Ερχόταν κάποιος από τα χωριά της Μεσσαράς στην Άρβη, δήθεν για να επισκεφθεί ένα μακρινό ξάδελφο του, μα έψαχνε την ευκαιρία να υποδυθεί την εξουσία και να νιώσει έστω για λίγο κουμανταδόρος. H Άρβη ήταν ένας παραθαλάσσιος οικισμός σε μια κοιλάδα κατάφυτη με μπανανιές στα νότια της Κρήτης που έσφυζε από ζωή τα καλοκαίρια από τους επισκέπτες που ερχόντουσαν για τα μπάνια τους. Αυτή την περίοδο επέλεγε και αυτός για να έχει μεγαλύτερο ακροατήριο. Τον λέγανε Μανώλη Zουμάκη, μα ελάχιστοι τον ήξεραν με αυτό το όνομα και ο ίδιος σίγουρα το είχε ξεχάσει αφού οι περισσότεροι τον φωνάζανε ΛΙΓKΟ και ποτέ δεν ενοχλήθηκε, γιατί πίστευε πως ήταν κάτι σπουδαίο.
Δεν ήταν τρελός, μα ήταν αρκετά αγαθός και μπορούσε να κάνει αρκετές δουλειές για ένα πιάτο φαΐ – Το κολατσιό τον ντύνανε πότε αξιωματικό, πότε Δραγάτη, πότε Αστυνόμο, και τον ανεβάζανε στο πατάρι της Βρύσης και ανάλογα με τη στολή ήταν και οι διαταγές του. Του άρεσε όμως και το γυροπόδι και με δόλωμα τη μεσόκαιρη δούλα του Δασκάλου, που δήθεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, μπορούσε να ξεχορτίζει μπανανιές και να βόσκει κατσίκες όλη μέρα με μόνη αμοιβή να είναι σε κοντινή απόσταση μαζί της, γιατί πολύ κοντά δεν του έκανε καμιά φέδε.
Ένας πανέξυπνος χωριανός είχε χωρίσει τον μαγατζέ του με μπουρμέδες και το ένα κομμάτι το έκανε καφενείο και στο άλλο έβαλε μπανιέιΙαματικά λουτρά με θαλασσινό νερό που του πρόσθετε λίγο θειούχο υγρό που έφερνε σε μποτίλιες από τη χώρα.- Του γυάλισε ο Λίγκος για βοηθός και αμέσως άρχισε τις μαλαγανιές.
Του υποσχέθηκε να τον κάνει επιστάτη, να τον ταΐζει και να του δίνει κι ένα τάλιρο. Την άλλη μέρα του έκατσε ένα κοντάρι στον καφά και στις άκριες του κρέμασε δύο γαζοντενέκιες και όλη την πρωινή κουβαλούσε στις μπανιέρες νερό από τη θάλασσα. Οι γυναίκες περιμένανε ουρά και μετά από 15 μέρες που τελείωνε ο κύκλος, αισθανόντουσαν όλες αποθεραπευμένες από τα αρθριτικά, ακόμα και η γυναίκα του Αγρονόμου, που από τα πάχητά της άδειαζε το νερό μόλις έμπαινε στη μπανιέρα.
Ο Λίγκος ήτανε ενθουσιασμένος με τα καθήκοντά του, μα και γιατί από μια τρύπα του μπουρμέ παρακολουθούσε τις γυναίκες να μην πνιγούνε όπως εξήγησε του αφεντικού όταν τον τσάκωσε επαυτοφώρω. Προς το τέλος του καλοκαιριού, που θα έφευγαν οι επισκέπτες, αποφασίσανε να τον παντρέψουνε και να κλείσουν με ένα τελευταίο γλέντι τις διακοπές τους… Ντύσανε έναν νεαρό με τα ρούχα της υπηρέτριας, που έκρυβε με το νυφικό το πρόσωπο της, έβαλαν ένα αντερί σ’ έναν εργάτη με γένια, φτιάξανε μια λύρα από το κλαδί του φοίνικα, και κάνανε το γάμο στη μέση της πλατείας το βράδυ με μια λάμπα πετρελαίου και μπόλικο κέφι.
Σε όλη τη διάρκεια της στέψης ο Λίγκος κρατούσε τη νύφη από το δακτυλάκι και από πίσω ήταν κάποιος που τον επαντούσε κάθε φορά που επιχειρούσε να τη φιλήσει. Πρόλαβε η νύφη και τονε πάτησε και εμουγκαλίστηκε από το πόνο. Πήγε να της πει “ανάθεμα σε νύφη…”, μα αμέσως εγλύκανε. Μετά τη στέψη την πήγε κατευθείαν στον οντά που ξώμενε και την ξάπλωσε στα μπανανόφυλλα που χρησιμοποιούσε για στρώμα.
Άρχισε το πασπάτεμα, μα αυτό που έπιανε του θύμιζε το δικό του. Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να σιγουρευτεί, και από το παράθυρο επέταχτηκε η νύφη με το σώβρακο και από πίσω της ολόγδυμνος ο γαμπρός να την κυνηγάει μ’ ένα στυλιάρι που βρήκε μπροστά του.
Την άλλη μέραγεμάτος θυμό υπέβαλε την παραίτηση του μετά από 3 μήνες δουλειά στα λουτρά, και αναχώρησε για το χωριό του με τρία τάλιρα στην τσέπη, γιατί όπως του εξήγησε το αφεντικό δεν ενοούσε ένα τάλιρο τη μέρα αλλά ένα τάλιρο τον μήνα.
Έκανε καιρό να ξανάρθει, μας κληροδότησε όμως το παρατσούκλι του, που επικράτησε να είναι συνώνυμο της αγαθοσύνης και της ηλιθιότητας. “Την έπαθα σαν το Λίγκο”, “μου την έφεραν σαν το Λίγκο” είναι συνηθισμένες φράσεις της καθημερινότητάς μας. Με τον καιρό άλλαξαν και οι Ρόλοι και ο Λίγκος ο ίδιος ή ο διάδοχός του δεν ήταν πια στο βάθρο μα στο ακροατήριο. Δεν ξέρω αν ήταν η εκδίκηση ή η δικαίωσή του, αλλά όσο υπάρχουν αυτές οι αρετές η ανάμνησή του θα μένει ζωντανή.