Γεια σου, Νίκο! Τι κάνεις; Χρόνια έχω να σε δω. Παραλίγο να μην σε γνωρίσω! Πού είναι ο λεβένταρος που ήξερα, ο γελαστός, ο χαρούμενος, ο καλοντυμένος, ο καλοπεριποιημένος, που ήτανε πάντα τση… μπενιάς;

Τώρα γιατί είσαι έτσι, ακούρευτος, αξύριστος, θλιμμένος, κακοντυμένος; Σαν ράκος είσαι! Σαν… μποστανατζής, που τους βάζανε παλιά στα μποστάνια, για να ξορίζουνε τους κοράκους!

– Σε όλα που λες, Κώστα, έχεις δίκιο. Αυτός ήμουνα κι αυτός έγινα.

– Γιατί όμως, Νίκο;

– Γιατί, Κώστα μου, έτυχε κάτι, που ο Θεός να μην το δίνει ποτέ σε άνθρωπο…

– Μην με τρομάζεις, Νίκο! Τι ήτανε αυτό το τόσο μεγάλο κακό, που σε κατάντησε έτσι;

– Θα προσπαθήσω να βρω τη δύναμη, για σένα μόνο, να το πω. Έχω από καιρό σταματήσει να το λέω, γιατί, όποτε το λέω, πονώ και υποφέρω!

– Είχα δύο γιους. Σπουδάζανε, παρά τη φτώχια και τις στερήσεις. Η μάνα τους είχε πεθάνει νέα. Οι γιοι μου ήτανε όλος ο κόσμος και η ζωή μου. Πέρυσι πηγαίναμε σ’ έναν γάμο. Μας τράκαρε κάποιος που έτρεχε με 150 χλμ. Τραυματίζεται βαριά ο μεγάλος μου γιος. Έκανε δυο μήνες στην εντατική. Στο τέλος δεν τα κατάφερε!

Να μην τυχαίνει σε άνθρωπο να ζει αυτούς τους δύο μήνες με τέτοιο πόνο και αγωνία! Με τι μυαλό και με τι ψυχή θα ζω μετά; Με τι φόβο και τι τρόμο; Να σκέφτομαι τον πεθαμένο, να σκέφτομαι και τον ζωντανό και τον ζωντανό, μην έχει την ίδια μοίρα, με τέτοιους κακούς οδηγούς που έχομε, τέτοιους φονιάδες, που μένουν ανέλεγκτοι και ατιμώρητοι στους δρόμους!

Τι να το κάνω εγώ, αν είμαι καλός και προσεκτικός οδηγός, αφού δεν γλυτώνω από τον κακό; Πριν λίγο καιρό, βγήκε ο μικρός με το μηχανάκι, να πάει να ψωνίσει κάπου εδώ κοντά. Εγώ είχα πάθει φοβία.

Κάθε φορά που έφευγε, έκανα τον Σταυρό μου, μέχρι να γυρίσει. Η ζωή μου δεν ήτανε πια κανονική. Ζούσα μια κόλαση! Κάποιος μού χτυπά δυνατά την πόρτα. Κατάλαβα ότι δεν είναι για καλό: «Τρέχα, Νίκο, γιατί τρακάρανε τον γιο σου και τον πάνε στο νοσοκομείο!».

Εμένα όμως ποιος θα με πάει; Από χάμω με σηκώσανε, λέει, και με πήγανε πρώτα στο άλλο νοσοκομείο. Εκεί με…αναστήσανε με ενέσεις στην καρδιά, λέει, και στην… ψυχή. Με πήρανε με ασθενοφόρο και με πήγανε κοντά στον γιο μου, που τον είχανε στο χειρουργείο. Προσπάθησα να σηκωθώ και ξανάπεσα.

Το μυαλό μου φαινότανε σαν να είχε γίνει ξινόγαλο. Δεν με στήριζε το σώμα μου, τα μάτια μου κοιτάζαν, μα δεν εφέγγανε, η ψυχή είχε πάει στον άλλο κόσμο και έβλεπε νεκρούς πατημένους με τ’ αυτοκίνητα. Η καρδιά είχε μείνει μόνο.

Περίμενε, αν ήθελ’ α ζήσω, ν’ αρχίξει πάλι να χτυπάει. Ένας γιατρός βγαίνει έξω και άκουσα να λέει: «Θα ζήσει». Το ξινόγαλο άρχισε να πήζει, η ψυχή γύρισε από τον Άδη, η καρδιά άρχισε να χτυπά χαρμόσυνα. Βγαίνει πάλι ο γιατρός. Θα ζήσει, αλλά ίσως να μείνει με κάποια αναπηρία.  Δεν πειράζει. Να ζήσει μόνο και δεν πειράζει.

– Τα ‘χει πάθει αυτά κανείς αρμόδιος, να δει για πότε ενδιαφέρονται να πάρουν μέτρα;