Ο μπαρμπα-Θωμάς, γέρος  ογδόντα ενός ετών, συνταξιούχος, έχει προβλήματα υγείας. Περπατάει με δυσκολία. Έχει όμως αποταμιευμένα αρκετά χρήματα. Και παίρνει και καλή σύνταξη.

Στα εβδομήντα πέντε  του έμεινε χήρος. Στα εβδομήντα οχτώ του πήρε στο σπίτι του μια όμορφη Ρωσίδα, την Σβετλάνα (πού την βρήκε!), είκοσι εφτά ετών, για να συγυρίζει, να του μαγειρεύει, να τον βοηθάει γενικώς να ζήσει, αφού γυναίκα πια δεν έχει.

Η Σβετλάνα, εκτός από όμορφη, είναι πρόσχαρη, υπάκουη, νοικοκυρά… ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο μπαρμπα-Θωμάς. Φροντίζει να του δίνει στην ώρα τους τα φάρμακά του. Ξέρει λίγα ελληνικά και συνεννοούνται.

Είναι έξυπνη, πονηρή, και μαθαίνει γρήγορα. Αλλά και ο μπαρμπα-Θωμάς προσπαθεί να μάθει ρωσικά. Έχει μάθει να λέει «ντα» (ναι), «νιετ» (όχι), «σπασίμπα» (ευχαριστώ), ιζβινίτιε (με συγχωρείτε, συγγνώμη)… Η Σβετλάνα ακούει πώς τα προφέρει και γελάει. Χαριτωμένη, όμορφη σαν λουλούδι. Όμως ο γερο-Θωμάς δεν σκέφτεται, τόσο όμορφη, τόσο έξυπνη κοπέλα, να φύγει από την πατρίδα της… κάτι ύποπτο ίσως συμβαίνει.

Έλαμψε το σπίτι με την ομορφιά και την νοικοκυροσύνη της Σβετλάνας. Ούτε όταν ζούσε η μακαρίτισσα δεν αισθανόταν ο γερο-Θωμάς τόσο άνετος και, θα μπορούσε να πει, τόσο ευτυχισμένος. Της έχει τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη – την θεωρεί συνετότατη και τιμιότατη –  ώστε της εμπιστεύτηκε και την πιστωτική κάρτα του, με την οποία η Σβετλάνα κάνει τα ψώνια από το σουπερμάρκετ.

Του φέρνει βέβαια τους λογαριασμούς, να τους ελέγξει ο ίδιος. Εκείνος όμως δεν θέλει κάθε φορά να κάνει έλεγχο. Έχει εμπιστοσύνη. Μάλιστα την προέτρεψε και φόρεμα και παπούτσια δικά της να ψωνίσει με τα λεφτά του. Τελευταία της  πρότεινε να βγάλει τετρακόσια ευρώ από το ΑΤΜ και να τα κρατά στο πορτοφολάκι της, δικά της, για ώρα ανάγκης.

Η κόρη όμως του γερο-Θωμά, η Χαρά, και ο εγγονός του  ο Θωμάς – έχει το όνομά του – γιος της Χαράς, μαθητής τρίτης λυκείου, δεν τα βλέπουν αυτά με καλό μάτι. Αλλά περισσότερο  από αυτούς η Αυγή, ανύπαντρη κόρη του,  είκοσι πέντε χρονών, θυμώνει πολύ με όσα βλέπει να γίνονται στο πατρικό της σπίτι.

Η ίδια μένει με ενοίκιο αλλού. Κάνει την δικιά της ζωή. Ένα απόγευμα λοιπόν, που η Σβετλάνα έλειπε στο κομμωτήριο, συνεννοημένοι οι τρεις τους πήγαν στο σπίτι του παππού, με σκοπό να κάνουν παρατηρήσεις για τα συμβαίνοντα στο πατρικό τους σπίτι. Έλεγαν στον παππού ότι δείχνει, σε μια ξένη, υπερβολική εμπιστοσύνη. Της δίνει πολύ θάρρος.

– Κάνει πολλά έξοδα. Αγοράζει φορέματα για τον εαυτό της! Καινούργια παπούτσια! Καινούργια μπλούζα από τον Ζάρα, από τις πιο ακριβές… του έλεγε με αυστηρό ύφος η Χαρά.

– Μα πώς αφήνεις, μια ξένη, να κρατά την πιστωτική σου κάρτα και να κάνει  ψώνια μ’ αυτήν; τον ρωτούσε επιτιμητικά η άλλη κόρη, η Αυγή.

– Κάνω έλεγχο. Όλα μου τα εξηγεί. Μου δείχνει όλους τους λογαριασμούς… απάντησε ενοχλημένος ο παππούς.

– Παππού, ο κόσμος σε κοροϊδεύει. Λέει ότι σπίτωσες μια ξένη που σε εκμεταλλεύεται. Ξεμωραμένο σε λένε… πετάχτηκε άγαρμπα ο εγγονός, ο Θωμάς.

Η Αυγή τον έσπρωξε με τον αγκώνα της. «Τα παραείπες» του ψιθύρισε. Αλλά ήταν πια αργά. Θύμωσε ο παππούς.

– Για ακούστε! τους φώναξε οργισμένος. Εσείς με έχετε παραπετάξει. Με αγνοείτε. Δεν έρχεστε ούτε καν να δείτε τι κάνω, αν ζω ή αν πέθανα. Περισσότερη φροντίδα από εσάς, που είστε παιδιά μου, δείχνει αυτή, που είναι μια ξένη. Σε γηροκομείο να με στείλετε θέλατε, να με ξεφορτωθείτε. Να σας αδειάσω το σπίτι… Και μη με νευριάζετε περισσότερο, γιατί, να το ξέρετε, έτσι που μου φέρεστε, δεν πρόκειται ούτε ένα ευρώ να σας αφήσω, όταν πεθάνω. Εξάλλου αυτό εσείς δεν περιμένετε;

Σύξυλοι έμειναν και οι τρεις τους. Και ο γερο-Θωμάς, άνθρωπος διαβασμένος,  απαγγέλλοντας μονοσύλλαβους στίχους αρχαίας προσευχής, αναφώνησε: «Φευ,/Ζευ,/δος/φως» (=Αλίμονο, αρχαίε θεέ Δία, δώσ’ μας φώτιση). Για τον εαυτό του το έλεγε ή για τους άλλους;