Ο Μάνος κατάγεται από ένα μικρό χωριό της Μεσαράς. Τώρα μένει στο Ηράκλειο. Είναι συνταξιούχος. Στο χωριό, όταν ήταν παιδί και πήγαινε στο δημοτικό σχολείο, ο πατέρας του πολλές φορές τον έπαιρνε βοηθό στις αγροτικές εργασίες. Τότε είχανε αμπέλια και βγάζανε πολλή σταφίδα. Το μάζεμα ιδίως των σταφυλιών κατακαλόκαιρα, μέσα στην κάψα της Μεσαράς, ήταν δουλειά σκληρή. Ο Μάνος υπέφερε. Η μητέρα του παραπονιόταν.
-Κοπέλι του δημοτικού, να τυραννιέται ετσά…
Και ο πατέρας απαντούσε.
-Μα ετσά θα πάει στρατιώτης μεθαύριο; Ασκληραγώγητος; Σοκολατόπαιδο θες να τον-ε κάνεις;
Εκείνο όμως που πείραζε περισσότερο τότε τον Μάνο ήταν ότι ο πατέρας του τον ήθελε βοηθό του και όταν έσφαζε κότες. Κότες είχανε πολλές. Και πετεινάρια. Κοτέτσι μεγάλο και καλά ασφαλισμένο. Όμως παρόλα αυτά, αρκετές φορές κάποιοι ασυνείδητοι, την νύχτα, τους είχανε κλέψει κότες αρκετές, χωρίς να το πάρουνε χαμπάρι. Ούτε κακαρίσματα ακούσανε ούτε γαβγίσματα σκύλου ούτε κάποιον άλλο θόρυβο. Ο πατέρας του επέμενε ότι τους υπνώτιζαν με ειδικό σπρέι. Όταν ο πατέρας του ήθελε να σφάξει πετεινό ή κότα, για τον εαυτό τους ή επειδή φιλοξενούσαν επισκέπτη, ζητούσε να τον βοηθήσει ο γιος του, μοναχογιός τότε. Η μάνα γκρίνιαζε.
-Καλέ, άστο κοπέλι! Σφάξ΄ το μόνος σου…
– Μωρέ, μεθαύριο, σα στρατιώτης, και ανθρώπους θα χρειαστεί να σκοτώσει… Έλα μαζί μου εσύ. Μην ακούς τη μάνα σου. Μαμόθρεφτο δε θα σε κάνω…
Ο πατέρας είχε ένα ειδικό κούτσουρο, σαν του χασάπη. Έπιαναν το πιο παχύ κοτόπουλο. Ενώ το κοτόπουλο κακάριζε και κλοτσούσε και φτερούγιζε απελπισμένα, ο πατέρας τέντωνε τον λαιμό του επάνω στο κούτσουρο και πρόσταζε τον γιο του “Ετσά να το κρατείς! Σταθερά! Με το λαιμό του γερά απλωμένο πάνω στο κούτσουρο”. Και με ένα κοφτερό τσεκούρι που είχαν για το σχίσιμο των ξύλων, έδινε μια στον απλωμένο λαιμό του κοτόπουλου και τον έκοβε στα δύο. Σπάραζε το κοτόπουλο, και με κομμένο το κεφάλι, στα χέρια του Μάνου. Γέμιζαν τα χέρια του με πιτσιλιές από τα αίματα του σφαγμένου κοτόπουλου. Του ερχόταν να κλάψει. Όμως συγκρατιότανε. Αυτός θα πήγαινε φαντάρος. Ακόμη και άνθρωπο ίσως θα χρειαζόταν να σκοτώσει, αν γινόταν πόλεμος.
Όμως μετά από αυτή την ψυχολογική τυραννία ο Μάνος αρρώσταινε. Ανακατευόταν. Έβγαζε με εμετό την σούπα του κοτόπουλου, που με το ζόρι δοκίμαζε να φάει. Ακόμη και η μυρωδιά του κοτόπουλου τον ανακάτευε.
-Είδες ίντα κάνεις του κοπελιού; φώναζε η μαμά στον μπαμπά.
-Δε φταίει το ότι με βοηθάει στο σφάξιμο… διαμαρτυρόταν ο μπαμπάς. Έχει αλλεργία στα κοτόπουλα. Ετσά ΄ναι. Μου το εξηγεί και ο γιατρός που τον-ε ρωτώ.
-Στο γιατρό όμως δεν εξήγησες ίντα συμβαίνει στο κοπέλι με τα σφαξίματά σου…
Από τότε έχει μείνει κουσούρι στον Μάνο. Τώρα είναι γέροντας συνταξιούχος στο Ηράκλειο. Δεν μπορεί ούτε τώρα να φάει κοτόπουλο. Ούτε σούπα ούτε ψητό. Όποτε τολμήσει να δοκιμάσει, αμέσως μετά κάνει εμετό. Και οι γιατροί μπερδεύονται.
Άλλοι του λένε ότι αυτό οφείλεται σε αίτια ψυχολογικά, άλλοι ότι είναι αλλεργικός στο κοτόπουλο.. Άλλα κρέατα δεν τον πειράζουν. Και όλοι, γιατροί ειδικοί και άνθρωποι μορφωμένοι μη ειδικοί, τον συμβουλεύουν το αυτονόητο: “Απόφευγε το κοτόπουλο. Τρώγε άλλα κρέατα”. Μα και ο Μάνος αυτό κάνει.