Τις μέρες που πέρασαν, εγώ και η γυναίκα μου βρισκόμασταν στην Αθήνα. Είχαμε πάει για κάποιες υποχρεώσεις που είχαμε. Μέναμε σε ξενοδοχείο που ο ξενοδόχος είναι γνωστός μας. Μια μέρα προς το βραδάκι καθόμασταν στο σαλόνι.
Ήρθε και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και συζητούσαμε. Σε λίγο ήρθε στην παρέα μας και ένας ηλικιωμένος κύριος. Ήταν γνωστός του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Μας τον σύστησε. Εμείς εδώ ας του δώσομε το όνομα Άφρων. Είχε έρθει πρόσφατα από την Αμερική, από τη Νέα Υόρκη. Ήταν πλούσιος.
Πιάσαμε κουβέντα μαζί του. Κάποια στιγμή άρχισε να μας μιλά και στα αγγλικά. Έβλεπα ότι ευχαριστιόταν να μας δείχνει ότι μπορούσε να μιλά και σε μια ξένη γλώσσα. Εξάλλου το σαλόνι ήταν γεμάτο από Βελγάκια – μαθητές σε εκδρομή που μιλούσαν φωναχτά – και από άλλους ξένους. Βούιζε ο τόπος από τις διάφορες γλώσσες. Αληθινή Βαβέλ.
Φώναξαν τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου από τη ρεσεψιόν και μείναμε μόνοι. Οι τρεις μας με τον κ. Άφρονα, όπως τον ονομάσαμε. Μας διηγούνταν ότι στην Αμερική πήγε νέος, πάλεψε σκληρά και πλούτισε. Είχε μεγάλο ρεστοράν στη Ν. Υόρκη. Στην Ελλάδα είχε έρθει πρόσφατα. Είχε καταθέσεις στην Αμερική, σε δολάρια, και στην Ελλάδα, σε ευρώ. Από το παράθυρο μας έδειξε μια πολυκατοικία απέναντι από το ξενοδοχείο. Ήταν όλη δικιά του.
Τον ρωτήσαμε αν ήταν παντρεμένος, αν είχε παιδιά. Είχε μία κόρη και έναν γιο, σπουδασμένα και τα δυο σε πανεπιστήμια της Αμερικής. Βιολόγος η κόρη, οδοντίατρος ο γιος. Και μας εξομολογήθηκε ότι με την γυναίκα του δεν ταίριαζαν και χώρισαν. Και τελικά η γυναίκα του και τα παιδιά του έφυγαν πριν από τον ίδιο και ήρθαν στην Ελλάδα, όπου τους έπιασε η οικονομική κρίση. Και τώρα υποφέρουν. Μιλούσε κάπως εκδικητικά.
– Μα γιατί δεν βοηθάτε τουλάχιστον τα παιδιά σας να αποκατασταθούν επαγγελματικώς; ρώτησε η γυναίκα μου.
-Πήγαν με το μέρος της συζύγου μου. Ας τα βοηθήσει εκείνη. Ας προσπαθήσουν και μόνα τους. Εγώ τα σπούδασα. Εγώ τα κατάφερα σε καταστάσεις που ήταν πολύ πιο δύσκολες.
-Τώρα με τι ασχολείστε; τον ρώτησα.
-Προς το παρόν ετοιμάζω τα χαρτιά μου να πάρω σύνταξη από την Αμερική. Την δικαιούμαι.
Τον παρατηρούσα. Επιμελώς αλλά σεμνά ντυμένος. Ανήσυχος. Έδινε την εντύπωση άπληστου οικονομικώς ανθρώπου. Γερασμένος. Τα χέρια του έτρεμαν όταν έπιανε το ποτήρι για να πιει νερό. Έξω είχε πέσει για τα καλά η νύχτα. Τα Βελγάκια έφυγαν. Ο τόπος ησύχασε. Και ξαφνικά μου ήρθαν στον νου τα λόγια του Κυρίου: “Άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;”. Σε ελεύθερη μετάφραση: Άνθρωπε ανόητε, αυτή την νύχτα ζητούν την ψυχή σου από εσένα. Όσα λοιπόν ετοίμασες ποιος θα τα χαρεί;