Στις 9 Ιουλίου 1941, ο Στρατηγός Αντρέ αντικαθιστά τον Αντιπτέραρχο Κουρτ Στούντεντ, που είχε καταλάβει την Κρήτη με το σώμα των αλεξιπτωτιστών, αναλαμβάνοντας την Διοίκηση του «Φρουρίου Κρήτης». Τον Ιανουάριο του 1942 με διαταγή του ιδρύει ένα ιδιόρρυθμο Σώμα, το ονομάζει «Κυνηγοί Κρήτης», τοποθετώντας επικεφαλής έναν επιλοχία, τον Φριτς Σούμπερτ.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στον επιλοχία Σούμπερτ, όλα τα σώματα και οι μονάδες του στρατού Κατοχής, δεν είχαν δικαίωμα να φέρουν προσκόμματα και αντιρρήσεις, όπως τονίζει η διαταγή του Στρατηγού Αντρέ. Το σώμα μετονομάστηκε από τον ίδιο τον Φριτς Σούμπερτ σε Ελληνικό Καταδιωκτικό Απόσπασμα Κακοποιών Ε.Κ.Α.Κ. ή Jacte Commando και αποτελούνταν από Κρήτες κακοποιούς και συνεργάτες των Γερμανών. Κυρίαρχη θέση στο σώμα των κακοποιών, οι Τζουλιάδες από τον Κρουσώνα. Το Ελληνικό Καταδιωκτικό Απόσπασμα Κακοποιών, ευθύνεται για βασανισμούς και εκατοντάδες εγκλήματα πατριωτών.
Καλούσε τον πληθυσμό να καταδίδει τους άντρες της Αντίστασης και οτιδήποτε άλλο έβλαπτε τον κατοχικό στρατό, όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στην προκήρυξη με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1944 με τον τίτλο «ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΙ του κ. Διοικητού του Ελληνικού αποσπάσματος Καταδιώξεως Κακοποιών προς τον Κρητικόν Λαόν και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ:
«…προς τούτοις δε, μοι καταγγέλητε ομοίως πάντα κακοποιόν, όστις θα υπέπιπτεν εις την αντίληψίν σας, ως αντιποιούμενος τα έργα και την αποστολήν των ανδρών του αποσπάσματός μου, του οποίου άλλως τε είναι γνωστά τα διακριτικά σημεία προς τούτο, δι ό και θα με εύρητε πάντοτε διατεθειμένον και πρόθυμον».
Πολλές φορές για λόγους προπαγάνδας, το Σώμα Κυνηγών προχωρούσε σε αγαθοεργίες και δωρεές όπως στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου: «Ο κ. Σούμπερτ, διευθυντής του Jakte Commando, κατέθηκεν εις το ταμείον του νοσοκομείου, διά τους ασθενείς του Ιδρύματος, το ποσόν των τετρακοσίων εβδομήκοντα πέντε χιλιάδων 475.000 διά τας ανάγκας αυτών. Το Νοσοκομείον ευχαριστεί θερμώς».1
Το πρωινό της 27ης Ιουνίου 1942, ο Σούμπερτ με την ομάδα του, μεταξύ των οποίων οι αδελφοί Νικόλας και Γιώργης Τζουλιάς καθώς και ‘άντρες του τακτικού γερμανικού στρατού, κυκλώνουν το μετόχι Βορρού μετά από προδοσία. Αναζητούσαν τους Μπαντουβάδες και κρυμμένα όπλα. Στο Βορρού υπήρχαν δεκάδες αλώνια και ήταν η εποχή του θερισμού και του αλωνίσματος.
Στον κλοιό βρέθηκε ο Κώστας Μπαντουβάς γιατί η γυναίκα του Δέσποινα, έγκυος στον 7ο μήνα, είχε σπάσει το πόδι της την προηγούμενη ημέρα και θεώρησε σωστό να μείνει κοντά της.
Οι άλλοι Μπαντουβάδες Νίκος, Γιάννης, Ζαχαρίας και Χρήστος Ζαχαρία Μπαντουβάς με την γυναίκα του Ζωή, που ήταν κι αυτοί στο Βορρού, δεν βρέθηκαν στον κλοιό γιατί κάθε βράδυ διανυκτέρευαν αρκετή απόσταση από τον οικισμό για λόγους ασφαλείας.
Η κόρη του Χρήστου και της Ζωής Μπαντουβά Ειρήνη, εννέα χρονών τότε, έζησε όσα ακολούθησαν την 27η Ιουνίου 1942 στο Βορρού. Η ίδια, σε χειρόγραφο κείμενο, περιγράφει τα δραματικά γεγονότα:
«…Ξαφνικά, πριν ακόμα ξημερώσει, ακούστηκε κροτάλισμα πολυβόλου και δυνατές άγριες φωνές στα Γερμανικά. Πεταχτήκαμε αλαφιασμένες, τρομαγμένες. Ήταν ακόμα νύχτα.
Το μεράστρι μόλις πήγαινε να δύσει και μέσα στη διαύγεια του πρωινού διακρίναμε στους λόφους γύρω από το Βορρού στρατιώτες που έτρεχαν βιαστικά προσπαθώντας να ζώσουν την περιφέρεια του Βορρού και να δημιουργήσουν κλοιό για να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει.
Κάθε τόσο ακούγονταν πυροβολισμοί και συνεχείς ριπές από τα πολυβόλα που είχαν στήσει κατ’αποστάσεις. Πριν προφτάσομε να συνέλθομε, το μετόχι γέμισε από Γερμανούς που με προτεταμένα τα τουφέκια ορμούσαν μέσα στα σπίτια και έβγαζαν τους ανθρώπους έξω με φωνές και σπρωξίματα.
Ήταν η εποχή του θερισμού και στου Βορρού βρίσκονταν πολλοί από τους ιδιοκτήτες, οι συμμισάτορες και πολλοί εργάτες, πάνω από 100 άτομα. Όλους μάς πήγανε έξω από το Βορρού σ’ένα χωράφι κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, μικρούς – μεγάλους χωρίς διάκριση.
Δεν άφησαν να μείνει κάποιος κοντά στη θεία μου Δέσποινα που απόμεινε ολομόναχη. Είχαν ξετρυπώσει τον Ζαχαρία και τον Γιάννη από την κρυψώνα τους και ήταν και αυτοί μαζί μας. Όταν φτάσαμε στο χωράφι είδα κάτω από ένα δεντράκι, νομίζω πως ήταν αγριοαμυγδαλιά, τον θείο μου Μπαντουβόκωστα να κάθεται επάνω σε μια πέτρα με τα χέρια δεμένα μπροστά με ένα σκοινί.
Ήξερα τον κίνδυνο παρόλο που ήμουν 9 χρονών, γιατί τα αντιστασιακά ήταν μέρος της ζωής μας. Οι γονείς μας, (όλων των παιδιών των Μπαντουβάδων), δεν μας έκρυβαν τίποτα. Και τους Εγγλέζους που πηγαινοέρχονταν στο σπίτι μας στις Ασίτες έβλεπα, και στον Μόντυ άνοιγα την πόρτα όταν ερχότανε να πάρει Ελληνικά βιβλία και περιοδικά που διάβαζε “μετά μανίας” παρ’όλο που τον σιχαινόμουνα γιατί όταν διάβαζε σκάλιζε συνέχεια τη μύτη του.
Έβλεπα και τον πατέρα μου που ήταν πάντα οπλισμένος και τη μητέρα μου που είχε εγκαταστήσει “εργαστήριο” για πλαστές ταυτότητες των αντιστασιακών και για τη διεκπεραίωση των δελτίων που μοίραζαν στα χωριά και ήξερα πολύ καλά ότι γι’αυτά δεν έπρεπε να λέω σε κανένα τίποτα.
Οι Γερμανοί έβαλαν χωριστά τα γυναικόπαιδα και χωριστά τους άντρες και μας υποχρέωσαν να καθίσουμε πάνω σε κάτι χαράκια. Ανάμεσα από τους Γερμανούς στρατιώτες βγήκε μπροστά ένας Γερμανός επίσης, κοντός, όχι πολύ αδύνατος αλλά πολύ άσκημος. Όμως εκείνο που τον έκανε πιο άγριο ήταν τα κοντά μυωπικά γυαλιά του και ένα κακό χαμόγελο στο πρόσωπό του σαν απειλή.
Κρατούσε ένα μεγάλο καμτσίκι που το ανάδευε συνέχεια. Μαζί του ήταν και δυο Έλληνες ντυμένοι με μαύρα πουκάμισα, γκιλότες και στιβάνια και κρατούσαν κι αυτοί καμτσίκια. Φοβέριζαν τον κόσμο και έδιναν και καμιά ξέφορτση καμτσικιά για εκφοβισμό. Κάποιοι που τους γνώριζαν σιγοψιθύρισαν ότι ο Γερμανός ήταν ο φοβερός και τρομερός λοχίας Σούμπερτ που ήταν επικεφαλής γερμανικού φυλακίου στην Αυγενική που ήταν επανδρωμένο με μεγάλο αριθμό στρατιωτών και οι δύο Έλληνες ήταν οι αδελφοί Τζουλιά Νικόλας και Γιώργης, Κρουσανιώτες και μεγάλοι γκεσταμπίτες.
Ο θείος μου Μπαντουβόκωστας καθότανε ψύχραιμος και ατάραχος κάτω από το δεντράκι με τα χέρια δεμένα. Οι Γερμανοί και οι Τζουλιάδες τού ζήτησαν την ταυτότητά του και εκείνος τούς έδωσε την πλαστή ταυτότητα που του είχε φτιάξει η μητέρα μου, με το όνομα Εμμανουήλ Μαγκουσάκης κάτοικος Αγίου Μύρωνος. Αυτό στην πραγματικότητα ήταν το όνομα του άνδρα της αδελφής του Σοφίας που ζούσε στον Άγιο Μύρωνα, αλλά είχε και αυτός χτήματα στου Βορρού και η παρουσία του εκεί ήταν δικαιολογημένη.
Βρίζοντας και φοβερίζοντας τους ανθρώπους, ρωτούσαν πού είναι οι Μπαντουβάδες και τους ζητούσαν να τους φανερώσουν. Έλεγαν ότι είχαν πληροφορίες ότι οι Μπαντουβάδες ήταν εκεί και ότι ο Μπαντουβόκωστας έσφαξε ένα αρνί που το κρέμασε στο τάδε δέντρο και το έφαγαν μαγειρεμένο με πατάτες κάτω από το δέντρο. Όλα έδειχναν ότι ήταν καλά πληροφορημένοι από τον προδότη που τους έφερε εκεί, αλλά κανείς από τους παριστάμενους δεν μαρτύρησε το παραμικρό, παρόλο που τα ήξεραν όλα και παρ’όλες τις απειλές.
Ευτυχώς ο πατέρας και η μητέρα μου, ο Ζαχαρίας Γ. Μπαντουβάς και ο Νίκος Γ. Μπαντουβάς, είχαν μείνει τη νύχτα μακριά από το Βορρού, όπως έκαναν κάθε βράδυ και βρέθηκαν εκτός ζώνης κύκλωσης των Γερμανών.
Ο άλλος θείος μου Γιάννης Γ. Μπαντουβάς, βρισκότανε στη θέση Καλόκαμπος νοτιοδυτικά του Βορρού, στα νώτα των Γερμανών και κατάφερε να διαφύγει. Μόνο ο Μπαντουβόκωστας πιάστηκε, παρόλο που είχε κρυφτεί στα καλάμια και στις φτέρες του ποταμού. Ο Σούμπερτ τότε σκύλιασε που δεν μπορούσε να μάθει όσα ήθελε και έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο.
Με το δάχτυλό του υπέδειξε ένα νεαρό παιδί, τον Γιώργη Σπυριδάκη ή Μανουρά, που μόλις πριν από λίγο καιρό είχε επιστρέψει, μετά από πολλές ταλαιπωρίες από την Αλβανία που είχε πολεμήσει.
Ήταν 25 χρονών περίπου και ο πατέρας του ήταν συμμισάτορας του θείου καπετάν Γιάννη Μπαντουβά από πριν τον πόλεμο και βρισκόταν στου Βορρού οικογενειακώς για τον θερισμό και τη συγκομιδή των σιτηρών.
Δύο Γερμανοί στρατιώτες τον άρπαξαν και τον έσυραν μπροστά στον Σούμπερτ. Έφεραν ένα σκαπέτι και μια παλάμη και ο Σούμπερτ τον υποχρέωσε να σκάψει ένα μεγάλο λάκκο. Σ’όλο το διάστημα έβριζε, απειλούσε και τρομοκρατούσε τον κόσμο.
Η θέα του λάκκου έσπειρε τον πανικό και μικροί μεγάλοι τρέμαμε από φόβο και αυτός ήταν ο σκοπός του Σούμπερτ για να σπάσει το ηθικό των ανθρώπων και να τους αποσπάσει όσα μυστικά ήξεραν και δεν τα μαρτυρούσαν.
Μόλις ανοίχτηκε ο λάκκος άρπαξαν τον νεαρό Σπυριδάκη και τον έριξαν επάνω σε μια κόφα που βρέθηκε στο χωράφι και άρχισαν να τον χτυπούν με τα καμτσίκια τους και ο Σούμπερτ και οι Τζουλιάδες και τον ρωτούσαν πού ήταν οι Μπαντουβάδες κι αν ήταν εκεί ανάμεσά τους κάποιος Μπαντουβάς. Αυτός απαντούσε ότι δεν ξέρει τίποτα και ότι κανείς Μπαντουβάς δεν βρισκόταν εκεί.
Παρά το ξύλο και τους πόνους του αλλά και το άνοιγμα του λάκκου, ο Γεώργιος Σπυριδάκης δεν λιποψύχησε και δεν κλονίστηκε ούτε στιγμή. Δεν μαρτύρησε ούτε λέξη παρόλο που ο Μπαντουβόκωστας ήταν λίγα μέτρα μακριά του. Ο Σούμπερτ τού είπε να σηκωθεί. Αυτός στάθηκε με πολύ κόπο στα πόδιά του και προσπάθησε να κάμει 2-3 βήματα. Τότε τον πυροβόλησε στην πλάτη και αμέσως το πληγωμένο του σώμα σωριάστηκε στο χώμα δίπλα στον λάκκο, που ο ίδιος είχε ανοίξει πριν λίγο και ίσα ίσα που πρόλαβε να φωνάξει «Ζήτω η Ελλάδα!». Τον πυροβόλησαν άλλες 2-3 φορές και έσπρωξαν το σώμα του μέσα στον λάκκο.
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα τα δόντια μου να κροταλίζουν από τρόμο και ένιωσα τα ούρα να μου φεύγουν και να λιμνάζουν στα πόδιά μου, χωρίς να μπορέσω να τα συγκρατήσω. Το ίδιο έπαθαν και άλλα παιδιά αλλά και μεγάλες γυναίκες.
Κατά διαστήματα ακούγαμε πυροβολισμούς και ριπές από ταχυβόλο που ερχόταν από κάποια απόσταση και φοβόμαστε μήπως ανακάλυψαν τους υπόλοιπους συγγενείς μας, που κρυβόταν και τους πυροβολούσαν.
Έτρεμα για τη μητέρα μου και τον πατέρα μου που δεν ήξερα τι είχαν απογίνει. Η μάνα του Σπυριδάκη είχε πέσει στο χώμα και σφάδαζε δαγκώνοντας τις πέτρες. Οι άλλες γυναίκες είχαν πέσει επάνω της για να καλύψουν τις κραυγές της, γιατί ο Σούμπερτ ήταν ικανός να την πυροβολήσει για να την κάνει να σωπάσει.
Ρώτησαν ακόμα 2-3 άτομα, άνδρες και γυναίκες που είναι οι Μπαντουβάδες και πού είναι κρυμμένα τα όπλα, αλλά όλοι απάντησαν ότι δεν ξέρουν τίποτα. Τότε ο Σούμπερτ φώναξε ένα νεαρό παιδί, τον Ζαχαρία Θεοχ. Καμπιτάκη, δεκαοχτώ ετών περίπου που κατά σύμπτωση ήταν βαφτιστικός του Μπαντουβόκωστα και τον ρώτησε αγριεμένος πού είναι οι Μπαντουβάδες και πού κρύβουν τα όπλα.
Ο Καμπιτάκης τρέμοντας από τον φόβο του απάντησε: Εγώ δεν κατέχω πράμα. Κατέχει ο σάντολός μου ο Μπαντουβόκωστας και τον έδειξε με το δάχτυλό του. Ο Μπαντουβόκωστας του απάντησε με πικρία:
-Χαράμι σου, μωρέ, το λάδι που σου’βαλα ! Και παρέμεινε ατάραχος.
Ο Σούμπερτ χαλάρωσε αμέσως. Διέλυσε τον κλοιό που είχαν σχηματίσει οι στρατιώτες του και διέταξε να’ρθουν όλοι εκεί. Άλλους έβαλε να φρουρούν τον Μπαντουβόκωστα και τους υπόλοιπους κατοίκους του Βορρού, άλλους έστειλε να συγκεντρώσουν τα ζώα, βόδιά μοσχάρια, χοίρους και πρόβατα καθώς και τρόφιμα, τυριά, αυγά, κότες, όλα σ’ένα συγκεκριμένο μέρος και άλλους έστειλε να ετοιμάσουν φαγητό για τους υπόλοιπους στρατιώτες…
… Μετά την ομολογία του Καμπιτάκη, οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερα τα παιδιά και εμείς τρέξαμε αμέσως στο σπίτι του θείου μου Μπαντουβόκωστα για να βοηθήσομε τη θεία μου Δέσποινα. Εκείνη ήταν σε πολύ άσκημη κατάσταση, με το σπασμένο της πόδι και προχωρημένη την εγκυμοσύνη της. Όταν έμαθε ότι έπιασαν τον θείο μου οι Γερμανοί, έκλαψε και μοιρολογούσε κι έσκιζε τα μάγουλά της.
Ο Γιάννης, ο δεύτερος γιος της και εγώ πήγαμε στον Τζουλιά, εκεί που ήταν όλοι μαζεμένοι. Νομίζω πως ήταν ο Νικόλας Τζουλιάς και πήγαμε σ’αυτόν επειδή ήταν ντυμένος με ρούχα κρητικά, γκιλότα και στιβάνια και πιστεύαμε πως θα μας άκουγε.
Δειλά δειλά ο Γιάννης που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος από εμένα, του είπε να του χαρίσει τον ντανά τους και ν’αφήσει ελεύθερο τον πατέρα του. Ο ντανάς ήταν ένα χαριτωμένο μοσχάρι, όλο ζωή και δύναμη, το καμάρι του θείου μου ανάμεσα στα ζώα του, που το τάιζε πάντα μέσα από τη χούφτα του και για τον Γιάννη ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που υπήρχε.
Ο Τζουλιάς χασκογέλασε, σήκωσε το καμτσίκι και μας κατάφερε μερικές. Γυρίσαμε στο σπίτι άπραχτοι με το παιδικό μυαλό μας φουρτουνιασμένο. Οι Γερμανοί μπαινόβγαιναν στην αυλή για να πάρουν φαγητό. Είχαν ανοίξει την αποθήκη του σπιτιού που ήταν γεμάτη τυριά και αθοτύρους, άλλα σε πάγκους κι άλλα σε σανίδες κρεμασμένες από το ταβάνι για να στεγνώσουν και να ωριμάσουν. Κομμάτιασαν μερικά και τα έφαγαν και τα υπόλοιπα τα έβαλαν σε σακιά και τα πήραν μαζί τους. Μάζεψαν όσα άλλα φαγώσιμα βρήκαν και τα πήραν όλα…
… Ο Σούμπερτ, από αυτούς που είχε συλλάβει ξεχώρισε και πήρε, εκτός από τον Μπαντουβόκωστα, τον γιο του Ζαχαρία, 14 ετών τότε, τις τέσσερις θυγατέρες του αδελφού του παππού μου Νικολάου Ι. Μπαντουβά, την Ανθή, τη Σταυρούλα, την Κατίνα και τη Μαρία, τον σύζυγο της Ανθής Εμμανουήλ Περιστέρη και την Φιλαρέτη, σύζυγο Ζαχαρία Γ. Μπαντουβά. Τους υπόλοιπους τους ελευθέρωσε αλλά με φοβερές απειλές. Πήραν τα τρόφιμα και τα ζώα που είχαν συγκεντρώσει, έβαλαν τους αιχμαλώτους στην γραμμή αφού τους έδεσαν τα χέρια και πήραν τον δρόμο για το χωριό Μεγάλη Βρύση με τα πόδια. Η απόσταση από του Βορρού ως τη Μεγάλη Βρύση είναι γύρω στα δέκα χιλιόμετρα και ο δρόμος ανηφορικός και κακοτράχαλος. Απ’όσα μάς διηγήθηκαν αργότερα οι κρατούμενοι, η πορεία ήταν πολύ δύσκολη. Ήταν τέλος Ιουνίου και η ζέστη αφόρητη και η δίψα ανυπόφορη αλλά δεν τους άφησαν να πιουν νερό από μια δυο πηγές που υπήρχαν στη διαδρομή. Στη Μεγάλη Βρύση κάποιοι φίλοι προσπάθησαν να τους δώσουν λίγο νερό αλλά οι Γερμανοί τους απομάκρυναν, σπρώχνοντάς τους με τα όπλα τους. Από εκεί τους πήγαν στην Αγία Βαρβάρα με τα πόδιά αφυδατωμένους, πεινασμένους, καταταλαιπωρημένους, ανθρώπινα κουρέλια. Φαίνεται ότι τους ήθελαν σ’αυτήν την κατάσταση για να είναι πιο ευάλωτοι στην ανάκριση που θα επακολουθούσε. Στην Αγία Βαρβάρα τους επιβίβασαν σε γερμανικά καμιόνια και τους μετέφεραν στο χωριό Αυγενική, που είχε την έδρα του ο Σούμπερτ αλλά και το κολαστήριό του.
Στο Βορρού μείναμε τα γυναικόπαιδα, η τραυματισμένη θεία μου Δέσποινα, οι οικογένειες των συμμισατόρων και οι εργάτριες θερίστρες. Από το σπίτι που έμενε η οικογένεια του Σπυριδάκη ακουγότανε κλάματα και μοιρολόγια καθώς και από το σπίτι του θείου μου Μπαντουβόκωστα, που η θεία μου η Δέσποινα κατάκοιτη και ανήμπορη έκλαιγε τον άντρα της γιατί καταλάβαινε τι τον περίμενε. Τα σπίτια με τις πόρτες ορθάνοιχτες ήταν λεηλατημένα, με τα πράγματα όσα δεν άρπαξαν, πεταμένα στο πάτωμα. Θυμάμαι τα καλά μου άσπρα καστορένια παπούτσια να κρέμονται στη ζώνη του Νικόλα Τζουλιά αλλά δεν μου έκανε καμιά εντύπωση, γιατί ο τρόμος είχε αμβλύνει τις αισθήσεις μου και τα αγαπημένα μου παπούτσια ήταν ένα τίποτα τώρα για μένα».2
Ο Μπαντουβόκωστας, στο ισόγειο του σπιτιού της Αυγενικής που χρησιμοποιούσε ο Σούμπερτ, βασανίστηκε απάνθρωπα όλο το βράδυ της 27ης Ιουνίου 1942, μπροστά στον γιο του Ζαχαρία. Υπέμεινε τα βασανιστήρια με σθένος και αντρειοσύνη, δίδοντας συνεχώς την ίδιά απάντηση στην ερώτηση των βασανιστών του για το πού κρύβει τα όπλα:
-Έχω τα μα δε σας τα δίδω!
(Τα όπλα είχαν φτάσει στον Τσούτσουρο στις 11 Ιανουαρίου 1942, μέρος των οποίων παρέλαβε ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, στέλνοντάς τα στο Βορρού. Τα όπλα είχε κρύψει ο Μπαντουβόκωστας).
Το δειλινό της επόμενης ημέρας 28 Ιουνίου 1942, δοσίλογοι και Γερμανοί τον έσυραν στο νεκροταφείο της Αυγενικής και τον εκτέλεσαν.
Έτσι με τη θυσία του, ο μάρτυρας Κωνσταντίνος Ζαχαρία Μπαντουβάς, φώτισε τους δρόμους της κρητικής Αντίστασης, επιβεβαιώνοντας την πατροπαράδοτη ρήση ότι οι Έλληνες μόνο ελεύθεροι μπορούν να ζουν και να δημιουργούν.
1 Εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ, 8 Νοεμβρίου 1943
2 Ειρήνη Μελά –Μπαντουβά του Χρήστου, χειρόγραφες σημειώσεις, 13 Ιουνίου 2018
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος