Τι μνήμες μπορεί να σου ξυπνήσει και πού μπορεί να σε μεταφέρει το πλύσιμο ενός βαρελιού. Ενα διακοσοπενηντάρι βαρέλι έπλυνα πριν από λίγες μέρες στις Μοίρες και αυτό έγινε αιτία να περάσουν από το μυαλό μου δεκάδες σκέψεις αλλά και εικόνες κάθε λογής. Εικόνες ενός περασμένου αλλοτινού καιρού, που μόνο μια σπάνια ομορφιά τις διακρίνει, που ενδεχομένως να προκαλούν και κάποιο αίσθημα μελαγχολίας. Όμως δεν παύουν να προσδίδουν μια ιδιαίτερη ζεστασιά και να γίνονται όλο και πιο ζωντανές στο πέρασμα του χρόνου. Κι όσο παλιώνουν, τόσο και καλύτερες ,έτσι σαν το παλιό καλό κρασί.

“Ταξιδεύοντας” στη δεκαετία του εβδομήντα, σε μια τότε ερημική παραλία του Αιγαίου απέναντι από την Εύβοια και από το πέρασμα των βορείων Σποράδων, στην παραλία του Μικρού που υπάγεται στο χωριό μου, τον Λαύκο, τέτοιες μέρες, περί τα μέσα του Σεπτέμβρη, έβγαζε τα βαρέλια ο μακαρίτης ο θείος μου, ο Στάθης ο Μιχάλης, τα οποία γέμιζε με νερό για να πρησθούν. Θεός σχωρέστον! Ανάμεσα σ’ αυτά κι ένα τεράστιο που το έλεγε “μπόμπα”. Έπρεπε να πλυθούν για να είναι να δεχθούν το καινούργιο κρασί.

Πιτσιρικάς εγώ πηγαινοερχόμουνα, τον ρωτούσα και πολλές φορές δήθεν τον βοηθούσα, λαμβάνοντας την υπόσχεσή μου ότι αν πετύχαινε το κρασί και αν περίσσευε, θα πουλούσε μια ποσότητα και μέσα σ’ αυτές τις εισπράξεις θα συμπεριλαμβανόταν και η αμοιβή μου. Πενιχρή μεν, αλλά δεν έπαυε να είναι μια αμοιβή, ύστερη από μια υπόσχεση με δύο “αν”. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τα λόγια του, μόλις έφτανε η στιγμή να βγάλουμε τον μούστο από την κάδη, για να γεμίσουμε τα βαρέλια:

“Βλέπεις πόσο ήσυχο και πόσο ήρεμο είναι το κρασί όταν βρίσκεται μέσα στο βαρέλι; Άμα βγει έξω απ’ αυτό θεριεύει και αυτό κι εμείς που το πίνουμε”. Και είχε απόλυτο δίκιο εδώ που τα λέμε. Η κάδη ήταν ένα μεγάλο ανοικτό βαρέλι, ξύλινο που η χωρητικότητά του ανερχόνταν από ένα έως τρεις τόνους. Συναρμολογούνταν με ξύλα όπως τα βαρέλια και στηρίζονταν αυτά από μεγάλα στεφάνια, τα λεγόμενα τσέρκια. Το ύψος της κάδης έφτανε το ενάμιση μέτρο. Βέβαια ένα από τα επαγγέλματα που άνθιζε την εποχή εκείνη ειδικά, αλλά και εκείνα τα χρόνια ήταν αυτό των βαρελάδων.

Οι βαρελάδες είχαν μεγάλη φούρια από τον Ιούλιο μήνα και μετά και οι δουλειές τους κορυφώνονταν Αύγουστο και Σεπτέμβριο, τότε δηλαδή που όλα έπρεπε να είναι έτοιμα για τη “μουστιά”. Ο κάθε τόπος είχε τους δικούς του τεχνίτες, τους βαρελάδες δηλαδή. Ο Νομός μας και η πόλη μας είχε αρκετούς τεχνίτες βαρελιών, κυρίως πριν από τον πόλεμο. Και σήμερα ακόμα οι πιο μεγάλοι ονομάζουν “βαρελάδικα” την περιοχή που βρίσκεται πάνω από το λιμάνι, γύρω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Βέβαια αυτή η θέση δεν ήταν τυχαία και οι παραγγελίες από τις αρχές του περασμένου αιώνα αφορούσαν μεγάλο αριθμό βαρελιών.

Αλλά απ’ αυτά χρησιμοποιούνταν για μεταφορά κρασιού, λαδιού, κίτρων, αφού τότε δεν υπήρχε η σημερινή ευκολία των πλαστικών βαρελιών. Τα κρασοβάρελα χρησιμοποιούνταν για τα οινοποιεία, για τα μοναστήρια του νησιού μας, αλλά και για τα σπίτια.

Σύμφωνα με την έρευνα της Ελένης Τσενόγλου στην εφημερίδα “ΤΟΛΜΗ” της 21ης Νοεμβρίου 1997, γνωστές οικογένειες Ηρακλειωτών βαρελάδων ήταν οι Παπαδάκηδες, οι Τσαγάκηδες, οι Κουμπενάκηδες και κάποιοι άλλοι βαρελοποιοί, όπως ο Μαθιός Πλεύρης, ο Κωστής Κουμπαράκης, ο Λουλούδης, ο Αλεξάκης, ο Δημήτρης Φαρσάρης και ο Αντώνης Δουλγεράκης. Από τα τελευταία βαρελάδικα που είχαν απομείνει ήταν αυτό του Γιώργου Δ. Φαρσάρη. Έργα τέχνης πραγματικά που μας “ταξιδεύουν” σε άλλες εποχές. Σήμερα κάποια βαρέλια, συνηθίζεται να στολίζουν συνήθως, κάποια σαλόνια αρχοντόσπιτων του Πηλίου.

Η τέχνη του βαρελοποιού σήμερα σχεδόν δεν υπάρχει. Που και που συναντάς κάποιον, που και που ακούς, σπάνια, συνήθως, το χτύπημα του σφυριού για να φέρει το τσέρκι στη σωστή του θέση. Και μια που συζητάμε για βαρέλια, περνούν από το μυαλό μου εικόνες της μπακαλοταβέρνας. Τέτοιες υπήρχαν αρκετές κατά τη δεκαετία του ογδόντα όταν ήμουν ακόμα φοιτητής στην Αθήνα. Μια σειρά, πάνω και κάτω, από βαρέλια, σε κάποιο συνοικιακό συνήθως μπακάλικο (τέτοια υπήρχαν στην Καλλιθέα, Μοσχάτο, Πετράλωνα, Κεραμεικό).

Συνήθως οι μπακαλοταβέρνες φημίζονταν για το καλό κρασί τους αλλά και για τις αξέχαστες παρέες τους από μόνιμους θαμώνες, ρέκτες του απλού μεζέ και της κεχριμπαρένιας ρετσίνας όπως την έλεγαν χαρακτηριστικά. Ο μεζές όχι σπουδαίος. Ομως πικάντικος, όπως ταραμάς από το δοχείο άφτιαχτος, φέτα βαρελίσια, ελιές, σαρδέλες ή ρέγγα και κοπανισμένο κρεμμύδι. Είδος πολυτελείας βέβαια θεωρούνταν το κορν μπηφ με αυγά στο τηγάνι! Και σαν τέλειωναν όλα αυτά η γαστρονομική απόλαυση έκλεινε με ένα επιδόρπιο συνήθως με το “χαλβά του μπακάλη”.

Ενα κομμάτι χαλβά με κανέλα και λεμόνι, ήταν ό,τι πιο τέλειο. Ξακουστές αυτές οι μπακαλοταβέρνες γαι το μεγαλείο τους που περνούσε μέσα από την απλότητά τους. Σ’ αυτές σύχναζαν ολίγοι και εκλεκτοί και κυρίως αυτοί που γνώριζαν από “καλό κρασί”, γιατί περιέργως όλες τους διέθεταν βαρελίσια ρετσίνα άριστης ποιότητας.

Τα βαρέλια τα είχαν συνήθως στα υπόγειά τους και προφανώς οι συνθήκες του χώρου με την ανάλογη θερμοκρασία, αλλά και υγρασία βοηθούσε στην καλή ποιότητα του κρασιού. Αυτή ήταν η μπακαλοταβέρνα με τον μοναδικό της ρόλο, που λειτουργούσε ορισμένες ώρες μέσα στο χώρο κάποιου συνοικιακού συνήθως μπακάλικου, όταν αυτό έκλεινε τις πόρτες του για τις πελάτισσες και τους πελάτες των τροφίμων!