Ο Μίκης Θεοδωράκης τιμήθηκε δύο φορές από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Την πρώτη του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο του Πανεπιστημίου και τη δεύτερη αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής. Θα ήθελα να αναφερθώ σήμερα στην πρώτη τιμητική διάκριση, στην απονομή του Χρυσού Μεταλλίου. Θα πρέπει να ήταν κατά το ακαδημαϊκό έτος 1994/95.

Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν η πρώτη απονομή της ύψιστης αυτής τιμητικής διάκρισης που επάξια έγινε στον Μίκη Θεοδωράκη. Το δεύτερο Χρυσό Μετάλλιο απονεμήθηκε δύο περίπου χρόνια αργότερα στον κρητικής καταγωγής υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ, Μάικλ Δουκάκη, με Πρύτανη την Χρ. Σπυράκη και Αντιπρύτανη Ακαδημαϊκών Υποθέσεων τον υποφαινόμενο.

Η βράβευση του Μίκη Θεοδωράκη έγινε με εισήγηση του Πρύτανη Γιώργου Γραμματικάκη και ομόφωνη απόφαση της Συγκλήτου. Ήταν ιδιαίτερη τιμή για μένα να μετέχω ως Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στην τελετή απονομής και να έχω τον γενικό συντονισμό. Θυμάμαι πολύ έντονα ότι ανεβαίνοντας στο βήμα για να αναγνώσω την απόφαση της Συγκλήτου αισθάνθηκα πραγματικό δέος.

Μπροστά μου είχα τον ουρανομήκη γίγαντα, που με τα τραγούδια του έθρεψε τα όνειρα και τους στοχασμούς των νέων της γενιάς μου. Στους ρυθμούς της μουσικής του διδαχθήκαμε να ονειρευόμαστε, να ερωτευόμαστε, να στοχαζόμαστε, να αναζητάμε και να προσδοκάμε.

Πιο απλά: Ο Μίκης έδωσε πνοή ζωής και περιεχόμενο, στην ύπαρξη σύσσωμης της γενιάς μας. Κι όποτε θυμάμαι πώς άπλωνε εκείνες τις τεράστιες χερούκλες του διευθύνοντας την ολιγομελή ορχήστρα του στην πρώτη συναυλία του στο Ηράκλειο, το 1961, στην Όαση (σήμερα κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης), ανατριχιάζω και παίρνω δύναμη.

Σαν αητός των Λευκών Ορέων μου έμοιαζε, αγέρωχος, γεμάτος σιγουριά, ορμή και δύναμη, έτοιμος να πετάξει στα ύψη και να μας πάρει μαζί του. Και το έπραξε. Σεργιάνησε την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο. Συνειρμικά έφερα όλες αυτές τις μνήμες στο μυαλό μου ανεβαίνοντας στο βήμα και με κατέλαβε δέος. Η φωνή μου έτρεμε σχεδόν. Κι όπως σήκωσα για μια στιγμή τα μάτια μου και τον κοίταξα μαζί με τη Μυρτώ τη σύζυγό του, είδα πως με κοίταζε κατάματα, σαν να ήθελε να τα ρουφήξει όλα, λέξη προς λέξη. Πήρα θάρρος κι έδωσα ακόμη μεγαλύτερη προσοχή στην εκφορά και το νόημα των λέξεων.

Κι όταν τελείωσα και τον κάλεσα στο βήμα να παραλάβει το μετάλλιο, το αυθόρμητο χειροκρότημα της κατάμεστης αίθουσας ήταν τόσο ηχηρό και τόσο έντονο, που πραγματικά με ξάφνιασε. Και όταν κάλεσα τον Πρύτανη Γιώργο Γραμματικάκη να του απονείμει το μετάλλιο και τότε πάλι δονήθηκε το σύμπαν από τα χειροκρότημα.

Κι έλαβε το λόγο ο Μίκης απλά και σεμνά, μα ήταν δύσκολο να μιλήσει. Ο κόσμος ενθουσιασμένος τον διέκοπτε διαρκώς με τα χειροκροτήματά του. Σιγά σιγά έστρωσε το κλίμα. Ο κόσμος σεβάστηκε τον ομιλητή και ο Μίκης μίλησε για το Ηράκλειο όπου έδωσε την πρώτη του συναυλία το 1961 και, όπως είπε, του έφερε γούρι, μίλησε για την Κρήτη και το Πανεπιστήμιο Κρήτης, για τους νέους και τη δύσκολη πορεία που είχαν μπροστά τους, όπως και για τη χώρα ολόκληρη.

Το βράδυ στην δεξίωση ήταν πολύ ορεξάτος. Μιλούσε για τα πάντα. Για τη μουσική του, την ιδιαίτερη ιστορία κάποιων τραγουδιών του, για τους αγώνες του λαού, για τις διώξεις του, για την Νεολαία Λαμπράκη, για τον Ωρωπό, για τα μακρονήσια και τις εξορίες, τα πάντα. Κι από εκείνη τη συζήτηση ξεχωρίζω δύο περιστατικά που μας αφηγήθηκε και επιθυμώ να τα καταστήσω γνωστά σε όλους:

1. Για να μην γίνεται συχνά πυκνά πονοκέφαλος στη χούντα τον επισκέφθηκε κάποια στιγμή ο Παττακός και τον συμβούλευσε να παύσει να ασχολείται με την πολιτική. Εσύ του έλεγε είσαι ένας ταλαντούχος μουσικός που ο κόσμος αγαπάει τα τραγούδια σου. Μπορείς να γράφεις τραγούδια και να τα απολαμβάνει ο κόσμος, γιατί να ασχολείσαι με πολιτική; Αυτήν άφησέ την για άλλους. Και ο απροσδόκητος Μίκης του απάντησε: Μα δεν είμαι πουλάκι να με κλείσετε στο κλουβί να κάνω τσίου τσίου και να σας διασκεδάζω. Άγαλμα ο Παττακός.

2. Όταν ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα, έναν μικρό οικισμό της ορεινής Αρκαδίας, πήγε ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της περιοχής με όλη του την κουστωδία να τον επισκεφθεί. Είστε μια χαρά κ. Θεοδωράκη εδώ του λέει. Σας λείπει κάτι; Ο Μίκης με όλη του την άνεση, εξάλλου τα είχε υποστεί ήδη όλα, τι θα μπορούσε πλέον να φοβηθεί, του απαντά: Ναι, ναι βεβαίως, όλα μια χαρά. Το μόνο που μου λείπει είναι ένα πιάνο. Αν είχα ένα πιάνο … Μην ανησυχείτε του λέει. Θα φροντίσω να σας έρθει γρήγορα.

Πράγματι δεν πέρασαν πολλές μέρες και καταφθάνει ο διοικητής με την κουστωδία του και πάλι και ένα άλλο αμάξι στο οποίο είχε φορτωθεί το πιάνο. Ο διοικητής έδωσε τις εντολές του, το πιάνο κατέβηκε από το φορτηγάκι και τοποθετήθηκε στο σπίτι, στο οποίο είχε τεθεί υπό περιορισμό ο Μίκης. Δεν πίστευα στα μάτια μου μας εξομολογείται. Τώρα είχα στη διάθεσή μου πιάνο. Έτρεξε αμέσως.

Κάθισε στο πιάνο και άρχισε να σχηματίζει τις νότες ενός τραγουδιού. Οι στρατιωτικοί παρακολουθούσαν το μεγάλο Μίκη και τη γλύκα της μελωδίας του σιωπηλοί, ώσπου κάποια στιγμή ο Μίκης πετάγεται όρθιος και για να τους ειρωνευθεί τους δηλώνει φωναχτά: Ακούστε Χατζηδάκη σας παίζω ε; Μη με συλλάβετε δεν παίζω Θεοδωράκη κουμουνιστή, Χατζηδάκη παίζω. Συνέχισε με άλλο τραγούδι. Τελειώνοντας κι αυτό σηκώνεται και πάλι όρθιος και επαναλαμβάνει: Χατζηδάκης ε, Χατζηδάκης είπαμε. Δεν παίζω κανένα κομουνιστικό, δεν θα με συλλάβετε … Έτσι με τον δικό του σαρκαστικό τρόπο ειρωνεύτηκε τους δικτάτορες. Και ήταν κι αυτό ένας τρόπος αντίστασης.

Θυμάμαι επίσης ότι μιλούσε με καλά λόγια για τους αγνούς ανθρώπους του τόπου της εξορίας του. Αν και η χούντα φρόντισε να τον παρουσιάσει ως ένα μίασμα που δεν θα έπρεπε να το πλησιάζει κανείς, οι κάτοικοι τον περιβάλανε με αγάπη και του έδειξαν την συμπαράστασή τους. Η αγάπη αυτή πήρε σάρκα και οστά το 2006, όταν οι κάτοικοι της Ζάτουνας κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους: Ίδρυσαν στον φτωχικό οικισμό τους, που φιλοξένησε τον γίγαντα επί χούντας, Μουσείο Μίκη Θεοδωράκη.

Στεγάστηκε στο παλιό (1919) πετρόκτιστο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, το οποίο ελλείψει μαθητών, είχε παύσει να λειτουργεί. Στα εγκαίνια παρευρέθηκε ο ίδιος ο Μίκης, δωρίζοντας μάλιστα στο Μουσείο μια εντυπωσιακή ιδιόχειρη καταγραφή του όλου μουσικού του έργου. Έτσι χάρις στον Μίκη το παλιό σχολείο, εκπέμπει και πάλι φως και κάνει, δικαίως, περήφανους τους κατοίκους της Ζάτουνας. Ας μείνει Αθάνατο το πνεύμα και τα ιδανικά για τα οποία θυσιάστηκε Αυτός και η οικογένειά του.

* Ο Ιωάννης Πυργιωτάκης είοναι Ομότιμος Καθηγητής και πρ. Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης