Ο Νίκος Καζαντζάκης κατάλαβε πολύ νωρίς τη δύναμη και το λαμπρό μέλλον του κινηματογράφου, γι’ αυτό την τετραετία 1928-1932 έγραψε οκτώ κινηματογραφικά σενάρια.
Τα δύο ήταν διασκευές κλασικών λογοτεχνικών έργων («Δον Κιχώτης» και «Δεκαήμερο»), τρία παρουσίαζαν κορυφαίες ιστορικές προσωπικότητες, τις οποίες ο ίδιος θαύμαζε («Λένιν», «Βούδας» και «Μουχαμέτης»), ένα αφορούσε την ελληνική επανάσταση του 1821 («Το κόκκινο μαντήλι», μια μαρξιστική ανάγνωση της Ελληνικής Επανάστασης), ένα είχε αντικληρικό χαρακτήρα («Άγιος Παχώμιος και Σία») και την «Έκλειψη ηλίου», το οποίο διαδραματιζόταν σε ένα βουδιστικό μοναστήρι κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης ηλίου.
Κανένα από αυτά δεν έγινε ταινία, όπως απέτυχε και η τελευταία του προσπάθεια ως σεναριογράφος το 1956 όταν ο Ελληνοαμερικάνος Σπύρος Σκούρας, πρόεδρος της 20th Century Fox, του ανέθεσε να γράψει ένα έργο με τίτλο «Μια ελληνική οικογένεια».
Εντούτοις, ο Καζαντζάκης είναι ο μοναδικός Έλληνας συγγραφέας, του οποίου τρία μυθιστορήματα έγιναν διεθνείς ταινίες από κορυφαίους σκηνοθέτες. Η πρώτη ταινία ήταν «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» με σκηνοθέτη των Ζυλ Ντασέν και γυρίστηκε το 1956 στο χωριό Κριτσά με Γάλλους ηθοποιούς. Η Μελίνα Μερκούρη και ο Δήμος Σταρένιος ήταν οι μοναδικοί Έλληνες ηθοποιοί οι οποίοι συμμετείχαν στην ταινία, ενώ ο τίτλος της ταινίας ήταν «Αυτός που πρέπει να πεθάνει». Η γαλλόφωνη ταινία εκπροσώπησε τη Γαλλία στο φεστιβάλ Καννών το 1957, αποσπώντας εύφημη μνεία.
Η ταινία είχε εξαιρετικές ερμηνείες, ωστόσο σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς της εποχής, ο Ντασέν έκανε αρκετές αλλαγές στο σενάριο σε σχέση με το μυθιστόρημα, ενώ δεν κατάφερε να αποδώσει τους συμβολισμούς και το μεταφυσικό στοιχείο του έργου. Επίσης, προκάλεσε έντονες αρνητικές αντιδράσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η δεύτερη και διασημότερη ταινία ήταν το «Zorba the Greek», η οποία γυρίστηκε το 1964 στα Χανιά από τον Μιχάλη Κακογιάννη και βασίστηκε στο μυθιστόρημα «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ του Αλέξη Ζορμπά». Η ταινία ήταν αγγλόφωνη και τη διανομή ανέλαβε η 20th Century Fox. Ο Άντονυ Κουίν και ο Άλαν Μπέιτς απέδωσαν άριστα τους ρόλους τους, καθώς και όλοι οι συμπρωταγωνιστές τους (Λίλα Κέντροβα, Ειρήνη Παπά, Γιώργος Φούντας, Σωτήρης Μουστάκας, Γιώργος Βογιατζής, κ.ά.), με αποτέλεσμα η ταινία να βραβευθεί με 3 Όσκαρ (Β’ Γυναικείου Ρόλου, φωτογραφίας και σκηνογραφίας).
Η μαγική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανέδειξε ακόμα περισσότερο το έργο. Αξιοσημείωτη ήταν η αρνητική αντίδραση των Κρητικών (πολιτικών και πολιτών), οι οποίοι θίχτηκαν με τις σκηνές της δολοφονίας της χήρας και του πλιάτσικου στο σπίτι της μαντάμ Ορτάνς, διότι θεώρησαν ότι το έργο έδινε μια αρνητική εικόνα για τους κατοίκους του νησιού.
Η τρίτη ταινία ήταν ο «Τελευταίος πειρασμός» («Last temptation of Christ») του Μάρτιν Σκορσέζε, αμερικάνικη παραγωγή από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, η οποία γυρίστηκε το 1988 στο Ισραήλ με πρωταγωνιστή τον Γουίλεμ Νταφόε. Οι αντιδράσεις από τους καθολικούς και τους ορθόδοξους θρησκευτικούς κύκλους ήταν σφοδρότατες σε όλο τον κόσμο, ενώ στην Ελλάδα απαγορεύτηκε η προβολή της. Αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς ήδη η Καθολική Εκκλησία το 1955 είχε συμπεριλάβει το βιβλίο στο index των απαγορευμένων βιβλίων.
Πηγές
Αγαθός Θ., «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2017.
*Ο Αγησίλαος Κ. Αληγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος