Το βιβλίο «Καταγώγια Ακμάζοντα» του Γιάννη Ζαϊμάκη παρουσιάζει μια ρεαλιστική εικόνα του κακόφημου «Λάκκου» κατά την περίοδο (1900-1960) με τον αγοραίο έρωτα και την περιθωριοποιημένη τοπική κοινωνία, με τους κανόνες της και την κουλτούρα της.

Μετά την  ανάγνωση του αξιόλογου επιστημονικού πονήματος το σεργιάνισμα στα στενά της παλιάς καστρινής συνοικίας αποτελεί ένα χωροχρονικό ταξίδι στο παρελθόν και την ιστορία της. Σήμερα ο Άγιος Ματθαίος, η ιστορική ταβέρνα «Βουβουλάδικο», το Πολιτιστικό  Κέντρο του Δήμου, τα ερείπια του Πανάνειου Νοσοκομείου και η πλατεία του «Λάκκου» αποτελούν τα σημεία αναφοράς για τον σύγχρονο επισκέπτη.

Τα ελάχιστα πετρόκτιστα σπίτια της οδού Σπιναλόγκας θυμίζουν το παρελθόν, ενώ οι ένοικοι των νεόδμητων πολυκατοικιών γυρεύουν ανάσα στην πλατεία του «Λάκκου» με το παραδοσιακό καφενεδάκι- μεζεδοπωλείο. Εδώ μπορεί κανείς να καθίσει και να ξαποστάσει πίνοντας τον καφέ του ή το αναψυκτικό του.

Ο ήχος από το τάβλι της φοιτητοπαρέας και το ράθυμο κομπολόι κάποιου ηλικιωμένου θαμώνα με το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο εξάπτουν τη φαντασία του επισκέπτη και ο βουερός καφενές της δεκαετίας του 1950 ξαφνικά γεμίζει ζωή. Το ραδιόφωνο μεταδίδει ειδήσεις, εκλογικά αποτελέσματα ή μουσική.

Τα αισθήματα και οι αντιδράσεις ανάλογες, σιωπή για τις ειδήσεις, πανηγύρι για την εκλογική νίκη ή βλασφημίες για την ήττα, αλλά και γλέντι με τη μουσική, ρεμπέτικη ή κρητική.

Η πρώτη γουλιά του καφέ, με το απαραίτητο ηχηρό μακρόσυρτο ρούφηγμα ζωντανεύει και την αμαρτωλή ζωή της συνοικίας, καθώς  οι χασισοπότες, οι χαρτοπαίκτες και οι μουσικοί της εποχής συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο διασκεδάζοντας και μαλώνοντας με τα κορίτσια του δρόμου. Ήταν συνηθισμένοι οι καυγάδες μεταξύ Λακκουδιανών και Λιμανιωτών, όπως εκείνη η ιστορία με την όμορφη Ρόζα που «δούλευε» στο Λάκκο.

Ο Λακκουδιανός Σάκης (ήταν ο προαγωγός της) και ο Λιμανιώτης Δημήτρης τράβηξαν μαχαίρια για το χατίρι της. Δεν χύθηκε αίμα, καθώς παρενέβη η αστυνομία και τους συνέλαβε.

Το  πρωί στα κρατητήρια της Ασφάλειας οι δυο κρατούμενοι δέχτηκαν την επίσκεψη  της Ρόζας, η οποία τους εξήγησε ότι τους αγαπούσε και τους δύο, γι’ αυτό και κάλεσε την αστυνομία για να μην σκοτωθούν. Στη συνέχεια, τους αποχαιρέτησε εξηγώντας ότι είχε ραντεβού μ’ ένα τρίτο πρόσωπο, αφού αυτοί θα έμεναν καιρό στη φυλακή…

Ο απολαυστικός καυτός ελληνικός καφές, όμως, κάποτε τελειώνει και η αδυσώπητη καθημερινότητα επαναφέρει στο σήμερα τον περαστικό που ονειροπολεί στον παλιό λακκουδιανό καφενέ. Πριν φύγει, όμως, του έρχεται στο νου το ποίημα του Λευτέρη Αλεξίου «Ωτακουστής», που ταίριαζε στην ιστορία:

«Ακούστει ένα φιλί μες στη σιγή:

από ποιό στόμα, πάνω σε ποιά χείλη;

Μου άνοιξε ευθύς η αγιάτρευτη πληγή,

άπλωσε κρύος ιδρώτας στο μαντήλι (…)».

 

*Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος