Ημέρα των ψυχών αυτό το Σάββατο, των ασωμάτων ψυχών, γιατί ψυχές είμαστε όλοι.
Τα δύο Ψυχοσάββατα τιμώνται από τους πιστούς με μνημόσυνα στις εκκλησίες, τρισάγια στους τάφους των αγαπημένων που έφυγαν, πιάτα με κόλλυβα, ελεημοσύνη και μοίρασμα. Μοίρασμα αναμνήσεων και παρηγοριάς.
Πώς καταφέρνουν τα παιδιά να τυλίγουν αυτές τις μέρες θύμησης και δακρυσμένων ματιών με παιχνίδι ακόμα δεν έμαθα, κι ας ήμουν κάποτε παιδί κι ας περνάω τη μέρα μου με παιδιά.
Τέτοιες μέρες η μάνα είχε βράσει το σιτάρι και το τραπέζι της κουζίνας φιλοξενούσε απαλές πετσέτες με εκατομμύρια σπόρους νωπού σιταριού να στεγνώνουν πάνω τους.
Σε ξεχωριστά πιάτα περίμεναν ολόχρυσες σταφίδες, το ρόγδι, το σουσάμι, το καρύδι και η ζάχαρη.
Όταν ερχόταν η ώρα θα γέμιζε το πιο βαθύ πιάτο που είχε στα σερβίτσια της.
Θα ανακάτευε το ολημερίς ξεκουρασμένο σιτάρι με σταφίδες ρόγδι και καρύδια, θα το σκέπαζε με καβουρδισμένο σουσάμι και ζάχαρη, θα το στόλιζε με έναν περίτεχνο σταυρό από κουφέτα. Τελευταίο χάδι πριν φύγει για την εκκλησία ένα κλωνάρι βασιλικού στη μέση του.
Κι εμείς, όλα τα παιδιά, θα περιμέναμε και λίγο πριν τελειώσει ο εσπερινός θα φορούσαμε το σοβαρό μας πρόσωπο, αυτό που είχαμε φυλαγμένο για τέτοιες στιγμές και θα βγάζαμε από τις τσέπες μας τα όπλα του παιχνιδιού, σακούλες μεγάλες, διάφανες.
Όταν θα τελείωνε η ψαλμωδία θα κάναμε την επιδρομή μας αγνοώντας τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να βγουν, αγνοώντας την σπουδαιότητα της μέρας.
Πλησιάζαμε τις γυναίκες για να γεμίσουν με κόλλυβα τις σακούλες μας.
Όλες “θείες” μας ήταν.
“Θείες” που είχαν χάσει πατέρα, μάνα, αδελφό…
Και στο τέλος, η μεγάλη αναμέτρηση.
Ποιος είχε μαζέψει τα περισσότερα κόλλυβα;
Δε θυμάμαι να έφαγα ποτέ αυτά τα κόλλυβα.
Θυμάμαι όμως ότι είπα άπειρες φορές σε κάθε” θεία” ο Θεός να τους συγχωρέσει.
Θυμάμαι τη μνήμη να σκαρφαλώνει στα μάτια τους και να μπλέκει ατίθασα δάκρυα.
Θυμάμαι και εκείνη τη στιγμή που είδα αυτά τα δάκρυα να ξεμπλέκονται και να πέφτουν πάνω στη ζάχαρη και το βασιλικό.
Το θυμάμαι γιατί τότε σταμάτησα να είμαι παιδί…
και δε θα τύλιγα ποτέ ξανά αυτήν τη μέρα με παιχνίδι.
Τα σκαλίζω αυτά τα “θυμάμαι”, τώρα που ο κύκλος της ζωής αρχίζει και κουμπώνει σε εμάς, τα παιδιά που μεγαλώσαμε και πετάξαμε τις διάφανες σακούλες, σε εμάς που τιμούμε τώρα τους ουράνιους ανθρώπους μας. Τώρα που τα δικά μας δάκρυα σκαρφαλώνουν από την καρδιά, χαϊδεύουν τη μνήμη και ποτίζουν τη ζάχαρη και τον βασιλικό, την ώρα που άλλα παιδιά ψιθυρίζουν “ο Θεός να τους συγχωρέσει”.
Θέλω… να ξεκουμπώσω τον κύκλο, να γυρίσω πίσω, να ξαναζήσω το παιχνίδι! Το παιχνίδι εκείνης της ημέρας του Ψυχοσάββατου. Το παιχνίδι που πέταξα μαζί με το αθώο ολοκαίνουριο, αμάθητο στην απώλεια παιδί!