Ομολογουμένως, δημοσιοποιώντας την κριτική μου για το εκδοθέν βιβλίο “Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης”, στις 14 Δεκεμβρίου λήγοντος έτους στην εφημερίδα “Πατρίς”, ήταν εν γνώσει μου ότι θα υπάρξει ανταπάντηση. Πρωτίστως, βέβαια, από τον συγγραφέα κ. Γιώργο Καλογεράκη, ως άμεσα ενδιαφερόμενο και δευτερευόντως από το Συμβούλιο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, διά του αντιπροέδρου Κωνσταντίνου Μπαντουβά και γραμματέως Κώστα Μαρκάκη.
Με έκπληξη, στο κείμενό τους στην εφημερίδα “Πατρίς” στις 19 Δεκεμβρίου γράφηκε ότι στην κριτική μου της 14ης Δεκεμβρίου “ο γράφων αναφέρεται απαξιωτικά στην θανούσα τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους πρόεδρο του Σωματείου μας Ειρήνη Μελά-Μπαντουβά”, πράγμα απαράδεκτο και αναληθές.
Η αλήθεια είναι ότι για το πρόσωπό της δεν υπήρξε εκ μέρους μου καμία απαξιωτική έκφραση. Συγκεκριμένα, στην κριτική μου, το απόσπασμα του Προοιμίου της θανούσης καταγράφηκε εκ μέρους μου ακριβώς ως έχει στο βιβλίο. Εντός εισαγωγικών. Ως προς τις προφορικές μαρτυρίες της, διατυπώνω την άποψη “ότι οι προφορικές μαρτυρίες, όπως και αυτές της Ρένας Μπαντουβά-Μελά, είναι σεβαστές, αποτελούν ιστορικές πηγές…”.
Στο άλλο σημείο της κριτικής μου στην Εισαγωγή του βιβλίου “Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης”, αφού παρέθετα τις μαρτυρίες του καπετάν Μπαντουβά και Κρασαναδάμη για την Ενωμένη Αντίσταση έγραφα επί λέξει: “Η μόνη συνεπώς, ερμηνεία, για την απουσία της Αριστεράς σε όλο το πρώτο εκτενές εισαγωγικό τμήμα (σ. 14-116) του Γ. Καλογεράκη και για τη συμμετοχή της στην Ενιαία Αντίσταση, με τους Μπαντουβάδες και τον Αρχηγό τους, ως τον Οκτώβριο του 1943, είναι ότι για να του δοθεί το υλικό του Αρχείου από το Συμβούλιο του Μουσείου προϋπόθεση ήταν ο όρος να μη γίνει καμία νύξη για τη συνεργασία με το ΕΑΜ”. Και συνέχιζα διερωτώμενος: “Αν αυτό είναι και προσωπική επιλογή του συγγραφέα, δεν μας αφορά”. Ο συγγραφέας, λοιπόν, κ. Καλογεράκης είναι εκείνος που έπρεπε να απαντήσει και να το διευκρινίσει.
Καμία νύξη, συνεπώς, ούτε απρεπής έκφραση δεν γίνεται στο κείμενό μου που να αφορά το πρόσωπο της αείμνηστης Ρένας Μπαντουβά-Μελά. Αντιθέτως, είναι πασίγνωστο ότι υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση, γνωστό και στην οικογένειά της, ως τις ημέρες της ασθένειας και του θανάτου της.
Βέβαια, από την επιστολή που παραθέτει το Συμβούλιο της 11-10-2008, αλλά και από δεκάδες κείμενα στις εφημερίδες που είχαμε ανταλλάξει δημοσίως και από επιστολές της που διατηρούνται στο αρχείο μου, ευγενικά φαινόταν η αντίθετη άποψη εκατέρωθεν, χωρίς ποτέ να σταματήσει η φιλική μας, ανθρώπινη σχέση και στις συναντήσεις μας στο Μουσείο ή αλλού.
Ως προς την επιστημονική μέθοδο και το έργο μου, την ολιστική μελέτη και των δύο πλευρών της Αντίστασης, δεν με απασχολεί η κρίση του Συμβουλίου. Με αφορούν η ευρύτερη αποδοχή του συνόλου της ενασχόλησής μου με την Εθνική Αντίσταση, η μετάφραση των βιβλίων στο εξωτερικό και τα διπλά βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, η ανθολόγηση αποσπασμάτων σε σχολικά βιβλία και όχι τα οργισμένα και εμπαθή κείμενά τους, όπως το τελευταίο.
Το ίδιο το Συμβούλιο είναι, μάλιστα, αντίθετο με τον εαυτό του. Ενώ στην επιστολή τους της 11-10-2008 αναφέρουν ότι το “Σωματείο μας … προτίθεται να αναθέσει σε Ομάδα Ιστορικών-Ερευνητών τη μελέτη του Αρχείου αυτού προκειμένου να αξιοποιηθεί αμερόληπτα…”, δυστυχώς δεν το τήρησαν.
Ως εκ τούτου, στην κριτική μου στις 14 Δεκεμβρίου προτείνεται το υλικό του Αρχείου της Κατοχής και της Αντίστασης (1942-43) να δοθεί σε ψηφιακή μορφή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και τη Βικελαία Βιβλιοθήκη για πρόσβαση σε όλους τους ενδιαφερόμενους ιστορικούς, ερευνητές και μελετητές.
Ως προς τις εκφράσεις του Συμβουλίου “δόλιο, μικροπρεπές και άνανδρο”, για το ύφος μου, είναι βαριές και δεν με αντιπροσωπεύουν. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι δεν είναι ίδιον του χαρακτήρος μου και ότι ποτέ δεν έχω βρίσει κανένα προσωπικά, πολλώ μάλλον γυναίκα.
Ειδικά το “άνανδρο” δεν το περίμενα από τον κ. Κων/νο Μπαντουβά. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και πολύ καλά. Πάντοτε τον σεβόμουν ως αυτοδημιούργητο, αλλά και για το ότι και οι δυο μας δεν γνωρίσαμε πατεράδες, σκοτωμένοι και οι δύο από δοσίλογους και παρακρατικούς. Εκείνου στην Κατοχή, εμένα στον Εμφύλιο, ως μέλος του εφεδρικού ΕΛΑΣ, στα 23 χρόνια του. Γεγονός που δεν το έκρυψα ποτέ, αντιθέτως είμαι περήφανος, όπως και εκείνος για τον δικό του πατέρα.
Ο ίδιος, μάλιστα, γνωρίζει ότι μαζί με τον καπετάν Μπαντουβά διωχθήκαμε δικαστικά, 18 δίκες, χωρίς να δειλιάσουμε, με κινδύνους προσωπικούς, τρομοκρατία, με απόπειρες, ειδικά σε μένα, προπηλακισμούς σε κείνον και δεν κάναμε πίσω, αποφασισμένοι και οι δυο να πάμε φυλακή. Πολεμούμενοι με δημοσιεύματα, επί πολλά χρόνια. Αντιθέτως, κανείς από τους συγγενείς και επιγόνους δεν τον στήριξε, δεν ήρθε στις δίκες ή δημοσίως, στον Τύπο, τον καπετάν Μπαντουβά, τον Αρχηγό τους. Τον εγκατέλειψαν άπαντες μόνο του. Το Συμβούλιο, ας μας υποδείξει έστω και ένα. Κι όμως, ποτέ δεν χαρακτηρίσαμε απρεπώς ή δυσμενώς τη στάση τους. Μάλιστα, ο πρώτος του εξάδερφος τον αποκήρυξε, δημοσίως, στις εφημερίδες, κατά τις δίκες, και έδωσε υλικό στους αντιδίκους να επιχειρηματολογούν. Ο κόσμος είναι που κρίνει τις στάσεις και η Ιστορία ερμηνεύει.
Για τους παραπάνω λόγους, ο καπετάν Μπαντουβάς, βαθιά πικραμένος από την εγκατάλειψη, μου εμπιστεύτηκε, προσωπικά, τα όπλα του και έδωσε εντολή να διασώσω την κρητική φορεσιά του και να μη δοθούν στους επιγόνους. Εκ των υστέρων, θεωρώ ότι και το τουφέκι του θα ήταν προτιμότερο να το είχα δωρίσει στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών, μαζί με τα υπόλοιπα, και όχι στο τοπικό Σωματείο.
Και για να τελειώνουμε. Στα γραπτά μου όσα αναφέρω περί ΕΑΜ και Αριστεράς είναι συμβατά με όσα λέει ο καπετάν Μπαντουβάς για τη συνεργασία του ή τις διαφωνίες του μαζί τους. Την ίδια ολιστική θεώρηση έχουν όλες οι μελέτες μου. Τον ενωτικό αγώνα της Αντίστασης και τις διαφορές παρουσιάζω. Το γεγονός αυτό, όμως, αποτελεί και το σημείο τριβής και αντίθεσης με τους επιγόνους και τη μονομέρειά τους.
Αυτό ήταν και το πνεύμα της κριτικής μου στις 14 Δεκεμβρίου 2020. Πίστευα ότι η δημοσίευση του Αρχείου με τα ενδιαφέροντα και σπουδαία ντοκουμέντα θα έπρεπε προς αυτήν την κατεύθυνση να συμβάλλει. Όμως, φαίνεται ότι υπάρχει αποστροφική αλεργία και στις λέξεις μόνο, ΕΑΜ και Αριστερά. Διαπιστώνεται όχι μόνο στο “Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης”, με την ολοσχερή απουσία τους από τον Πρόλογο του βιβλίου, αλλά και στον εξοβελισμό του ίδιου του βιβλίου του καπετάν Μπαντουβά από το Μουσείο, εκ μέρους του Συμβουλίου. Είναι, δηλαδή, ένα Μουσείο Μπαντουβά χωρίς τον Μπαντουβά.
Υπάρχει, επίσης, η πληροφορία ότι στο βιβλίο με τον τίτλο “Ζαχαρία Μπαντουβά, Ο ήλιος είχε σκοτεινιάσει”, που διατίθεται στο Μουσείο, όπου αναφέρεται η λέξη ΕΑΜ σβήνεται με μαρκαδόρο. Αν αληθεύει η απρέπεια, δεν επιθυμώ να διατίθεται πλέον εκ μέρους τους το βιβλίο μου λογοκριμένο, στο Μουσείο ή οπουδήποτε αλλού.
Όπως δεν επιθυμώ και τη συνέχιση του διαλόγου. “Ο καθείς και τα όπλα του”, που λέει και ο ποιητής.
Από την πλευρά μου, τους εύχομαι εγκαρδίως “Καλά Χριστούγεννα” και “Καλή χρονιά”.
*Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι επ. καθηγητής Ιστορίας-συγγραφέας