρόνου  παραμονής του παιδιού με τον ένα και με τον άλλο γονέα δεν καταστρατηγείται αυτομάτως η αρχή αυτή;

Τι θα συμβεί δηλαδή αν με την αναγκαστική συνεπιμέλεια το παιδί αναγκασθεί να περνά έξι μήνες π.χ. με τον ένα γονέα και έξι με τον άλλο; Είναι φανερό  ότι θεωρητικά το παιδί «θα έχει δύο εστίες». Όμως, με την απώλεια της μιας σταθερής εστίας δεν έχομε  επί της ουσίας καμιά εστία· έχομε ανέστια και περιφερόμενα πλάσματα που παραπαίουν μεταξύ των δύο γονέων, χωρίς ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Και αυτό θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα στην ομαλή τους ανάπτυξη.

Βεβαίως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η από κοινού επιμέλεια του παιδιού είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε κανείς να προσφέρει για το παιδί του. Όταν όμως η συνεπιμέλεια αυτή προκύπτει μέσα από την κοινή συναίνεση και των δύο γονέων, που από κοινού στοχεύουν στο καλό του παιδιού τους. Όταν όμως η συνεπιμέλεια γίνεται κατ’ εντολή του νομοθέτη τα αποτελέσματα αναμένεται να είναι εντελώς διαφορετικά και μάλλον καταστροφικά.

Με την έννοια αυτή έχει απόλυτα δίκιο η κ. Μαριέττα Γιαννάκου να υποστηρίζει ότι ο νόμος πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να αποβλέπει στο καλό του παιδιού. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο καθένας από μας διάλεξε τη μητέρα των παιδιών του, όπως και κάθε μητέρα διάλεξε τον πατέρα των παιδιών της. Κανείς όμως ποτέ δεν διάλεξε την μητέρα ή τον πατέρα από τον οποίο θα γεννηθεί. Και αυτός, δηλαδή το παιδί, που δεν έχει καμία συμμετοχή και καμία ευθύνη στην επιλογή, καλείται να πληρώσει πρώτος τα σπασμένα.

Εν κατακλείδι: Με το διαζύγιο δεν διαλύεται καμιά βιολογική σχέση της οικογένειας. Λύεται η θρησκευτική ή η νομική σχέση που συνδέει τους δύο συζύγους μεταξύ τους, η βιολογική όμως σχέση που ενώνει τον πατέρα ή την μητέρα με το παιδί παραμένει αναλλοίωτη και εκτείνεται πέρα και από αυτά ακόμη τα βιολογικά όρια· ο πατέρας ή η μητέρα παραμένουν πατέρας ή μητέρα του παιδιού και μετά τον θάνατό τους.

Το ίδιο συμβαίνει με τον παππού ή τη γιαγιά και τους λοιπούς συγγενείς και των δύο γονέων. Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση όλων. Συνεπώς και μετά το διαζύγιο η οικογένεια με μιαν άλλη μορφή εξακολουθεί να υπάρχει και ο καθένας πρέπει να αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις του. Γάμος εξάλλου χωρίς παραχώρηση μέρους της ελευθερίας του ενός προς τον άλλο δεν νοείται.

*Ο Ι. Ε. Πυργιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής, πρ. αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης