Κάποτε ένας γέρος είχε χάσει την ακοή του. Τον πήραν λοιπόν τα παιδιά του, τον πήγαν στο γιατρό και του ’βαλε ακουστικά. Και λέει ο γέρος: Για μιλήτε μου δα, να δω αν ακούω. Και του απαντούν τα παιδιά του: Πότε θα μας μοιράσεις τα χωράφια; Λέει: Άλλα μου λέτε, άλλα. Δεν τον συνέφερε. Επειδή  λοιπόν αυτή η κατάσταση του Κορωνιού μας έχει καταρρακώσει ψυχικά και σωματικά, ας αλλάξομε κουβέντα.

Όσο αμείλικτος , σκληρός και αν είναι επί δικαίων και αδίκων, όσους και αν ξεβγάλει, κάποια στιγμή θα βαρεθεί, θα χορτάσει και θα κάνει τον κύκλο του.

Όλα ακολουθούν, όλα κάνουν τον κύκλο τους: Τα διάφορα όντα, οι αρρώστιες, το φεγγάρι, οι καταστάσεις, οι επιχειρήσεις, ο χρόνος (η ώρα, οι μήνες, οι εποχές) κ.λπ.

Μάλλον κάποιος επειδή ήθελε να έχει ανεβασμένη συνεχώς τη λίμπιντο (ευχαρίστηση), χωρίς βιάγκρα, είχε εκφράσει την επιθυμία του με τον παρακάτω στίχο: Να ‘μουν το Μάη γάϊδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και γάτης το Γεννάρη.

Ο άνθρωπος ήθελε να είναι ετοιμοπόλεμος, με ερωτικό οίστρο, όλες τις ημέρες του χρόνου. Ο προσγειωμένος σοφός λαός, οτιδήποτε ήθελε να θυμάται για διάφορους λόγους, το ‘κανε παροιμίες, ρητά, δίστιχα, τραγούδια, γητειές, μάγια, ευτράπελα, ιστορίες, παραμύθια κλπ.

Τη δεκαετία του 1960 είχα κάνει μια μεγάλη καταγραφή λαογραφική στον καθηγητή κ. Σπυριδάκη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πριν πέντε χρόνια τη βρήκα στο internet. Τρελάθηκα. Για όποιον έχει χρόνο και μεράκι: goo.gl/GLUoys και επιλέγει:περιεχόμενα. θα αποζημιωθεί τα μέγιστα. Εκεί στη σελίδα 96 καταγράφεται ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου:

ΑΙ ΗΛΙΚΙΑΙ.

Το παιδί όντε γεννάται, μια γουλιά κρέας λογάται.

Ως τσι πέντε στο σοκάκι και τσι δέκα δασκαλάκι.

Τσι είκοσι τραγουδιστής και καλός εγλεντιστής.

Τσι τριάντα ανθεί και δένει και το σπίτι κατασταίνει.

Τσι σαράντα αντρειωμένος και στον κόσμο ξακουσμένος.

Τσι πενήντα για βουλή, αν έχει κεφαλή καλή.

Τσι εξήντα καμπουρώνει, βεργαλάκι ανεμαζώνει.

Τσι εβδομήντα δε φελά (ωφελεί), μόνο το ψωμί χαλά.

Τσι ογδόντα σαν το βούι, μήτε φέγγει, μήτε ακούει.

Τσι ενενήντα κατουριέται, το παιδί τονε βαριέται.

Θέ μου να μη φτάσει τσ’ εκατό, γιατί δεν τονε βαστώ.

Κλεάνθη Τζανακάκη 69 ετών

Ουφ… Πριν κάμποσες δεκαετίες, ο μοναδικός στο Ηράκλειο και καλός, όπως λέγανε, ιατρός ψυχίατρος ήταν ο Κονιός.

Εκεί που διάβαζε την εφημερίδα περπατώντας αφηρημένος, έπεσε πάνω στο καρότσι του αχθοφόρου τότε Μανόλα. Ενός άντρακλα, για όσους τον θυμούνται, που κυκλοφορούσε ξυπόλητος ή με σπορτέξ χειμώνα καλοκαίρι και τα μπατζάκια του παντελονιού διπλωμένα, το ένα πιο πάνω από το άλλο.

Ζητά λοιπόν χίλια συγγνώμη ο ψυχίατρος  Κονιός από το Μανόλα, για την ενόχληση, που έπεσε στο καρότσι. Τον κοιτάζει καλά με απορία ο Μανόλας και του λέει: Σα να μου φαίνεται ότι θες Κονιό.

Ακάκιε… μην ξεχάσεις (τα μακαρόνια …) τη μάσκα.

*Ο Μανόλης Σπανάκης είναι συν/χος καθηγητής