Ο κύριος Τέλης, τύπος ευχάριστος, καλοκαμωμένος, πάντοτε καλοντυμένος, με μαντιλάκι στο τσεπάκι του σακακιού ή με λουλούδι στο πέτο, είχε μια κακή συνήθεια που δεν μπορούσε να την κόψει. Αν και παντρεμένος, με τρία παιδιά, πείραζε τις γυναίκες. Τις όμορφες γυναίκες.

Τα έτσουζε και λίγο.  Ήταν μερακλής. Βέβαια στα νιάτα του -ωραίος ήταν – είχε επιτυχίες. Αλλά τώρα, εξήντα δύο χρονών, όσο και να πεις, η μπογιά του είχε πια περάσει. Και μερικές φορές ,με τα πειράγματά του, οι γυναίκες, αντί να κολακεύονται, παρεξηγούνταν.

Και τον απόπαιρναν. Ο ίδιος πάντως  δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι  ανήκε πια στους ηλικιωμένους  και έπρεπε να σοβαρευτεί, να μην πειράζει τις γυναίκες, και προπαντός όταν είναι άγνωστες. Γιατί υπήρχε κίνδυνος  να τον προσβάλουν και να ρεζιλευτεί.

Στην γειτονιά μας, απέναντι από το σπίτι μας, τις μέρες εκείνες, είχε ανοίξει καινούργιο κομμωτήριο. Κουρείο για άντρες ήταν μέχρι τότε. Όμως ο κουρέας βγήκε στην σύνταξη και το νοίκιασε ένας νεαρός, ευγενικός, σπουδασμένος κομμωτής.

Άλλαξε την ταμπέλα και από ΚΟΥΡΕΙΟΝ έγραψε ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟΝ, με ωραία μεγάλα γράμματα και ζωγραφιές με χτένα στην αρχή και ένα ψαλίδι στο τέλος της επιγραφής. Από την πρώτη κιόλας μέρα απόκτησε πελατεία σοβαρή, άντρες και κυρίως γυναίκες. Κούτσουρα έμπαιναν  και με τα θαυματουργά του χέρια κούκλους τους έβγαζε. Όλους. Ήτανε χρυσοχέρης. Έτσι έλεγαν.

Ζήλεψε και ο κύριος Τέλης. Και μια μέρα πήγε και αυτός να κουρευτεί, να χτενιστεί, να φρεσκαριστεί. Τον περιποιούνταν τον εαυτό του. Του άρεσε να είναι κομψός. Και βγήκε από το κομμωτήριο  φρεσκαρισμένος,  παρφουμαρισμένος, κουστουμαρισμένος… Τρίγκα! Βγαίνοντας συνάντησε την καινούργια γειτόνισσά του, την κυρία Αννίτα, γυναίκα εντυπωσιακή. Ήταν περαστική.

– Χαιρετώ την ομορφιά σας, καλλονή μου!  Και υποκλίθηκε ιπποτικά μπροστά της.

Ήταν η δεύτερη φορά που την κόρταρε, αλλά αυτή δεν του είχε δώσει σημασία και δεν ήξερε ποιος ήτανε.

Η κυρία Αννίτα, τριαντάρα, μοναχική, ήταν βέβαια γυναίκα με εντυπωσιακό παράστημα, όμορφο πρόσωπο, αλλά είχε κακό χαρακτήρα και ήταν απότομη στην συμπεριφορά της. Αυτό, αν την παρατηρούσες, φαινόταν στο πρόσωπό της. Η καλοσύνη της ψυχής ή η κακία, η ευγένεια ή η αγένεια, η σοβαρότητα ή η επιπολαιότητα, η αθωότητα ή η πονηριά, η αγνότητα ή η προστυχιά… όλα διαγράφονται στο ύφος, στην έκφραση  που έχει το πρόσωπό μας. Και αν αυτήν την έκφραση προσέξεις, αν λίγο την μελετήσεις, μπορείς να μαντεύσεις  και τον χαρακτήρα του ατόμου που κρύβεται από κάτω της. Όλα εκεί αποτυπώνονται. Η Αννίτα λοιπόν τον κοίταξε μια στιγμή παραξενεμένη και ύστερα ούρλιαξε βάρβαρα.

– Βρε, ουστ από   ‘δώ! Ποιος είσαι εσύ;  σαν να έδιωχνε σκύλο.

-Ω, με συγχωρείτε…

Ρεντίκολο έγινε ο Τέλης και έσπευσε να εξαφανιστεί.

Η κυρία Αννίτα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Μπήκε στο κομμωτήριο, ζήτησε πληροφορίες  και οι πελάτες τής εξήγησαν ποιος ήταν ο Τέλης και πού έμενε.

– Θα του δείξω εγώ!  μουρμούριζε.

Και μια και δυο πήγε στο σπίτι του κυρίου Τέλη, χτύπησε νευριασμένα την πόρτα και, όταν της άνοιξαν, άρχισε να φωνάζει στην γυναίκα του, την κυρία Μέλπω, οργισμένη.

– Κυρία μου, να συμμαζέψεις τον άντρα σου… Να μην προσβάλλει γυναίκες, που κανένα δικαίωμα δεν του έχουν δώσει… Και έλεγε και άλλα τέτοια.

Η κυρία Μέλπω, γυναίκα δυναμική, έγινε ρεζίλι στην γειτονιά. Όλοι κοίταζαν κρυφά από τα παράθυρά τους. Και όταν το μεσημέρι γύρισε ο κύριος Τέλης στο σπίτι του, η γυναίκα του, νευριασμένη και ντροπιασμένη, τον περίμενε όρθια πίσω από την πόρτα.  Έκλεισε πόρτες  και παράθυρα να μην ακούγονται και άρχισε.

– Βρε λιμοκοντόρε, δεν ντρέπεσαι; Γέρος άνθρωπος, εξήντα δύο χρονών, παντρεμένος, με παιδιά… να τσιλιπουρδίζεις… Και νά   ‘ρχονται στο σπίτι μου ξένες γυναίκες να μου παραπονιούνται…

Και ο κύριος Τέλης δεν ήξερε πού να κρυφτεί ή τι να απαντήσει. Όμως περισσότερο τον πείραξε εκείνο το  «γέρος άνθρωπος». Αυτό ήταν μαχαιριά στην καρδιά του.