Θυμάμαι τον κυρ Ζώτο στην Θεσσαλονίκη. Πρόσφυγας από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Ένας από τους ταταυλαλήδες, που οι Τούρκοι τους έκαψαν τα σπίτια και τους διώξανε. Στην Θεσσαλονίκη έμενε στο πιο πέρα μέρος της γειτονιάς μας.

Για να πάει στο σπίτι του, περνούσε από τον δικό μας δρόμο. Ήταν καλόκαρδος άνθρωπος ο κυρ Ζώτος. Το μόνο του ελάττωμα ήταν ότι του άρεσε το κρασάκι. Συχνά τα έτσουζε. Και τότε γύριζε το βράδυ στο σπίτι του τραγουδώντας κωνσταντινουπολίτικα τραγούδια ευτυχισμένος.

Φτωχή οικογένεια. Η γυναίκα του η κυρία Κυριακή ήταν κουτσομπόλα. Ήταν άτεκνη. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν στείρα. Γύριζε συνήθως στα σπίτια της γειτονιάς, μια στο ένα μια στο άλλο, και έπιανε την κουβέντα με τις ώρες. Και απορούσαν οι γειτόνισσες «Καλά, αυτή δουλειά στο σπίτι της δεν έχει να κάνει;» Την βαριόνταν, αλλά δεν τολμούσαν να την διώξουν.

Και έκανε και αδιάκριτες ερωτήσεις. «Πού δουλεύει τώρα ο άντρας σου;» «Πόσα παίρνει από την δουλειά του;» «Πότε και πώς τον γνώρισες;»  «Πότε παντρευτήκατε;» «Αντισυλληπτικά παίρνεις;» Και άλλες ακόμη πιο αδιάκριτες ερωτήσεις. Μερικές γειτόνισσες ντρέπονταν που την άκουγαν. Και έκαναν τον σταυρό τους, κάθε φορά που την ξεφορτώνονταν: Δόξα Σοι ο Θεός!

Αντίθετα ο κυρ Ζώτος, ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, ήταν αθώος άνθρωπος. Συνήθως έμενε άνεργος. Καθόταν κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, στο κρύο και στην ζέστη, σ’ ένα σκαμνάκι στην πιάτσα των ελαιοχρωματιστών, στο πάρκο απέναντι από την Αχειροποίητο, και περίμενε να τον φωνάξουν για κανένα μεροκάματο.

Και όποτε έπαιρνε κανένα φράγκο στο χέρι, πήγαινε το βράδυ στην ταβέρνα, τα κοπανούσε και γύριζε μεθυσμενούλης στο σπίτι του τραγουδώντας. Όταν το μεροκάματο ήταν γερό, έκανε και γερό μεθύσι. Και γύριζε τύφλα στο μεθύσι. Τότε φορούσε στραβά την τραγιάσκα του, με τον γείσο προς τα αριστερά,  και τραγουδούσε δυνατότερα.

Η γυναίκα του τον μάλωνε. Και με το δίκιο της. Την εποχή εκείνη στους συνοικισμούς της  Θεσσαλονίκης, το βράδυ για φωτισμό, είχαμε φανάρια. Το φανάρι στηνόταν σε στύλο, που τον έμπηγαν μέσα σε τσιμεντένια τρύπα, φτιαγμένη επίτηδες για το φανάρι. Κάθε βράδυ ερχόταν κοινοτικός υπάλληλος, πρόσθετε πετρέλαιο στην λάμπα και την άναβε με τσακμάκι. Το πρωί ξαναπερνούσε και την έσβηνε.

Θυμάμαι ότι κάποια βράδια ο κυρ Ζώτος, γυρνώντας μεθυσμένος, ξεσήκωνε την λάμπα από την δική μας τρύπα, την κουβαλούσε και την έστηνε στην τρύπα που ήταν μπροστά στο δικό του σπίτι, από πείσμα, γιατί το δικό τους φανάρι είχε καταστραφεί. Ο γαϊδουράκος του μανάβη της γειτονιάς πήγε και έξυνε την πλάτη του τρίβοντάς την στον στύλο. Και έριξε κάτω το φανάρι και το έσπασε. Και ο Πρόεδρος αμελούσε να το αντικαταστήσει. Έτσι φωτίζονταν τότε οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης.

Με φανάρια. Ηλεκτρικές λάμπες, με φως ασθενικό, είχαν μόνο οι κεντρικοί δρόμοι, οι λεωφόροι. Με το κουτσομπολιό της εποχής εκείνης , σε όλη την γειτονιά ήξεραν ο ένας όλα τα μυστικά του άλλου. Ο κυρ Ζώτος για πρωινό τηγάνιζε δυο φέτες  ψωμί βουτηγμένες σε λάδι. Τις ονόμαζε λαδοπαξίμαδα.

Ή ακόμη βουτούσε μπουκιές ψωμί μέσα σε ένα ποτήρι κρασί. Αυτό το ονόμαζε κρασοβούτι. Συνήθειες από την πατρίδα του τα Ταταύλα. Είχε τον πιο ήσυχο θάνατο. Ένα βράδυ είπε «Ζαλίζομαι, νυστάζω… Θέλω να πλαγιάσω». Πλάγιασε, κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Και δεν ήταν και μεγάλος στην ηλικία.