Σύμφωνα με το βικιλεξικό, ως «αυτονόητο» χαρακτηρίζεται ό,τι είναι ή γίνεται κατανοητό και αποδεκτό, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ιδιαιτέρων εξηγήσεων. Είναι δηλαδή κάτι το προφανές, το αυταπόδεικτο, το δεδομένο.

Το αυτονόητο δεν είναι  θέσφατο, δηλαδή αξίωμα, που γίνεται δεκτός με σεβασμό και χωρίς αμφισβήτηση ή κριτική διάθεση, ούτε βέβαια σόφισμα, δηλαδή σκόπιμα λαθεμένος συλλογισμός για εξαπάτηση. Γενικά θεωρούμε κάτι ως αυτονόητο επειδή δεν μπορούμε ή δεν έχουμε τα μέσα και κυρίως τη διάθεση να το αξιολογήσουμε. Ο άνθρωπος επικαλείται κατά  κανόνα το αυτονόητο προκειμένου να περιορίσει τα όρια έπαρσης και αλαζονικής συμπεριφοράς ή να απαξιώσει τις συνέπειες της πραγμάτωσης του.

Στην συζήτηση στη Βουλή στις 30-4-2020, σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για την πανδημία, ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στους πολιτικούς αρχηγούς ανέφερε: «[Sic] …Θα περίμενα μεγαλύτερη γενναιότητα και αναγνώριση αυτών που πέτυχε η χώρα. Όλα αυτά, που έγιναν ήταν για σας περίπου αυτονόητα. Αλλά όχι. Τίποτα από αυτά που έγιναν δεν ήταν αυτονόητα. Θα αποδώσω πρώτος τα εύσημα στον Ελληνικό λαό, αλλά δεν θα δεχτώ ότι, όλα όσα έγιναν ήταν προδιαγεγραμμένα….».

Είναι δύσκολο να κατανοηθούν και πολύ περισσότερο να ερμηνευτούν τα όσα  παραπάνω ανέφερε ο πρωθυπουργός, όταν ο Ελληνικός λαός στην συντριπτική του πλειοψηφία πίστεψε και απέδειξε με τη στάση του, το αυτονόητο της αναγκαιότητας εφαρμογής των μέτρων, που δεν αποδέχεται με την ομολογία του στη βουλή ο κ. πρωθυπουργός.

Δεν θεωρεί δηλαδή αυτονόητη την εφαρμογή του ν.4662/20, ο οποίος προβλέπει τις κυβερνητικές δράσεις και μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας φυσικής ή τεχνολογικής καταστροφής και πολύ περισσότερο μιας άγνωστης θανατηφόρου πανδημίας; Ακόμη, πως αποδίδει εύσημα στο λαό χωρίς την αποδοχή των προδιαγεγραμμένων μέτρων, που περιλαμβάνονται στον κύκλο Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων από φυσικές τεχνολογικές, καταστροφές και απειλές, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή πολιτών και με πρωτόγνωρη θετική διάθεση πραγμάτωσε στο σύνολο του ο λαός, επιτυγχάνοντας το ομολογουμένως λίαν  ευνοϊκό αποτέλεσμα, που σήμερα ως άθλο οικειοποιείται και επαίρεται η κυβέρνηση;

Οι δράσεις που έγιναν και τα μέτρα που πάρθηκαν προδιαγράφονται σαφέστατα στο ν. 4662/20 (περί Πολιτικής Προστασίας), δεν ήταν όμως προσχεδιασμένα στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς διαχείρισης της πανδημίας, γεγονός που επιβεβαιώνουν η ορθή συγκεντρωτική διαχείριση «τύπου σερίφη», των όσων έγιναν στα πλαίσια του κύκλου διαχείρισης της κρίσης, αλλά και η αξιοποίηση του ιατρικού επιστημονικού παράγοντα, στον οποίο δόθηκε ο πρώτος λόγος στα τεκταινόμενα της πανδημίας.

Προς τι λοιπόν η πρωθυπουργική προσμονή για μεγαλύτερη γενναιότητα και αναγνώριση αυτού που πέτυχε η χώρα με την εφαρμογή προκαθορισμένων μέτρων και δράσεων, τα οποία έπρεπε να σχεδιαστούν και σε περιφερειακό επίπεδο, καθόσον η διαντίδραση* των επικίνδυνων φαινομένων σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο είναι αυτή που αποτελεί τη βάση του Εθνικού Σχεδιασμού Πολιτικής Προστασίας;

Πού είναι η ευέλικτη, διαλειτουργική, πυραμιδοειδής διάρθρωση των επιχειρησιακών κεντρικών και περιφερειακών δομών, που προβλέπεται στις αρχές λειτουργίας του  Εθνικού Μηχανισμού Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων;

Ο περιφερειακός σχεδιασμός, περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στον καθορισμό υγειονομικών δομών αναφοράς της πανδημίας, χωρίς καθορισμό του έργου και του ρόλου των Περιφερειακών και Τοπικών οργάνων τα οποία περιορίστηκαν σε δράσεις της κοινωνικής δομής «Βοήθεια στο σπίτι», την οποία υπηρέτησαν με αξιοθαύμαστη υπευθυνότητα.

Η διαχείριση της πανδημίας, δεν φαίνεται να απασχολεί τον πρωθυπουργό ως ζήτημα ενότητας των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, που αναμφισβήτητα έδειξαν μια πρωτοφανή διάθεση συνεργασίας κατανοώντας ότι η κρίση της πανδημίας covid-19 είναι μια σοβαρότατη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία  συνιστά πραγματική απειλή για τη δημόσια υγεία, ακόμη και αν διαφωνούν για τις διαστάσεις ή την αντιμετώπισή της.

Περισσότερο φαίνεται να τον απασχολεί η πολιτική αξιοποίηση της επιτυχούς πράγματι διαχείρισης της πανδημίας, που μεγιστοποιεί η απόρριψη του αυτονόητου. Απόρριψη, που δεν φαίνεται να συμμερίζεται ο ανιψιός δήμαρχος της Αθήνας, δηλώνοντας: «[Sic] Αλίμονο μας αν βγαίνουμε να πανηγυρίζουμε επειδή κάνουμε το αυτονόητο για την πόλη».

Οριστική απάντηση στο ερώτημα, αν η χώρα αντιμετώπισε τον κίνδυνο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δεν μπορεί να δοθεί πριν την ολοκλήρωση του τελευταίου επιπέδου του κύκλου Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, το οποίο αναφέρεται στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού και των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας για την «αποκατάσταση» της λειτουργικότητας της κοινωνίας στο προ της πανδημίας επίπεδο. Αποκατάσταση που περιλαμβάνει ανάληψη δράσεων και εφαρμογή μέτρων για την εκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης, την ανακούφιση των πληγέντων επιχειρήσεων, την διάσωση θέσεων εργασίας, τον περιορισμό της ανεργίας και των συνεπειών της αναμενόμενης οικονομικής ύφεσης.

Λόγοι αμεροληψίας επιβάλλουν το ξεπέρασμα των κομματικών τοποθετήσεων, που έτσι κι αλλιώς εμπεριέχουν πολιτικές σκοπιμότητες και να αποδεχτούμε ότι σωστά η κυβέρνηση επέλεξε να θυσιάσει την οικονομία, οι συνέπειες της οποίας μπορούν να αποκατασταθούν σε εύλογο χρόνο, για να σώσει ανθρώπινες ζωές, που θα ήταν αδύνατο να νοσηλευτούν, αφού θα είχε καταρρεύσει το δημόσιο σύστημα υγείας.

Η χώρα φαίνεται να ξεπερνά στη φάση αυτή την κρίση της πανδημίας. Όχι όμως και οι πολίτες την αγωνία μιας οικονομικής ύφεσης αγνώστου μεγέθους και χρονικού ορίζοντα, που αναπόφευκτα σχετίζεται και με τις επερχόμενες πρόωρες εκλογές, που η κυβέρνηση υποκριτικά απορρίπτει αλλά όμως επιβάλλει η πολιτική αξιοποίηση μιας επιτυχούς διαχείρισης της πανδημίας και αναμφισβήτητα το θάψιμο της απλής αναλογικής, η οποία ως εκλογικός εφιάλτης, δεν έδεσε ποτέ με τον αξιολογικό κώδικα της Νέας Δημοκρατίας.

 

* Ο Μανώλης Κομπολάκης είναι τ. ειδικός σύμβουλος νομάρχη
e-mail:  [email protected]

Διαντίδραση*: Θεωρία αλληλεπίδρασης, η οποία αναλύει την κοινωνία, αντιμετωπίζοντας τις υποκειμενικές έννοιες που οι άνθρωποι επιβάλλουν πάνω σε αντικείμενα, γεγονότα και συμπεριφορές.