Με την πτώση, ωστόσο, του Τείχους του Βερολίνου, ο διαχωρισμός Ανατολής-Δύσης στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης, βρισκόταν ήδη προ των πυλών! Η απόφαση της Γερμανίας μετά την επανένωση να επιστρέψει την πρωτεύουσά της από τη Βόννη στο Βερολίνο, στην Ανατολική Γερμανία, προανήγγειλε με σαφή τρόπο και την διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα ανατολικά.
Τα διευρυνόμενα σύνορα της Ένωσης, ‘μετακίνησαν’ σταδιακά τη Γερμανία από τα σύνορα της Ευρώπης στο κέντρο της, πια, ενώ ταυτόχρονα αύξησαν τη σημασία των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Ειδικότερα, ο ολοένα και εντονότερος ρόλος της Πολωνίας στην Ε.Ε. πυροδότησε ελπίδες για βαθύτερη συνεργασία Ανατολής-Δύσης, με τον πρώην πρωθυπουργό της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ που υπηρέτησε ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από το 2014 έως το 2019.
Αλλά το συντηρητικό λαϊκίστικο όραμα του κυβερνώντος κόμματος ‘Νόμος και Δικαιοσύνη της Πολωνίας’, στην εξουσία από το 2015, έχει οδηγήσει σε πολλαπλές αντιπαραθέσεις με το ιερατείο των Βρυξελλών. Η Βαρσοβία, μαζί με την δεξιόστροφη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, συνέχισαν να συγκρούονται με το υπόλοιπο μπλοκ για το επώδυνο ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής, τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις, τις σχέσεις με τη Ρωσία και τις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Αυτές οι εντάσεις κλιμακώθηκαν το έτος 2021, αφού η κυβέρνηση της Πολωνίας και το ανώτατο δικαστήριό της απέρριψαν την υπεροχή του δικαίου της Ε.Ε. έναντι του εθνικού συντάγματος, με αποτέλεσμα οι Βρυξέλλες να παρακρατήσουν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια για την πανδημία και άλλα κονδύλια της Ε.Ε. που είχαν ως προορισμό την Πολωνία.
Η αγωνία πολλών για τον προσεχή ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη επανεμφανίστηκε κυρίως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αυτή η κυριαρχία, όπως ήταν ευνόητο, ανέδειξε την γερμανική ηγεσία και διαχείριση στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αλλά οδήγησε επίσης σε νέες εντάσεις.
Υπό την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ στην εξουσία από το 2005 έως το 2021, η Γερμανία προκάλεσε την οργή πολλών κρατών που πλήττονταν από την κρίση επιμένοντας σε αυστηρές πολιτικές λιτότητας και καίριες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως ικανή προϋπόθεση για τα προγράμματα διάσωσης της Ε.Ε.
Το 2015, η Μέρκελ ανέτρεψε την ευρωπαϊκή πολιτική επιτρέποντας σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή να εισέλθουν στη Γερμανία, πυροδοτώντας μια μακροσκελή συζήτηση για τη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., η οποία ως γνωστόν συνεχίζει να μαίνεται ασταμάτητα έως τις μέρες μας.
Την ίδια περίοδο, άρχισε να διαφαίνεται και το αβέβαιο μέλλον του ΝΑΤΟ. Η κατάρρευση του κομμουνισμού έθεσε υπαρξιακά ερωτήματα γι’ αυτό, που ιδρύθηκε το 1949 για να προστατεύσει την Ευρώπη από την πιθανή σοβιετική εισβολή. Παρά τις διαμαρτυρίες και αντιρρήσεις της Ρωσίας και την απροθυμία ορισμένων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπερασπίστηκαν την μεταψυχροπολεμική διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως τρόπο για να εδραιώσουν τα δημοκρατικά κέρδη και φυσικά τα συμφέροντα στην Ανατολική Ευρώπη.
Τα μέλη του ΝΑΤΟ σύντομα αυξήθηκαν από δεκαέξι χώρες σε είκοσι εννέα, ενσωματώνοντας πρώην σοβιετικά δορυφορικά κράτη, όπως η Βουλγαρία και η Πολωνία, καθώς και την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, φτάνοντας σήμερα τα τριανταένα. Ταυτόχρονα, το ΝΑΤΟ άρχισε να προχωρεί σε προληπτικές επιχειρήσεις εκτός της περιοχής του. Η συμμαχία παρενέβη σε συγκρούσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στο Κοσσυφοπέδιο την δεκαετία του 1990, στο Αφγανιστάν το 2001 και στη Λιβύη το 2011.
Από το 2014, ο ρωσικός επεκτατισμός οδήγησε τους ηγέτες του ΝΑΤΟ να επικεντρωθούν στην αύξηση της στρατιωτικής ετοιμότητας στα ανατολικά σύνορα της συμμαχίας. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον εντείνει κατά καιρούς την κριτική ότι η Ευρώπη δεν δαπανά αρκετά για τη δική της άμυνα και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε καθήκοντα δεσμευόμενος να βελτιώσει τον επιμερισμό των βαρών του ΝΑΤΟ, απειλώντας ακόμα και να αποσυρθεί από τη συμμαχία.
Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, με τη σειρά του, έχει δεσμεύσει εκ νέου τις Ηνωμένες Πολιτείες στερεά στο ΝΑΤΟ, αλλά η αποχώρησή του το 2021 από το Αφγανιστάν αναστάτωσε πολλούς Ευρωπαίους συμμάχους και οδήγησε κορυφαίους αξιωματούχους της Ε.Ε. να υποστηρίξουν ότι τα σχέδια για έναν ανεξάρτητο στρατό της Ε.Ε. θα πρέπει επιτέλους να επιταχυνθούν και να γίνουν πραγματικότητα.