Τότε που δεν εδένανε τους σκύλους με τα λουκάνικα, γιατί θα τα τρώγανε, τότε που δεν έβγαναν οι γάτες το κρέας από το τσικάλι, αλλά έσυρναν σάλτο, για να το ξεκρεμάσουν από το τσιγκέλι, τότε που έπαιζαν με το τουφέκι του λεπτού (σεντ) στον αέρα (δεν υπήρχαν χρήματα), τότε που τα λεφτά τα είχαν πιο λίγοι, τότε που ο Ροβινσώνας Κρούσος επιβίωσε, χάρι στη βοήθεια που του πρόσφεραν ετερόκλητα ζωάκια, όπως διηγείται ο παπαγάλος, τότε, έτσι και τότε πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν ο Μανόλης δώδεκα χρονώ (συνηλικιώτης μου), ο Μιχάλης οχτώ χρονώ και ο Αντώνης έξι χρονώ, αδέρφια (τρία προς το παρόν γιατί έγιναν πέντε) και ο θηλυκός χοίρος των εκατό οκάδων.
Σκυφτός καθότανε απέναντί μου και με τα δυο του δάχτυλα προσπαθούσε να στρουφίξει το μουστάκι του από τη μια μεριά, ο εξάχρονος τότε Αντώνης, στην προσπάθειά του να γυρίσει το μυαλό του πίσω, πάνω πολύ πάνω από μισό αιώνα να μου ξαναδιηγηθεί την επιθυμία τους να κάνουν γιορτές με τους γονείς τους στο Μετόχι.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και κείνη τη χρονιά οι γονείς μας είχαν φύγει από το Νοέμβριο για το Μετόχι πάνω από την Ιεράπετρα, να μαζέψουν τις ελιές. Εκεί ξεχειμώνιαζαν, ενώ εμείς μέναμε μοναχοί.
Πρό παραμονή Χριστουγέννων, παγωνιά στο χωριό (Τζερμιάδω), ο καιρός είχε ξεκινήσει και χιόνιζε στις γύρω κορυφές.
Μαθαίνει λοιπόν ο μεγάλος (Μανόλης) ότι ο θείος ο Γιάννης θα έφευγε με τη φαμίλια του για το ίδιο Μετόχι με το λεωφορείο δια μέσω Αγίου Νικολάου. Το ανακοινώνει σε μας τους πιο μικρούς και σε μισή ώρα είχαμε διανύσει το πρώτο χιλιόμετρο για το Μετόχι, συντροφιά με το χοίρο, που θα τον σφάζαμε τα Χριστούγεννα, όπως συνηθίζεται.
Το μαθαίνουν οι συγγενείς μας. Τρέχουν και μας γυρίζουν πίσω, αφού μας φοβέρισαν και μας απείλησαν για την απερισκεψία μας.
Με το που καταλάγιασε μεσημεριάτικα το χωριό ξεκινήσαμε τη δεύτερη έξοδο και είχαμε κρυφτεί στο πλησιέστερο δάσος καθ΄ οδόν προς το οροπέδιο του Καθαρού Κριτσάς υψόμετρο χίλια διακόσια μέτρα περίπου. Πανικός στην αστυνομία Αγίου Νικολάου, Ιεράπετρας, Τζερμιάδου και την αγροφυλακή.
Έχουν πάρει τα χιονισμένα βουνά και μας αναζητούν. Πού να βρούν αυτούς τους διαβόλους, που ξυπόλητοι, με κοντομάνικο και κοντοπαντέλονο (όλα σε ένα), με φαγητό, όταν και αν έβρισκαν, που είχαν συμφιλιωθεί και είχαν γίνει ένα με τα στοιχεία της φύσης; Ακόμα και ο χοίρος των εκατό οκάδων δούλευε στην ίδια συχνότητα και δεν χρειάστηκε να τον συνεννοηθούν για το Μετόχι με αυτές τις συνθήκες.
Φθάνομε στο Καθαρό, χιονίζει, τρέχει ορμητικά ο ποταμός και πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν η θερμοκρασία. Χωρίς να το καλοσκεφτούν τα αδέλφια μου, αγκαλιάζουν από δεξιά και αριστερά το χοίρο, πέφτουν στο παγωμένο και ορμητικό ποτάμι και περνούν απέναντι. Εγώ φοβήθηκα μήπως με πάρει ο ποταμός και δε πέρασα. Τότε γύρισε ο μεσαίος αδελφός και με πέρασε.
Αφού περπατούσαμε κάμποση ώρα, φτάσαμε σε μια πετρόχτιστη ταβέρνα-χάνι στη μέση του Καθαρού αλλά ήταν κλειστή λόγω του Χειμώνα. Δίπλα ήταν ένας φούρνος, τον άνοιξα και στη μέσα μεριά διέκρινα ένα κομμάτι. Λέω, λες να είναι ψωμί και με έναν πήδο είχα μπει μέσα, το είχα αρπάξει, το δαγκώνω και ήταν μια πέτρα του φούρνου ψημένη, αηδίασα, απογοητεύτηκα.
Εκεί άρχισε να νυχτώνει. Χιονίζει με τα σακιά. Δεν υπήρχε πού να κρυφτούμε και αποφασίσαμε να συνεχίσομε νοτιοανατολικά προς τις Μάλλες, σε ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος, με μοναδικό εφόδιο ένα φακό που κρατούσε ο μεγάλος και πήγαινε μπροστά. Εμείς πίσω δεν βλέπαμε και είχαμε κατασπάσει τα δάχτυλα των ποδιών στο κακοτράχαλο μονοπάτι, ξυπόλυτοι, όπως είμαστε. Ο χοίρος ακολουθούσε.
Προχωρούσαμε αρκετή ώρα μέσα στην κακοκαιρία και μια στιγμή τελειώνει ο φακός. Εξουθενωμένοι και επειδή δεν είχαμε άλλη επιλογή, την αράζομε κάτω από έναν πρίνο, αν και έτρεχε και αυτός από τη βροχή. Παίρνομε αγκαλιά το χοίρο, που αν δεν τον είχαμε θα μας εύρισκαν παγωμένους την επαύριο. Δε θυμούμαι, κοιμηθήκαμε, δεν κοιμηθήκαμε, πάντως εκεί ξημερωθήκαμε αγκαλιά με την ερωμένη μας.
Τρέχοντας προς τα κάτω συναντούμε έναν πορτοκαλεώνα, τρώγαμε, τρώγαμε, τρώγαμε. Το μεσημέρι είχαμε κάπως πλησιάσει στο Μετόχι. Εγώ έτρεξα και πήγα στο σπίτι. Οι άλλοι δυο, οι μεγαλύτεροι δεν τόλμησαν να πλησιάσουν γιατί φοβήθηκαν το ξύλο. Δυο γείτονες τους φιλοξένησαν δυο τρεις μέρες, τον ένα κάτω από τη σκάφη και τον άλλο μέσα σε μια παλαίτσα γεμάτη άχυρα.
Σε λίγο έφθασε η αστυνομία και πήρε τον πατέρα. «Αμέλεια εποπτείας ανηλίκων». Μπήκαν – βγήκαν κάποιοι και τον άφησαν ελεύθερο.
Σε καλό βγήκε του χοίρου, δεν τον έσφαξαν κατά το έθιμο τα Χριστούγεννα, όπως τη γαλοπούλα στο Λευκό Οίκο στην Αμερική, αλλά για άλλους λόγους: είχε θυμίσει (ερωτικό οίστρο) και θα μύριζε το κρέας του.
Ουφ … Εκείνα τα χρόνια και οι έχοντες και οι μη έχοντες νοιαζόταν τί έβραζε στο τσικάλι τους. Δεν ξέρω αν είχαν συνειδητοποιήσει και αποδεχτεί τη μοίρα τους αυτά τα παιδιά, αν και στις παρέες φαινόταν ζωηρά και άνετα. Μετά από κάμποσα χρόνια και παπούτσια με κάλτσες φόρεσαν και εσώρουχα και μακρύ παντελόνι και ποκάμισο και πανωφόρι και δεν πεινούσαν και κοινωνικοποιήθηκαν. Τους βγάζω το καπέλο.
*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής